Ο φίλος Κώστας Γούναρης μας έστειλε ένα μήνυμα + μία ιστορία αγάπης που συνέβη σε έναν κινηματογράφο της Αθήνας. Τα μοιραζόμαστε μαζί σας:
Καλησπέρα, φίλοι της Athens Voice!
Δουλεύω στον κινηματογράφο Capitol και είχα μια ιδιαίτερη εμπειρία χτες το βράδυ σε μια από τις προβολές η οποία με έκανε να αισθανθώ πολλά πράγματα. Την έγραψα και αποφάσισα να την ποστάρω στο wall μου. Η ανταπόκριση που είχα από τον κόσμο ήταν συγκινητική, γιατί δεν περίμενα να αρέσει σε τόσους πολλούς και μάλιστα υπήρχαν πολλοί που δεν θέλαν να εξωτερικεύσουν στο τοίχο μου την ευαισθησία τους και μου στείλαν σε inbox. Κάποιοι απο αυτούς με προέτρεψαν να το στείλω σε κάποιο site ώστε να μπορεί να το διαβάσει περισσότερος κόσμος. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση το πώς άγγιξε τον κόσμο γιατί δεν έχω κανένα ιδιαίτερο ταλέντο στη συγγραφή αλλά απλά σαν παρατηρητής έγραψα τι βίωσα. Σε περίπτωση που θα σας ενδιέφερε η δημοσιοποίηση του κειμένου σας το παρέχω με χαρά. Καλές γιορτές και καλά Χριστούγεννα!
- Καλησπέρα, νεαρέ μου! Ο κινηματογράφος πού βρίσκεται;
- Καλησπέρα! Εδώ στον 3ο είναι το ταμείο και το μπαρ και στον 4ο είναι η αίθουσα.
- Α μάλιστα… γιατί έχω έρθει με τον άντρα μου που είναι άτομο με ειδικές ανάγκες και δεν μπορεί να κάτσει όρθιος πολλή ώρα. Σε πόση ώρα ανοίγει η αίθουσα;
- Σε μισή ώρα, αλλά μην ανησυχείτε, θα σας ανοίξω από τώρα. Ανεβείτε με το ασανσέρ στον 4ο.
Ανεβαίνω γρήγορα στον 4ο πριν προλάβουν να έρθουν για να βεβαιωθώ ότι η αίθουσα είναι έτοιμη για να μπει το ηλικιωμένο ζευγάρι. Το ασανσέρ φτάνει στον 4ο και με πολύ αργό ρυθμό βλέπω έναν κύριο γύρω στα 80 να κάνει προσπάθεια να βγει από το ασανσέρ και η γυναίκα του, περίπου στην ίδια ηλικία, κυριολεκτικά να τον κουβαλάει. Τρέχω και κρατάω την πόρτα του ασανσέρ.
- Να σας βοηθήσω;
- Όχι, όχι αγόρι μου, σ’ ευχαριστώ. Μπορώ και μόνη μου, μου λέει χαμογελαστά.
Του ψιθύριζε στο αυτί, δενμπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς του έλεγε αλλά ήμουνα σίγουρος ότι τον παρότρυνε για το επόμενο του βήμα. Με μικρές λέξεις. Όσο μικρά και τα βήματά τους.
-Έλα… Πρόσεχε το σκαλοπατάκι εδώ… Ωραίο ε; Είναι και ζεστά εδώ… Έλα… Λίγο ακόμα.
Ο κύριος δε μίλαγε. Αισθάνθηκα ότι κρεμόταν από τα χείλη της, όπως ακριβώς κρεμόταν και από το χέρι της.
Κατάφεραν και κάθισαν και εκείνη του ξεκούμπωσε το παλτό. Συνέχιζε να του μιλάει ψιθυριστά και το χαμόγελό της ζέσταινε ακόμα περισσότερο την αίθουσα. Ήταν τόσο ευτυχισμένη. Σχεδόν γέλαγε. Εκείνος είχε ένα βλέμμα στο κενό, αλλά ήσουν σίγουρος ότι ήταν ανακουφισμένος και ευτυχισμένος.
Η κυρία γύρισε και με κοίταξε, λες ένιωθε ευγνωμοσύνη για κάτι και μου είπε πως δεν το ξέραν το σινεμά και μάλιστα είναι πολύ κοντά στο σπίτι τους. Θα έρχονται συνέχεια τώρα που το μάθαν. Σε άλλα σινεμά εδώ τριγύρω δε μπορούν να πάνε γιατί έχουν πολλά σκαλοπάτια και τους είχε λείψει πολύ. Παλιά λέει πήγαιναν συνέχεια. Του χάιδεψε το πόδι.
Χωρίς να μπορώ να βγάλω κάτι άλλο πέρα από ένα απλό χαμόγελο της είπα ότι χαίρομαι που τους αρέσει.
Τα φώτα σβήσαν. Η «Μικρά Αγγλία» ξεκίνησε.
Έβλεπα την σιλουέτα της καθισμένη δίπλα του, να σκύβει κάθε τόσο και να του ψιθυρίζει στο αυτί.
Δύο ώρες και 45 λεπτά αργότερα. Άναψα τα φώτα και έτρεξα να ανοίξω την πόρτα. Βγήκαν τελευταίοι, όχι λόγω του αργού βηματισμού, αλλά γιατί τους άρεσε η μουσική και τα κύματα που δείχνει στους τίτλους τέλους. Τους περίμενα στη πόρτα και είχα καλέσει ήδη το ασανσέρ.
Με πλησίασαν όπως και πριν. Σαν ένα κουβάρι, μπλεγμένα τα χέρια τους και τα παλτά τους. Ο κύριος χαμογελούσε. Εκείνη πλέον είχε μια έκφραση συγκίνησης στο πρόσωπό της. Με κοίταξε και μου είπε απλά “Σ’ ευχαριστούμε πολύ, περάσαμε υπέροχα”.
Μπήκαν στο ασανσέρ και του κούμπωσε το παλτό του.
Εγώ έμεινα εκεί. Και τους κοίταγα.