- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο «βασιλιάς της ρέγκε», ο άνθρωπος που έγινε θρύλος και τραγούδησε για τον έρωτα, την αγάπη και την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς, ο επαναστάτης που πίστευε σε έναν «ιδανικό» κόσμο, στην αδελφοσύνη και στην ειρήνη, γεννήθηκε πριν από 70 χρόνια.
Αγαπήθηκε, έγινε θρύλος, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για όλους τους μετέπειτα καλλιτέχνες της ρέγκε μουσικής και όχι μόνο, καθώς επηρέασε την πορεία της ραπ και της χιπ χοπ. Τα τραγούδια του αποτελούν μια ολόκληρη ιδεολογία ρομαντισμού, φυγής και εξέγερσης. Η προσωπική ιστορία του Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ, όπως είναι ολόκληρο το όνομά του, ξεκινάει στις 6 Φεβρουαρίου 1945, όταν γεννιέται στο μικρό χωριό Νάιν Μάιλς στη Τζαμάικα, από τον 50χρονο Άγγλο, λευκό στρατιωτικό Νόρβαλ Σινκλέρ Μάρλεϊ και την δεκαοκτάχρονη μαύρη Σιντέλα Μπούκερ.
Ο Μπομπ και το Νάιν Μάιλς
Περνώντας τα πρώτα του χρόνια στην μικρή κοινότητα του Νάιν Μάιλς, η οποία είχε διατηρήσει πολλά έθιμα και παραδόσεις σχετικά με την αφρικανική καταγωγή των κατοίκων, επηρεάστηκε από μικρός από ένα έντονο πολιτισμικό πλαίσιο που συνέβαλλε στο να υιοθετήσει αργότερα την κουλτούρα των Ρασταφάρι. Ο μικρός Μπομπ, από την παιδική του ηλικία έγινε θύμα ρατσισμού, λόγω της μικτής καταγωγής του, ενώ και ο ίδιος ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι ανήκει κάπου. Όπως είχε δηλώσει άλλωστε «Με φωνάζουν μιγά ή κάπως έτσι. Δεν είμαι σε καμία πλευρά. Ούτε στην μαύρη, ούτε στην λευκή. Είμαι στην πλευρά του Θεού , Αυτού που με έπλασε και με έκανε να προέρχομαι από την μαύρη και την λευκή.»
Ο πατέρας του, τον οποίο δεν έβλεπε συχνά λόγω των επαγγελματικών του ταξιδιών, πέθανε όταν ο Μπομπ ήταν 10 χρονών, από καρδιακή προσβολή. Μαζί με την μητέρα του λίγο καιρό μετά εγκαταλείπουν το Νάιν Μάιλς για να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή στο Τρέντσταουν του Κίνγκστον.
Ο Μπομπ και το Τρεντστάουν
Το Τρεντστάουν υπήρξε ένα μεγάλο κεφάλαιο για την ζωή του καθώς αναφερόταν σε αυτό και σε τραγούδια του, όπως το «No Woman No Cry», το «Trench Town» και το «Trenchtown Rock». Μετακομίζοντας στη φτωχή συνοικία, ο έφηβος πια Μπομπ αναγκάστηκε να μάθει να υπερασπίζεται τον εαυτό του για να επιβιώσει καθώς καθημερινά αντιμετώπιζε επιθέσεις από τα αγόρια της γειτονιάς με αφορμή την καταγωγή του. Έτσι κέρδισε και το παρατσούκλι, Tuff Gong. Στα 14 του εγκαταλείπει το σχολείο και πιάνει δουλειά σε ένα σιδεράδικο, ενώ στον ελεύθερο του χρόνο παίζει μουσική με τον φίλο του Νέβιλ Μπάνι Λίβινγκστον (γνωστότερο αργότερα ως Μπάνι Γουέιλερ) και τον Τζον Χιγκς, έναν τοπικό τραγουδιστή ο οποίος είχε ήδη ασπαστεί τον Ρασταφαριανισμό.
