- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η τελευταία φορά που είδα τον Ολυμπιακό στο Όλντ Τράφορντ
Αναμνήσεις από την αναμέτρηση του 2002
Πρώτη Οκτωβρίου 2002. Πτήση 480, Αθήνα – Μάντσεστερ και προτού σουρουπώσει διασχίζω οδικά τον αυτοκινητόδρομο Μ65 προς το Old Trafford, παρέα με έναν όμιλο διαπιστευμένων δημοσιογράφων.
«Κανείς δεν φεύγει νικητής από αυτό το γήπεδο», γράφει η πρόσκληση του συλλόγου. Ακόμη καλύτερα –δεν τρέφω φιλικά αισθήματα για την αρμάδα του Φέργκιουσον, αλλά είναι ακόμη μεγαλύτερη η απαρέσκειά μου προς τον πειραϊκό σύλλογο.
Σήμερα, που έχω κάπως συμβιβαστεί με τα τεκταινόμενα του ελληνικού ποδοσφαίρου, εύχομαι καλύτερη τύχη στο φιλόδοξο γκρουπ παικτών του Μίτσελ. Κάπως έτσι όμως είχαν εξελιχθεί τα πράγματα τότε…
Τουρισμός στα γρήγορα
Πριν φτάσω, φανταζόμουν το Μάντσεστερ σαν μια διασταύρωση από τα «Δύσκολα χρόνια» του Ντίκενς («… κάμποσους δρόμους, που έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, και πολλούς ακόμη δρόμους, που κι αυτοί έμοιαζαν μεταξύ τους, που όλοι έμπαιναν κι έβγαιναν τις ίδιες ώρες, προκαλώντας τους ίδιους ήχους πάνω στα ίδια πεζοδρόμια, για να κάνουν την ίδια δουλειά, και για τους οποίους κάθε μέρα έμοιαζε με το χτες και το αύριο και κάθε χρόνος ήταν απαράλλαχτος με τον προηγούμενο και τον επόμενο») με τραγούδι των Stone Roses («… καμιά φορά ονειρεύομαι, όταν οι δρόμοι είναι κρύοι και άδειοι και τα αυτοκίνητα έρχονται κατά πάνω μου»). Σκληρό, βρόμικο και γκρίζο, μια ζοφερή βιομηχανική πόλη του Βορρά.
Με μια πρώτη εικόνα της πόλης, νιώθω σαν τον Χάρι Πότερ στο «Χάνιντιουκς», περιτριγυρισμένος από άγνωστα, μαγικά γλυκίσματα: πράσινο, ποδηλατοδρόμους, πάρκιγκ για ανάπηρους και κτίρια στα οποία έχουν φερθεί με σεβασμό. Υπάρχουν pub με γλαφυρά ονόματα («Το κεφάλι του ταύρου», «Καπέλο και φτερά», «Απόλαυση στην οδό Τσάπελ»), παλιές όσο και η ιστορία της πόλης (ο «Κύκνος με τους δύο λαιμούς» άνοιξε το 1795, η «Πάπια με φράουλα» το 1789). Τα κορίτσια, πάντως, δεν αξίζουν, και γι’ αυτό έξω από το Old Trafford, μπροστά από το άγαλμα του Μπομπ Πέισλι, και αργότερα στην περιήγηση στο μουσείο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ από έναν περίκομψο γηραιό ξεναγό με λιβρέα, ακολουθώ σαν τον ξαναμμένο λύκο στα καρτούν του Τεξ Έιβερι μια ερυθρόλευκη ελληνίδα που δεν μου δίνει την παραμικρή σημασία.
Στο Megastore της Μάντσεστερ αγοράζω κούκλες, φλιτζάνια, μπρελόκ, μπλουζάκια, ομπρέλες για τους φίλους και καλτσάκια για το νεογέννητο ενός συναδέλφου, αλλά στο ταμείο δεν δέχονται ευρώ, οπότε περνάω το επόμενο μισάωρο βλαστημώντας και τοποθετώντας τα πράγματα στη θέση τους.
