Ο γρίφος του: Βασίλης Ζαχάροφ ή Σερ Μπέιζιλ ή Ζεντ Ζεντ. Έλληνας τουρκικής καταγωγής με γαλλική υπηκοότητα. Παρασημοφορημένος σε τριάντα χώρες, φημολογούμενα ο πλουσιότερος άνθρωπος του καιρού του. Ακόμη και κόμικ του Τεν Τεν εστίασε στη μυθιστορηματική ζωή του κυνικότερου τυχοδιώκτη του 20ού αιώνα. Στο «Σπασμένο Αυτί», ο Herge σκιτσάρισε μια κωμική, ιστορικά αμβλυμμένη εκδοχή του άντρα που δημιούργησε εκ του μηδενός το εμπόριο όπλων σε παγκόσμια κλίμακα, που σκηνοθέτησε την εξέλιξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, διέβλεψε πρώτος την πετρελαϊκή κρίση και του οποίου οι διηπειρωτικές δραστηριότητες κάλυψαν εκατοντάδες χιλιάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα, από τη Νότια Αφρική ώς τη Λατινική Αμερική και από τη Ρωσία στην Παραγουάη.
Υπήρξε μια κατεξοχήν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που εκμεταλλεύτηκε το κλίμα των αρχών του 20ού αιώνα για να επιβληθεί, μια ζωή που προσφέρεται για δραματουργική αναπαράσταση και μυθοπλασία. Χαρισματικός, ιδιοφυής, χωρίς να παύει να επανεφευρίσκει τον εαυτό του και να αριστεύει σε οποιονδήποτε τομέα του κινούσε το ενδιαφέρον (εμπόριο όπλων, υποκίνηση πολέμων, χειραγώγηση κυβερνήσεων), ο Ζαχάροφ θα μπορούσε να χρησιμέψει ως μια εμπεριστατωμένη μελέτη της μεθοδολογίας του καπιταλισμού, διαποτισμένη από μυστικές ιστορίες του παρελθόντος του. Εξάλλου, η ιστορία του Ζαχάροφ είχε εξάψει όχι μόνο τη φαντασία του Herge, αλλά και ενός ακόμη σημαντικού δημιουργού: Πιθανολογείται ότι ήταν ο Ζαχάροφ, και όχι ο Ράντολφ Χιρστ, αυτός που ενέπνευσε στον Όρσον Ουέλς το μοντέλο του πολίτη Κέιν.
Ληξιαρχείο στην ομίχλη
Οποιαδήποτε προσπάθεια μελέτης του Ζαχάροφ σκοντάφτει πάνω σε αυτό που μπορεί να περιγραφεί μονάχα ως ταλέντο του να συσκοτίζει. Το πρώτο πρόβλημα ήταν να αποσαφηνιστεί η πραγματική του ταυτότητα. Ανάλογα με το συμφέρον του, ο Ζαχάροφ μπορούσε να ισχυρίζεται: «Γεννήθηκα στην Ανατολία από πατέρα Έλληνα και μητέρα λεβαντίνα, γαλλικής καταγωγής» ή «Από όσο θυμάμαι, ο πατέρας μου ήταν Ρώσος και η μητέρα μου απόγονος της βυζαντινής οικογένειας των Brassini» ή πως «Γεννήθηκα στην Πολίτικη συνοικία Τατάβλα από μια φτωχή ελληνική οικογένεια». Αντιθέτως, αν, για παράδειγμα, ήθελε να ζυγιάσει προς το μέρος του σερ Φράνσις Μπέρτι, άγγλου πρέσβη στο Παρίσι την περίοδο του πολέμου, έλεγε: «Η οικογένειά μου, που κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, είχε την ευχέρεια να με στείλει για σπουδές στην Οξφόρδη. Υψηλού επιπέδου πανεπιστήμιο, δε συμφωνείτε;».