«Said I remember when we used to sit
In the government yard in Trenchtown
Oba, ob-serving the hypocrites
As they would mingle with the good people we meet
Good friends we have had, oh good friends we've lost along the way
In this bright future you can't forget your past
So dry your tears I say»
(Στίχοι από το τραγούδι No Woman No Cry)
Ο Μπομπ και ο Ρασταφαριανισμός
Μέσα από τη σχέση του με τον Τζο Χιγκς, επηρεασμένος και από παιδικά του ερεθίσματα, αρχίζει να μαθαίνει για το πολιτικό-θρησκευτικό κίνημα του Ρασταφαριανισμού, γεγονός το οποίο θα παίξει πρωταρχικό ρόλο στην μουσική του καριέρα αλλά και στην πορεία της ζωής του. Πρόκειται για μια κοσμοθεωρία απελευθέρωσης από τα δεσμά του ρατσισμού μέσα από τον προσωπικό εξαγνισμό, η οποία βασίζεται στην επιστροφή των μαύρων στις ρίζες τους (και κατά συνέπεια στην Αφρική). Οι Ρασταφάρι, έχουν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, από την διατροφή τους μέχρι την λατρεία της μαριχουάνας αλλά και την κόμμωση, χαρακτηριστική των οποίων είναι τα dreadlocks, τα κοτσιδάκια τα οποία και έγιναν σήμα κατατεθέν του Μπομπ Μάρλεϊ. Μετά από ένα ατύχημα στο σιδεράδικο που δούλευε, παρατάει τη δουλειά και με την ενθάρρυνση της μητέρας του αφοσιώνεται στη μουσική, που ήδη είχε αρχίσει να αγαπάει.
Το 1962 ηχογραφεί τα δύο πρώτα του σινγκλ «Judge Not» και «One Cup of Coffee», τα οποία πέρασαν απαρατήρητα. Το 1963 δημιουργείται ένα συγκρότημα με ιδρυτικά μέλη τον ίδιο, τον Μπάνι Λίβινγκστον και τον Πίτερ Μάκιντος, με το όνομα «The Teenagers», το οποίο λίγο αργότερα μετονομάζεται σε «The Wailers». Το 1966, παντρεύεται την 19χρονη, Ρίτα Άντερσον. Μετά από μια μετακόμιση τους στο Γουίλμιγκτον, επιστρέφει μαζί της στη Τζαμάικα, όταν αποκτάνε και την Σεντέλλα, την πρώτη τους κόρη, το 1967. Τότε είναι που και επίσημα γίνεται μέλους του Ρασταφαριανισμού και φτιάχνει και τα dreadlocks. Ένα χρόνο αργότερα αποκτάει και το δεύτερο παιδί του, τον Ντέιβιντ, αργότερα γνωστό με το όνομα «Ziggy», ο οποίος μετά απο χρόνια θα ακολουθήσει τα μουσικά χνάρια του πατέρα του.
Ο Μπομπ και η δόξα
Από το 1968 μέχρι το 1972 οι «The Wailers» δούλεψαν αρκετά, ηχογραφώντας παλαιότερα κομμάτια και άρχισαν να χτυπάνε τις πόρτες των δισκογραφικών εταιρειών βλέποντας πιο σοβαρά πια τις μουσικές τους δυνατότητες. Με πρώτο άλμπουμ τους το «Catch A Fire» και το ένα άλμπου να διαδέχεται το άλλο, άρχισαν να γράφονται τραγούδια που χρόνια αργότερα θα αποτελούσαν τους ακρογωνιαίους λίθους της ρέγκε, όπως το «Get Up, Stand Up» και το «I shot the Sheriff».
Έκεί κάπου άρχισε να ανοίγεται σιγά σιγά και ο δρόμος της παγκόσμιας αναγνώρισης και επιτυχίας για τον Μπομπ. Το 1974 το συγκρότημα διαλύεται λόγω διαφωνιών αλλά ο Μάρλεϊ συνεχίζει να ηχογραφεί σαν «Bob Marley & The Wailers», με νέα μέλη. To 1975 έρχεται η πρώτη μεγάλη παγκόσμια επιτυχία με το «No Woman, No Cry» από το άλμπουμ «Natty Dread» και συνεχίζεται έπειτα με το άλμπουμ «Rastaman Vibration».
Ο Μάρλεϊ έχει πετάξει πλέον από τα όρια της Τζαμάικα και αρχίζει να «κατακτάει» τις ΗΠΑ. Ο Τζαμαϊκανός μουσικός με τις εντελώς καινούριες ιδέες και το διαφορετικό στυλ, για τους Αμερικανούς, θεωρούταν πλέον παγκόσμιος πρεσβευτής της ρέγκε. Ωστόσο αυτή η επιτυχία και η επιρροή που ασκούσε μέσα από τα τραγούδια του άρχισε να αποτελεί μήλο της έριδος για την πολιτική κατάσταση της Τζαμάικα, όπου υπήρχαν εντάσεις μεταξύ των δύο αντίπαλών κομμάτων, του Λαϊκού Εθνικού Κόμματος (PNP) και του Εργατικού Κόμματος.
