Αρχειο

Ο βασιλιάς κι εγώ

Η ιστορία ενός ποιήματος, λίγο πριν την 21η Απριλίου 1967

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 479
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

O Γιώργος Παυριανός διηγείται πώς επηρέασε την οικογένειά του η συνάντηση που είχε με τον τέως βασιλιά την άνοιξη του 1966. 

Βρισκόμαστε στον παραλιακό δρόμο Πατρών, από τη μια μεριά είναι η θάλασσα κι από την άλλη το 14ο Δημοτικό Σχολείο Πατρών. Είναι άνοιξη του 1966, είμαι 11 χρονών, είμαι ντυμένος τσολιαδάκι και περιμένω μαζί με όλη τη γειτονιά την μπάντα του δήμου, τις αστυνομικές και πολιτικές αρχές, να περάσει από εκεί ο τότε βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με τη γυναίκα του, την Άννα-Μαρία. Έκαναν περιοδεία στην Ελλάδα και θα πήγαιναν στην Ολυμπία ή στο στρατιωτικό αεροδρόμιο στον Άραξο, δεν θυμάμαι τώρα. Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι ότι πέθαινα από ζήλια γιατί δίπλα μου, ντυμένος επίσης τσολιαδάκι, κρατάει την ελληνική σημαία ο συμμαθητής μου, ο Ηλιόκαυτος, ένα ψηλό, μαυριδερό αγόρι που είναι ο δεύτερος καλύτερος μαθητής στην τάξη, μετά από εμένα. Έτσι είχαν αποφασίσει οι δάσκαλοι, γιατί εμένα ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής, ενώ του Ηλιόκαυτου δεξιός και μάλιστα κομματάρχης. Ήμουν και κοντός, αυτό με έκανε έξαλλο ακόμα πιο πολύ. Έτσι η τελική απόφαση του διευθυντή ήταν να σταθώ δίπλα, παραστάτης στη σημαία. Το φύσαγα και δεν κρύωνε! Θα ερχόταν το αυτοκίνητο του βασιλιά, ο σημαιοφόρος θα κατέβαζε τη σημαία και τότε ο μεγαλειότατος έπρεπε να σταματήσει, να χαιρετήσει τη σημαία και το σημαιοφόρο. Και αυτός δεν θα ήμουν εγώ, ο καλύτερος μαθητής της τάξης. Θα άφηνα αυτή την ευκαιρία να περάσει έτσι; Ένα διαβολικό σχέδιο είχε γεννηθεί στο μυαλό μου...

Κάποια στιγμή εμφανίζεται από μακριά μια κόκκινη decapotable Mercedes. Την οδηγεί ο ίδιος ο Κωνσταντίνος. Φοράει λευκή στρατιωτική στολή με σιρίτια και παράσημα. Δίπλα του η Άννα-Μαρία, συμπαθέστατη, λίγο στρουμπουλή, με ένα απλό μπλε φόρεμα, μια σειρά μαργαριτάρια και ένα χτένισμα που θα γινόταν τα επόμενα χρόνια το must κάθε κομμωτηρίου της Πάτρας. «Πώς να σας τα χτενίσω;», «σαν της Άννας-Μαρίας!»

n

Η μπάντα παιανίζει, ο Ηλιόκαυτος κατεβάζει τη σημαία, ο παπα-Καμπέρος πλησιάζει με το Ευαγγέλιο και ένα ματσάκι βασιλικό, ο Κωνσταντίνος φιλάει το Ευαγγέλιο, η Άννα-Μαρία κάνει βαριεστημένη το σταυρό της: «Είναι έγκυος! Είναι έγκυος!» ψιθυρίζουν οι γειτόνισσες και τότε πετάγομαι εγώ, στέκομαι μπροστά στη Mercedes και με δυνατή φωνή αρχίζω να απαγγέλλω ένα ποίημα που έχω ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα:

Ω, Κωνσταντίνε βασιλιά

κι εσύ Άννα-Μαρία,

μαζί θα μπούμε νικητές

μες στην Αγιά Σοφία!

Για της Ελλάδος την τιμή

και το δικό σας στέμμα,

εμείς τα ελληνόπουλα

θα χύσουμε το αίμα!

Για μια στιγμή με κοιτούν όλοι ξαφνιασμένοι, πέφτει μια παγερή σιωπή και μετά ο Κωνσταντίνος ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου, βγαίνει έξω και με χαιρετάει, σκύβει και με φιλάει, μου χαϊδεύει το κεφάλι, «πώς σε λένε, παιδί μου;», «Παυριανός. Παυριανός Γεώργιος του Θεοδώρου και της Άννης!».

Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Ηλιόκαυτο να προσπαθεί να πλησιάσει, ο Κωνσταντίνος τον χαιρετάει στρατιωτικά από μακριά, οι γυναίκες σπάνε τον κλοιό των αστυνομικών, ορμάνε να αγγίξουν το βασιλιά, τον ραίνουν με ροδοπέταλα, με κολόνια Φουζέρ, πλησιάζω την Άννα-Μαρία η οποία έχει αρχίσει και φρικάρει με όλα αυτά, μου δίνει το χέρι της, «μπράβο, μπράβο!» μου λέει, «πολύ ωραίο!», ο Κωνσταντίνος μπαίνει μέσα στη Mercedes, βάζει μπρος και προσέχοντας να μη χτυπήσει τις γριές με τα λιβανιστήρια που έχουν ξεχυθεί στο δρόμο απομακρύνεται υπό τους ήχους της μπάντας.