Στα αρχεία της Σκότλαντ Γιαρντ βρίσκονται δύο πράξεις γεννήσεως του Ζαχάροφ, οι οποίες διαφέρουν στον τόπο γέννησης και την καταγωγή. Στη μία, γραμμένη σε εβραϊκή διάλεκτο Yiddish από το ραβίνο της Οδησσού, ο Ζαχάροφ εμφανίζεται με το όνομα Manel Sahar, ενώ στη δεύτερη, γραμμένη από τις οθωμανικές αρχές, πιστοποιεί ότι γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από πατέρα Ρώσο και μητέρα Ελληνίδα. Παρ’ όλα αυτά, στις 19 Φεβρουαρίου 1898, ο Ζαχάροφ απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα με βάση ένα πιστοποιητικό που δε συμπίπτει με κανένα από τα παραπάνω: «Οι υπογράφοντες, μέλη της Ελληνικής κοινότητας της Μούγλας Τουρκίας, βεβαιώνουν στην τιμή τους ως ορθόδοξοι χριστιανοί ότι ο Ζαχαρίας Βασίλειος Ζαχάροφ, του Βασίλη και της Ελένης, γεννήθηκε στις 6 Οκτωβρίου του 1849. Βαφτίστηκε από τον παπα-Δανιήλ, ιερέα της κοινότητας, στις 8 Οκτωβρίου 1849, κατά το ορθόδοξο τυπικό. Η εκ του πατρός του γιαγιά υπήρξε η νονά του».
See Emily Play
Ο Ζαχάροφ ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του. Αλαλάζοντας στον Αλλάχ και κλίνοντας το γόνυ του στον Ιησού, επί διετία εργάζεται στο Πυροσβεστικό Σώμα, στην υπηρεσία της τοπικής μαφίας των Τουλουμπατζήδων προτού στραφεί στον τουρισμό. Ξεναγεί νεαρές θαυμάστριες της Ανατολής στην πόλη, ανταλλάσσει με συμφέροντες όρους τα χρήματα των εμπόρων, κολακεύει τη ματαιοδοξία και εκμεταλλεύεται τη γενναιοδωρία των ξένων, μαθαίνει πλήθος ξένων γλωσσών, στις οποίες έχει έμφυτο ταλέντο, διάγει το βίο του υγιής και αρτιμελής στη χαώδη Κωνσταντινούπολη του 1850.
Τις επιτυχίες του στις υπηρεσίες φιλοξενίας διαδέχτηκε μια ανοδική πορεία στο εμπορικό κατάστημα του θείου του, Υφαντίδη. Στο διάστημα της εργασίας του, η επιχείρηση τριπλασιάζει τον τζίρο και δεκαπλασιάζει τα κέρδη της.
Περί τα 1870 ο Ζαχάροφ αποφασίζει να εμπλουτίσει τις εμπειρίες του και το καταλληλότερο μέρος είναι το Λονδίνο. Οπωσδήποτε τα έξοδα και οι ανάγκες του εκεί θα είναι μεγάλες, οπότε καλού κακού φεύγει μαζί με τα μισά λεφτά του ταμείου. Η προσαρμογή του στον κοσμοπολιτισμό θα είναι ταχύτατη. Στις 14 Οκτωβρίου του 1872 νυμφεύεται την Έμιλι-Αν Μπάροουζ, κόρη βιομηχάνου από το Μπρίστολ, στο ναό Αγίων Πάντων του Κένσινγκτον.
Στην οικογένεια της Έμιλι ο Ζαχάροφ συστήθηκε ως Ζαχαρίας-Βασίλειος Γκορτζακόφ, πρίγκιπας από το Κίεβο. Δυστυχώς, τόσο για τον έμπιστο του Υφαντίδη, Τρεφούση, ανθρωποκυνηγό του καταχραστή Ζαχάροφ στο Λονδίνο, όσο και για τον ντετέκτιβ της βελγικής αστυνομίας, Rene Leon, που τον ανακαλύπτει να απολαμβάνει το μήνα του μέλιτος στο «Hotel De France», αναμφίβολα πρόκειται για το σωστό πρόσωπο. Συλλαμβάνεται, εκδίδεται στην Αγγλία και στα είκοσι τρία του βρίσκεται προφυλακισμένος στη φυλακή του Νιούγκεϊτ.