Την περίοδο αυτή αποφασίζει να εμφανιστεί σε μια ελεύθερη συναυλία που διοργανώνει ο Πρωθυπουργός της Τζαμάικα, Μάικλ Μάνλεϊ, ως μήνυμα «συμφιλίωσης» ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Δύο ημέρες πριν την συναυλία, η οποία ήταν προγραμματισμένη για τις 5 Δεκεμβρίου 1976 στο Κίνγκστον, αυτός, η γυναίκα του Ρίτα και ο μάνατζερ του δέχονται ένοπλη επίθεση, από άγνωστο, στο σπίτι τους. Ο Μπομπ δεν εγκαταλείπει την ιδέα της συναυλίας και δύο ημέρες μετά, με επιδέσμους και χωρίς την κιθάρα του, εμφανίζεται στο «Smile Jamaica», όπου είχαν συγκεντρωθεί 80.000 άνθρωποι. Θεωρείται πως η απόπειρα αυτή ήταν μια προειδοποίηση για τον Μάρλει ώστε να σταματήσει να διαδίδει τις απόψεις του περί συμφιλίωσης και ειρήνης.
Στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ όσο ζούσε και μάλιστα δύο χρόνια αργότερα εμφανίζεται σε ακόμη μια συναυλία συμφιλίωσης των δύο παρατάξεων, το «One Love Piece», στην οποία και κατάφερε να δώσουν τα χέρια τους δύο οι αρχηγοί πάνω στην σκηνή.
Στην προσπάθειά του να γεφυρώσει το πολιτικό χάσμα της πατρίδας του, ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη όπου και έλαβε το Μετάλλιο της Ειρήνης στις 6 Ιουνίου 1978.
Ο Μπομπ και το ποδόσφαιρο
«Το ποδόσφαιρο είναι ελευθερία, είναι ένα ολόκληρο σύμπαν» είχε πει κάποτε ο Μάρλεϊ για το ποδόσφαιρο, το οποίο αποτελούσε μεγάλη αγάπη του. Κάτι που δεν είναι τόσο γνωστό όμως, είναι πως σε όλες τις περιοδείες του φρόντιζε να έχει τη δυνατότητα να παίζει και λίγοι γνωρίζουν πόσο καλός ποδοσφαιριστής ήταν. Ο αντιπρόσωπος της πρώτης δισκογραφικής εταιρείας του, Trevor Wyatt, όταν τον είχε δει να παίζει είχε πει χαρακτηριστικά: «Επειδή ο Μπομπ ήταν ο άνθρωπος που ήταν, η μπάλα ήταν σαν να πήγαινε πάντα σε αυτόν».
Λέγεται πως κάποτε προκάλεσε δημοσιογράφους οι οποίοι θέλανε να του πάρουν συνέντευξη σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα για να παίξουνε στην αντίπαλη ομάδα από αυτόν και τους Wailers, με αντάλλαγμα την συνέντευξη και με πρόφαση πως μόνο έτσι μπορούν να τον γνωρίσουν καλύτερα.
Ο Μπομπ και η μαριχουάνα
Έχει γίνει σύμβολο με ένα τσιγάρο μαριχουάνας στο χέρι. Για τον ίδιο όμως η μαριχουάνα δεν είχε μόνο ψυχαγωγικό ρόλο, ήταν κάτι πολύ πιο ιερό. «Ήπιε» το πρώτο του τσιγάρο έφηβος και πίστευε πως η μαριχουάνα σου ανοίγει μια πόρτα στον διαλογισμό και μέσω αυτής ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και αφού προέρχεται από την φύση δεν μπορεί παρά μόνο καλά να προσφέρει στον άνθρωπο. Για το αλκοόλ ωστόσο είχε εντελώς διαφορετική άποψη. Πίστευε πως δεν σε βοηθάει να σκέφτεσαι, αντιθέτως σε κάνει μέθυσο.
«Το χόρτο είναι η θεραπεία ενός έθνους, το αλκοόλ είναι η καταστροφή του.»
Το καλύτερο τσιγάρο μαριχουάνας ήταν ένα που του είχε δώσει κάποτε ένας θεατής σε μια συναυλία του στην Τζαμάικα. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά: «Δεν ξανάκανα ποτέ παρόμοιο τσιγαριλίκι, ήταν σαν να υπήρχε μόνο ένα τέτοιο δέντρο πάνω στη Γη».