Το μεσημέρι στο τραπέζι η μάνα μου δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά της. «Έπρεπε να τον έβλεπες» λέει στον πατέρα μου που τρώει κατσουφιασμένος τις φακές του χωρίς να βγάζει λέξη, «έπρεπε να τον έβλεπες τη στιγμή που τον χαιρέτησε ο βασιλιάς. Όλη η γειτονιά έσκασε από τη ζήλια της!»... “συγχαρητήρια κυρία Παυριανού” μου είπε ο διευθυντής του σχολείου. “Το ποίημα του γιου σας λάμπρυνε την τελετή” μου είπε. “Επίσης, έδωσε και το όνομά του για να το γράψουν στις εφημερίδες…”»

«Δεν μας φτάνανε τα ρεζιλίκια μας, θα μας γράψουν τώρα και οι εφημερίδες!» λέει ο πατέρας μου, αφήνει τις φακές στη μέση, σηκώνεται και ανοίγει το τρανζιστοράκι: «Γκαβαρίτ Μάσκβα! Γκaβαρίτ Μάσκβα! Εδώ Μόσχα! Εδώ Μόσχα! Η αμερικανόδουλη κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου καταργήθηκε σήμερα από τις αγγλοκίνητες δυνάμεις των ανακτόρων».

«Εγώ πάω δίπλα, στη Γεύση» λέει η μάνα μου.

Γεύση είναι η κυρία Γεσθημανή, σύζυγος αστυνομικού, του Χρήστου Παπανδρέου. Είμαστε αγαπημένοι γείτονες και πολλές φορές ο κύριος Χρήστος έχει σώσει τον πατέρα μου δηλώνοντας στην αστυνομία πως «ο Θεόδωρος Παυριανός δεν ασχολείται με τον κομμουνισμόν και τα παραφυάδας του». Με την κυρία Γεύση η μάνα μου πίνει κάθε απόγευμα τον καφέ της και φυσικά μετά λένε το φλιτζάνι. «Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσείς το καφεδάκι σας» μονολογεί ο πατέρας μου και πάει να πάρει το μεσημεριανό του ύπνο, όπως έκαναν όλοι οι άνθρωποι εκείνη την εποχή.

Ένα χρόνο αργότερα, Παρασκευή 21 Απριλίου 1967, ο διευθυντής του σχολείου, ο κύριος Αθανασάκης, αφού μας μάζεψε στην αυλή, μας είπε ότι δεν θα κάνουμε μάθημα και θα πρέπει να γυρίσουμε αμέσως στα σπίτια μας. Ουρλιάζοντας από χαρά ξεχυθήκαμε στο δρόμο. Φτάνοντας στο σπίτι βλέπω τη μάνα μου να κλαίει και να χτυπιέται, τη Γεύση να την παρηγορεί και τον πατέρα μου να ετοιμάζει ένα μικρό, καρό βαλιτσάκι με αλλαξιές και ξυριστικά. Μόλις με βλέπουν τρέχουν και με αγκαλιάζουν, με φιλάνε, με χαϊδεύουν, «κουράγιο, αγόρι μου» λέει η κυρία Γεύση, ενώ ο πατέρας μου με παίρνει παράμερα: «Έγινε στρατιωτικό κίνημα και θα έρθουν να με συλλάβουν, θα με στείλουν εξορία. Όσο διάστημα θα λείπω να προσέχεις τη μητέρα σου και τις αδελφές σου. Εσύ θα είσαι τώρα ο άντρας της οικογενείας».

Μου φάνηκε τόσο εξωγήινο όλο αυτό, που νόμισα πως μου έκανε πλάκα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, όμως, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η μάνα μου κλαίγοντας πήγε να ανοίξει. Ήταν ο αστυνομικός, ο γείτονάς μας, ο κύριος Χρήστος Παπανδρέου. «Εσένα έστειλαν, ρε Χρήστο; Εσένα έστειλαν να με συλλάβεις;» είπε με πίκρα όταν τον είδε ο πατέρας μου.

Ο κύριος Χρήστος χαμογελούσε: «Ησύχασε, Θόδωρε, ησύχασε, δεν κινδυνεύεις. Εγγυήθηκα εγώ για σένα. Εγώ κι ο γιος σου».

«Ο γιος μου;»

«Ναι. Ήσουν στη λίστα για να σε συλλάβουν. Κι όταν το είδα, πήγα στο διοικητή, έναν Μανιάτη βασιλικό, και του είπα: “Μα είναι δυνατόν να συλλάβουμε αυτόν τον άνθρωπο για κομμουνιστή; Πέρυσι ο γιος του είπε ένα ποίημα ολόκληρο για το βασιλιά!” και ευτυχώς ο Μανιάτης το θυμόταν και σε έσβησε από τον κατάλογο».

«Χρήστο, σε ευχαριστώ. Αυτό που έκανες δεν θα το ξεχάσω ποτέ».

«Τον Γιωργάκη να ευχαριστήσεις! Αυτός σε έσωσε! Αυτός κι ο βασιλιάς!»