Η Έμιλι-Αν υπήρξε μάρτυρας της έκπτωσης του Ζαχάροφ από το ρόλο του ρώσου ευγενή σε κατάδικο, που φιλούσε κατουρημένες ποδιές για να συγκεντρώσει την επιείκεια στο πρόσωπό του, και αξιολόγησε και τις δύο εκδοχές του σκανδάλου: Σύμφωνα με την πρώτη, ο σύζυγός της υπήρξε θύμα σκευωρίας και δε θα έπρεπε να κατηγορείται, εφόσον ο θείος του τον είχε διορίσει συνεταίρο έπειτα από τις επιχειρηματικές του επιτυχίες. Σε μια δραματική υπεράσπιση του εαυτού του, ο Ζαχάροφ περιγράφει πώς, στα βάθη του κελιού του και στερημένος από κάθε ελπίδα, βρήκε τυχαία μέσα στη φόδρα του παλτού του το χαρτί με την υπογραφή του Υφαντίδη που επιβεβαίωνε το δίκαιο των ισχυρισμών του.
Μια δεύτερη, λιγότερο μελοδραματική και περισσότερο δηλωτική για τα ήθη της εποχής οπτική, προτείνει πως η ελληνική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης είδε εξαρχής με κακό μάτι την προσαγωγή στα δικαστήρια ενός μέλους της από άλλο. Ενεργώντας έτσι, ο Υφαντίδης παραβίαζε τους κανόνες που επιτρέπουν στις μειονότητες να επιβιώνουν σε περιβάλλοντα γενικώς εχθρικά. Υπό την πίεση της κοινότητας, ο Υφαντίδης δέχτηκε να παραχωρήσει ένα ιδιωτικό συμφωνητικό στον ανιψιό του με αντάλλαγμα την αποπληρωμή των χρεών του. Με την οικονομική συνδρομή της Έμιλι-Αν, η υπόθεση κλείνει οριστικά και το ζευγάρι φεύγει για την Κύπρο ώσπου να κοπάσει το σκάνδαλο.
Η μάχη της Αθήνας
Ο αιώνας τελειώνει και οι συγκρούσεις πολλαπλασιάζονται. Πόλεμος της Κριμαίας, ισπανοαμερικανικός, ελληνοτουρκικός, ρωσοϊαπωνικός και πόλεμος των Μπόερς, πόλεμοι ανεξαρτησίας και αποικιοκρατίας που προαναγγέλλουν τους Βαλκανικούς και τελικά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε έναν πολιτισμό άκρων που αλληλοκαταστρέφονται, υπερισχύει αυτός που μπορεί να επωφελείται από δογματικά αντίθετες τάσεις.
Ο Ζαχάροφ ανακαλύπτει τον εαυτό του εκ νέου. Η ενέργεια της εποχής τον ωθεί προς το μαθησιακό αντικείμενο που γρήγορα τον μετέτρεψε στον πλουσιότερο άνθρωπο του κόσμου: το εμπόριο όπλων. Στην Κύπρο υιοθετεί το ψευδώνυμο Ζ. Ζ. Γουίλιαμσον και συνεταιρίζεται με τον αδερφό του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Γουίλιαμ, στην πώληση στρατιωτικού υλικού. Εγκαταλείπει την Έμιλι-Αν, επισκέπτεται τακτικά την Αθήνα και προσπαθεί να σχετιστεί με ανθρώπους που διαθέτουν χρήμα και ισχύ. Αποκτά την εύνοια του Στέφανου Σκουλούδη, πλούσιου εμπόρου και μελλοντικού πρωθυπουργού.