«I feel so high, I even touch the sky
Above the falling rain
I feel so good in my neighborhood, so
Here I come again»
(Στίχοι από το τραγούδι «Kaya»)
Ο Μπομπ και το τέλος
Στο σημείο που ήδη έχει κατακτήσει τον τίτλο του «βασιλιά της ρέγκε», που έχει αρχίσει να γίνεται σύμβολο, το τέλος του πλησιάζει. Το 1977 έγινε διάγνωση για κακόηθες μελάνωμα στο πόδι του, πράγμα που ο ίδιος θεωρεί πως προέρχεται από τραύμα στο ποδόσφαιρο. Ενώ οι γιατροί του συνιστούν να προβεί σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου για να μην εξαπλωθεί ο όγκος, αυτός αρνείται κατηγορηματικά καθώς κάτι τέτοιο είναι ενάντια στις πεποιθήσεις του πως το σώμα πρέπει να είναι ολόκληρο, όπως το δημιουργεί η φύση. «Οι Ρασταφάρι δεν κάνουν ακρωτηριασμούς. Δεν επιτρέπω σε κανένα να είναι διαμελισμένος».
Ταξιδεύει στο Μαϊάμι για μια δεύτερη διάγνωση όπου οι γιατροί του λένε πως ο ακρωτηριασμός δεν είναι αναγκαίος και του συστήνουν θεραπεία στην οποία και υποβάλλεται. Το 1978 επιτέλους επισκέπτεται την πατρίδα των Ρασταφάρι, την Αιθιοπία αλλά και την Κένυα. Την ίδια χρονιά μαζί με τους Wailers «σάρωσαν» σε όλο τον κόσμο και πραγματοποίησαν περιοδείες κατά τις οποίες το νέο τους άλμπουμ «Babylon by Βus» απέσπασε τις καλύτερες κριτικές. Το τελευταίο άλμπουμ του ήταν το «Uprising», το οποίο κυκλοφόρησε το 1980, με τραγούδια τα οποία αποτυπώνουν καθαρά τις θρησκευτικό-πολιτικές του απόψεις καθώς και τις πεποιθήσεις των Ρασταφάρι. Το «Redemption Song» είναι ένα από αυτά, το οποίο, αποτελεί ακόμα ύμνο της πνευματικής ελευθερίας.
«Emancipate yourselves from mental slavery;
None but ourselves can free our minds.
Have no fear for atomic energy,
'Cause none of them can stop the time.
How long shall they kill our prophets,
While we stand aside and look? Ooh!
Some say it's just a part of it:
We've got to fulfill the book.»
(Στίχοι από το Redemption Song)
Ο καρκίνος έχει ήδη εξαπλωθεί στον εγκέφαλο, τους πνεύμονες, το ήπαρ και το στομάχι του. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1980, εμφανίζεται για τελευταία φορά μπροστά σε ένα τεράστιο κοινό στο Stanley Theater στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνιας, στα πλαίσια της περιοδείας «Uprising». Καθώς εκείνη την περίοδο δεν ένιωθε καλά, η υπόλοιπη περιοδεία ακυρώνεται και ο Μάρλει ταξιδεύει άμεσα στην Γερμανία, όπου οι γιατροί του λένε πως είναι πια αργά. Ενώ επέστρεφε σπίτι του, αναγκάστηκε να προσγειωθεί στο Μαϊάμι και να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο στην Φλόριντα. Το πρωί της 11ης Μαΐου 1981, ο έφηβος Tuff Gong που έχει μεταμορφωθεί πια σε έναν επαναστάτη αλλά και ποιητή, που κατάφερε να θίξει πολιτικά ζητήματα μέσα από στίχους που μιλάνε για αγάπη και ειρήνη, λέει τα τελευταία λόγια του στον γιο του Ziggy: «Τα λεφτά δεν μπορούν να αγοράσουν τη ζωή».
