Αρχειο

Οι μνήμες μας, το αναγνωστικό της εφηβείας μας

Ακόμη ο χρόνος ήταν σύμμαχος, φίλος και αδερφός

Μάκης Μάκκας
ΤΕΥΧΟΣ 474
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τώρα που το μελάνι στεγνώνει και δυσκολευόμαστε να γράψουμε καινούργιες διηγήσεις, στρέφει ο καθένας τη σκέψη του στην εποχή που όλα έμοιαζαν πιο εύκολα και δημιουργικά. Ακόμη ο χρόνος ήταν σύμμαχος, φίλος και αδερφός.

Tελευταία Πρωτοχρονιά του ’85 στην Αθήνα, μετά από τρεις ημέρες έφυγα για μια επαρχιακή πόλη. Απόγευμα, αποκαμωμένοι από την κούραση, έχοντας διανύσει ως μπάντα για κάλαντα με γεμάτες τις τσέπες κέρματα τουλάχιστον 15 χιλιόμετρα (Πευκάκια, τέρμα Λαμπρινής, Ριζούπολη, προσφυγικά). Τελευταία συνάντηση (Άγγελος, Φανή, Βαγγέλης, Λευτέρης, Σπύρος, Γιώργος και εγώ 10χρονοι), έπειτα από εκείνη τη στιγμή δεν τους ξαναείδα. Με ρωτούσαν για το Αγρίνιο με διερευνητικές ερωτήσεις (έχει άλσος, έχει αλάνες για μπάλα, τι χρώματα φοράει ο Παναιτωλικός, είναι κοντά το γήπεδο;). Ιδέα δεν έχω, τους φώναζα.

n

Έργο του Aϊδίνη

n

Έργο του Μάκη Μάκκα

Χωρίζοντας με κλάματα και κλωτσώντας ό,τι τσίγκο και παλιοσίδερο βρίσκαμε μπροστά μας. Φώναζαν, να έρθεις για τον αγώνα με την Καλογρέζα σε δυο εβδομάδες, να μας αφήσεις τις στολές κ.λπ. Πέρασαν 25 χρόνια, δεν ξαναπάτησα στη γειτονιά, τα παιδιά δεν τα ξαναείδα, στο παλατάκι δεν ξαναστήσαμε ματς, οι στολές φορεθήκανε Αγρίνιο.

Εχθές σαν άδειο περίπτερο, ξαφρισμένος από επιθυμίες και εμμονές, μου καρφώθηκε η διαδρομή ηλεκτρικός Ομόνοια-Περισσός με όλες τις υπόλοιπες διαγραμμένες. Η γειτονιά μου φάνηκε διαφορετική, αλλά όχι ξένη. Το φουγάρο και τα ερειπωμένα κτίρια από τις κλεισμένες κλωστοϋφαντουργίες, το ταπητουργείο και υφαντουργείο, είναι ακόμη εκεί. Οι καμινάδες των εργοστασίων δεσπόζoυν ακόμη πάνω από τα χαμηλά σπιτάκια των εργατικών συνοικιών και ορισμένες διατηρούν τα ίχνη τους. Τώρα πια οι καμινάδες δεν καπνίζουν. Ούτε κάποια μπουρού ακούγεται να σφυρίζει για να αλλάξουν οι βάρδιες στις φάμπρικες. Στα εργοστάσια με τους χιλιάδες βιοπαλαιστές, άντρες, γυναίκες και ανήλικα παλικαράκια. Τρεις καμινάδες έχουν μείνει να θυμίζουν το έντονο βιομηχανικό παρελθόν. Τα σπίτια των φίλων μου, τριάρια νοικιασμένα. Τα φώτα τους ανοιχτά. Τους άφησα παιδιά. Και τώρα σκέφτομαι ότι ίσως ορισμένοι να μένουν σε αυτά τα διαμερίσματα με τις δικές τους οικογένειες. Ο δρόμος και το μικρό παρκάκι που παίζαμε μπάλα εκεί. Το μόνο που άλλαξε ήταν τα μικρά σπίτια που αντικαταστήθηκαν από μεγάλες πολυκατοικίες. Το σχολείο ανακαινίστηκε από το σεισμό του ’99 και δεν το αναγνώρισα. Μου φάνηκε κάπως μικρό, τότε ήταν τεράστιο στα πόδια μου και τη ματιά μου.

n

Έργο της Αθηνάς Χατζή

Γύρισα τις γειτονιές όλες, τέρμα Περισσού, Λαμπρινή, Αγία Αναστασία, σε όποιες γωνιές, πλατείες και δρομάκια έπαιξα μπάλα, κρύφτηκα και κυνηγήθηκα. Τα σπίτια των θείων και συγγενών, κάθισα στα σκαλοπάτια τους. Δεν ήταν πλέον εκεί, άλλοι μετακομίσανε, άλλοι φύγανε τόσο νωρίς από κοντά μας. Πήγα στις 11 τη νύχτα με τον οδηγό της ψυχής μου και έφυγα στις 8 το πρωί. Καθόμουν με το χέρι σφιγμένο, όπως τότε. Περίμενα να ξυπνήσουν όλοι να δω κανέναν από τους φίλους και γείτονες, μήπως και μπορέσω να τους αναγνωρίσω. Με καμένο το λαιμό μου από το παράπονο και τη νοσταλγία. Τώρα που γύρω μας αλλάζουν όλα με ορμή, επιστρέφουμε σε αυτά που δεν μας έκλεψαν ποτέ. Σε αυτά που μας πρόσφεραν απλόχερα αγάπη, αλληλεγγύη και ελπίδα. Καινούργιες κοινότητες θα χτίσουμε, τα μυαλά και τα ταλέντα υπάρχουν, δεν χρεοκόπησαν, δεν είναι υποθηκευμένα. Οι μνήμες μας, το αναγνωστικό της εφηβείας μας. Το μόνο που δεν αφήναμε κάτω από τα θρανία.

n

Έργο της Βερονίκης Κατσορίδου
 

n

Έργο της Αθηνάς Χατζή