Στις 14 Οκτωβρίου του 1877, προσλαμβάνεται με μισθό είκοσι πέντε δολαρίων την εβδομάδα στην εταιρία οπλισμού Nordenfelt ως εμπορικός αντιπρόσωπος στα Βαλκάνια και την Εγγύς Ανατολή. Η Nordenfelt είναι η πρώτη κατασκευάστρια πολεμικού υποβρυχίου και ο Ζαχάροφ αναλαμβάνει την προώθησή του. Πείθει την ελληνική κυβέρνηση να βρει τις απαραίτητες πιστώσεις για την αγορά του και, με τον αέρα του πατριώτη που επιτελεί το καθήκον του στο ακέραιο, πουλά πολλαπλάσιο αριθμό υποβρυχίων στην Τουρκία και τη Ρωσία, μεγιστοποιώντας την αρχική αξία του εαυτού του. Διευθετεί τη συνένωση εν πρώτοις των Maxim - Nordenfelt και στη συνέχεια την αφομοίωσή τους από το γίγαντα Vickers, εξασφαλίζοντας προμήθεια 1.353.000 λιρών. Στις αρχές του 1900, το ετήσιο εισόδημά του εκτιμάται στα τέσσερα εκατομμύρια λίρες. Σταδιακά, γίνεται δημιουργός ενός δικτύου τραπεζών που διευκολύνει το εμπόριο όπλων και την εξερεύνηση των πετρελαιοπηγών, για τις οποίες προβλέπει ένα μέλλον ανεκτίμητων κερδών.
Η λογιστική του πολέμου
Τον βλέπουμε να χρηματοδοτεί την «Excelsior», την «Temps» και τη «Figaro». Να υποσκάπτει την ανακωχή στη Νότια Αμερική προμηθεύοντας εξοπλισμό τεχνολογικής υπεροχής στους αντιμαχόμενους. Να τος και στο στρατηγείο του, στην Avenue Hoche 53 στο Παρίσι, με τα φώτα της ξένης μεγαλούπολης κάτω από τα πόδια του και τα επιτελεία των κυβερνήσεων στη διάθεσή του. Πολίτης του κόσμου, χαριεντίζεται με τον Λόιντ Τζορτζ και τον Ζορζ Κλεμανσό. Ρώσοι, Ιάπωνες και Ιταλοί τον προϋπαντούν.
Προσωπικοί σύνδεσμοι, δουλειές που δεν τερματίζονται ποτέ. Απομυζεί τους παραπαίοντες και σπεύδει προ συμφορών. Περιγράφει ανενδοίαστα την ιδιάζουσα ηθική του: «Προφανώς όλα αλλάζουν. Η βιομηχανία των όπλων μετατρέπεται σε εμπόριο, όπως όλα τα άλλα. Όταν η συζήτηση για θέματα θρησκείας, εξουσίας, γεωγραφίας, εμπορίου φτάνει σε αδιέξοδο, το μόνο που μπορεί να πράξει κανείς είναι να πνίξει το συνομιλητή του ή να του τινάξει τα μυαλά στον αέρα. Επειδή τέτοιου είδους συζητήσεις είναι πολύ της μόδας σήμερα, υπάρχει ζήτηση για τα απαραίτητα εργαλεία. Πολύ φυσικά αυτό εμπνέει τους επιχειρηματίες να βγάλουν κέρδος. Είναι ένα εμπόριο όπως η δικηγορία, οι τράπεζες, η πορνεία ή η υποδηματοποιία. Πριν οι στρατοί προχωρήσουν ο ένας εναντίον του άλλου, πρέπει να υπάρχουν άνθρωποι, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, που πρώτα σκέπτονται και μετά κατασκευάζουν όπλα και κανόνια, πλοία και μεταφορικά μέσα, στολές, παπούτσια και τροφή. Τα όπλα είναι εμπόριο και πρέπει να διαχειριστεί ως τέτοιο. Πρέπει να υπάρξει ένα τμήμα παραγωγής, ένα τμήμα οικονομικό και ένα τμήμα πωλήσεων. Και όπως η δουλειά του τμήματος παραγωγής είναι να αναπτύσσει και να παρασκευάζει τα καλύτερα μέσα για τη συμπλοκή, η δουλειά του τμήματος πωλήσεων είναι να βρίσκει αγοραστές, να δημιουργεί αγορές και να διεγείρει τη ζήτηση του καταναλωτή».