Ο μύθος του δεν τελείωσε όμως εδώ. Όσο τα τραγούδια του ακούγονται, όσο το μήνυμα που ήθελε να περάσει περί πνευματικής ελευθέριας, ειρήνης και αγάπης αντηχεί ακόμη μέσα από τους στίχους του σε όλο τον κόσμο και όσο το όνομα του παραμένει συνυφασμένο με την διεκδίκηση δικαιωμάτων του ανθρώπου, ο θρύλος της ρέγκε ζει και συνεχίζει να εμπνέει. Μας έμαθε πολλά, γενιές ολόκληρες του χρωστάνε όχι μόνο μουσικά αλλά και ιδεολογικά. Πάνω του έχουν βασιστεί είδη μουσικής, ιδεολογίες και αμέτρητοι καλλιτέχνες. Τραγούδια, φράσεις και στίχοι που έχουν εμπορευματοποιηθεί αλλά σίγουρα δεν έχουν χάσει την αξία τους. Γιατί πολύ απλά, ποτέ δεν θα σταματήσουμε να βλέπουμε γραμμένη σε τοίχους, κονκάρδες, εικόνες και οπουδήποτε αλλού μπορεί να γραφτεί, την φράση: «Ζήσε τη ζωή που αγαπάς. Αγάπα τη ζωή που ζεις.».
10 πληροφορίες για τον μύθο του
-Είχε ιδρύσει την δική του δισκογραφική εταιρεία με το όνομα «Tuff Gong».
-Πολλές φήμες υπάρχουν γύρω από τα παιδιά του. Η πιο πιθανή είναι ότι απέκτησε 11 παιδιά, εκ των οποίων τα 4 από τη Ρίτα και τα άλλα από εξωσυζυγικές σχέσεις που είχε με 8 διαφορετικές γυναίκες. Τα περισσότερα από αυτάω ακολούθησαν τα χνάρια του, όχι μόνο στην ρέγκε μουσική αλλά και στις ιδέες του.
-Είχε συλληφθεί στο Λονδίνο για κατοχή μαριχουάνας.
- Η ταφή του έγινε στο μαυσωλείο του στο Νάιν Μάιλς και όπως είχε ζητήσει τάφηκε μαζί με την κιθάρα του, την Βίβλο, ένα τσιγάρο μαριχουάνας και μια μπάλα ποδοσφαίρου.
-Άφησε μια μεγάλη κληρονομιά πίσω του και καθώς δεν είχε αφήσει διαθήκη επειδή ήταν αντίθετη στις πεποιθήσεις του, μετά τον θάνατο του υπήρξαν πολλές συγκρούσεις για αυτήν ανάμεσα σε μουσικούς, παραγωγούς και μέλη της οικογένειας του.
- Το «Exodus» έχει ανακηρυχθεί από το περιοδικό Time, ως το καλύτερο album του 20ού αιώνα.
- Το 1986 ιδρύθηκε το ίδρυμα Bob Marley στην Τζαμάικα από την οικογένεια Μάρλει, με σκοπό να ολοκληρώσει το όραμα του για κοινωνική ανάπτυξη, στηρίζοντας οικονομικά κοινότητες και οργανώσεις της χώρας.
- Το 1994 εντάχθηκε στο Rock and Roll Hall of Fame.
- Η μεταθανάτια συλλογή του Legend (1984) πούλησε τα περισσότερα αντίτυπα στην ιστορία της ρέγκε μουσικής, περισσότερα από 12 εκατομμύρια.
- Η ταινία «Marley» είναι ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στη ζωή του, γυρισμένη με τη βοήθεια της οικογένειας του.
10 αξέχαστες ατάκες του:
«Άνοιξε τα μάτια σου, κοίτα με αυτά. Είσαι ικανοποιημένος με τη ζωή που ζεις;»
«Ένα καλό πράγμα έχει η μουσική, όταν σε «χτυπάει» δεν νιώθεις πόνο.»
«Μην κατακτήσεις τον κόσμο και χάσεις τη ψυχή σου, η ελευθερία είναι καλύτερη από το χρυσό ή το ασήμι.»
«Οι καλές στιγμές του σήμερα είναι οι άσχημες σκέψεις του αύριο.»
«Κάποιοι άνθρωποι νιώθουν τη βροχή, άλλοι απλά βρέχονται.»
«Η αλήθεια είναι ότι όλοι θα προσπαθήσουν να σε πληγώσουν. Εσύ πρέπει απλά να βρεις για ποιους αξίζει να υποφέρεις.»
«Όταν μια πόρτα κλείνει, που ξέρεις, μπορεί μια άλλη να ανοίγει.»
«Ποτέ δεν θα μάθεις πόσο δυνατός είσαι, μέχρι η μόνη σου επιλογή να είναι να γίνεις δυνατός.»
«Πείτε στα παιδιά την αλήθεια.»
«Ελευθερώσου από τη διανοητική σκλαβιά, γιατί κανένας εκτός από τον εαυτό σου δεν μπορεί να σε ελευθερώσει.»