Goucho Grill
Με την ψυχή στο στόμα, ακολουθώ το γκρουπ μου για το γεύμα στο Goucho Grill, αλλά όχι χωρίς να κάνω μια στάση σ’ ένα Waterstone’s, όπου αγοράζω όποιο βιβλίο δω μπροστά μου, μέχρι να φτάσω στο ταμείο, για να μου πουν για άλλη μία φορά ότι λυπούνται, δεν δέχονται ευρώ, κι εγώ ψάχνω έξαλλος για συνάλλαγμα, χωρίς αποτέλεσμα, οπότε μετά από ένα διάστημα που μοιάζει με ώρες φτάνω στο Goucho Grill και πλευρίζω κάποιον συμπατριώτη μου («άκου να δεις, πρέπει να αγοράσω μερικά βιβλία») καταφέρνοντας τελικά να ανταλλάξω λίρες με ευρώ. Πίσω στο Waterstone’s, πληρώνω τα βιβλία μου και επιστρέφω πανευτυχής στο Goucho Grill ακριβώς στην ώρα του επιδόρπιου και ενώ η έξαψη ανεβαίνει καθώς πλησιάζει η ώρα για το ματς.
Το παιχνίδι
Το Old Trafford δονείται σαν ηχείο. Μαζί του κι εγώ. Περνάμε το σωματικό έλεγχο και ανεβαίνουμε στις θέσεις μας από τη νοτιοανατολική είσοδο του γηπέδου. Η ατμόσφαιρα θυμίζει πρωτοχρονιάτικο πάρτι σε fast forward. Υπάρχουν άντρες του ιππικού και σωματοφύλακες με καλοραμμένα κοστούμια στα χρώματα της Μάντσεστερ που κάνουν τη δουλειά τους σιωπηλά και μεθοδικά. Υπάρχουν ξαναμμένα πρόσωπα και δυνατά λαρύγγια, που τραγουδάνε τόσο δυνατά, λες κι έχουν συνηθίσει να είναι μεταξύ τους έτσι, δεμένοι σε μία αδιάσπαστη αδελφότητα.
Στο χορτάρι ο Μπέκαμ ζωγραφίζει. Η Μάντσεστερ χάνει αμέτρητες ευκαιρίες. Ο ημίθεος Γκιγκς σκοράρει το πρώτο γκολ. Ακολουθούν κι άλλα. Οι φίλοι του Ολυμπιακού κρατάνε τα κεφάλια με τα δυο τους χέρια, κοιτάζουν δολοφονικά τους πανευτυχείς οπαδούς της Γιουνάιτεντ, ουρλιάζουν ρυθμικά ζητώντας την παραίτηση του προπονητή.
Τελικά, δεν μπορώ να εναρμονιστώ με τους Ολυμπιακόφρονες συμπατριώτες μου, ούτε καν σαν ουδέτερος παρατηρητής. Στην αρχή δεν μπορώ να συμμεριστώ τα κέφια τους και στη συνέχεια δεν μπορώ να τους συμπαρασταθώ στη λύπη τους. Μένω απλά να πετάω στα σύννεφα, παραδομένος στη συλλογική μαγεία της βραδιάς, σε αυτό το γήπεδο που γράφεται για άλλη μία φορά η ιστορία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Με την άκρη του ματιού μου ψάχνω το ερυθρόλευκο κορίτσι, χωρίς ελπίδα, γύρω μου το χάος, η νύχτα είναι sold out στα 62.029 εισιτήρια και το κοντέρ στο φινάλε γράφει 4-0 με γκολ των Γκιγκς, Βερόν και Σόλκσγιερ.
Χορτάτος από μπάλα και περπατώντας κάτω απ’ το ψιλόβροχο προς το λεωφορείο της επιστροφής, σκέφτομαι πως οι καλοί ποδοσφαιρικοί αγώνες είναι σαν τις ροκ συναυλίες. Με τη διαφορά ότι οι οπαδοί είναι ομοιόμορφοι και τα κορίτσια δύσκολο να εντοπιστούν.