Blues From A Gun
O A’ Παγκόσμιος Πόλεμος είναι καλός. Είναι μια αξιοποιήσιμη πηγή που αυτοτροφοδοτείται και επιτρέπει στον Ζαχάροφ να διεκδικεί το μερίδιό του. Αφήνει τον Λόιντ Τζορτζ κατάπληκτο όταν σε μία μόνο νύχτα δύναται να αυξήσει αισθητά τον εξοπλισμό του αγγλικού στρατού και σε ανταπόδοση καταφέρνει να μη βομβαρδίζονται τοποθεσίες των συμφερόντων του, όπως τα ορυχεία του Briey που προμήθευαν εφόδια στο γερμανικό στρατό. Βρίσκεται σε καθημερινή επαφή με τους επικεφαλείς των εθνικών οπλοβιομηχανιών, δαπανά μυθικά ποσά για να εξασφαλίσει λεπτομέρειες σχεδίων που κυοφορούνται, εξαγοράζει ανώτερους υπαλλήλους των οποίων η ταυτότητα καλύπτεται με κωδικά ονόματα, εγκαθιστά μυστικούς πράκτορες στα προπαγανδιστικά πρακτορεία ειδήσεων, επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από την ουδετερότητα με εμπλοκή στις συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ. Παρά τις δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του από τους Γερμανούς, ο Ζαχάροφ συνεχίζει να συμπεριφέρεται με άνεση και να εργάζεται για την επικράτηση της συμμαχίας, φροντίζοντας παράλληλα να μην αφήσει ανίσχυρη τη γερμανική παράταξη, ώστε ο νόμος της ζούγκλας να παραμείνει ο ρυθμιστικός παράγοντας του πολέμου. Όλες του οι συναλλαγές κανονίζονται πλέον με την προσοχή στραμμένη στην αναδιανομή των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής και την αναχαίτιση του μπολσεβικισμού μετά το τέλος του πολέμου.
Ο Ζαχάροφ υψώνει το βλέμμα στη ρητορική του σφυροδρέπανου που έρχεται αχνιστό από τη Ρωσία, αγριεύει τη φαντασία των συμμάχων με διαδόσεις, αναχαιτίζει αριστερές εμπνεύσεις ρισκάροντας την ακεραιότητά του. Παρότι επικηρυγμένος, το 1918 δε δίστασε να μεταβεί μυστικά στη Γερμανία για να διερευνήσει την πορεία του κόμματος. Με τη βοήθεια του έμπιστού του Ναντέλ, μεταμφιέζεται σε Βούλγαρο στρατιωτικό γιατρό, μια στολή που πληρώθηκε πολύ ακριβά και κόστισε τη ζωή του προμηθευτή της.
Στο Βερολίνο συναντά τη Rosa Luxenburg και τον Karl Liebknecht και βολιδοσκοπεί τις προθέσεις τους να εξαπλώσουν την κομουνιστική επανάσταση ώς τον Ρήνο. Μπροστά στην προοπτική μιας σοσιαλιστικής Ευρώπης, προτρέπει τους συμμάχους να σπρώξουν τη Γερμανία σε συνθηκολόγηση ένα χρόνο πριν από την προβλεπόμενη νίκη.
Ο σοβιετικός υπουργός Εξωτερικών του 1921, εξηγεί: «Είναι ο Ζαχάροφ που συνέβαλε στην αποτυχία της δεύτερης φάσης της επανάστασης που σχεδιάστηκε από τον Λένιν το 1918 και η οποία προέβλεπε να επιβάλλει τον κομουνισμό σε μια εξασθενημένη από τον πόλεμο Γερμανία και ακολούθως σε όλη την Ευρώπη και τον κόσμο».
Η αντίστροφη μέτρηση
Στο τέλος του πολέμου προκύπτουν πολλές πιθανότητες. Ο Ζαχάροφ αγοράζει την τράπεζα Mayer Freies, τη μετονομάζει σε Banque de la Seine και την οργανώνει με κεφάλαιο της τάξης των 12 εκατομμυρίων φράγκων, το οποίο τον επόμενο χρόνο θα ανέβει στα εκατό εκατομμύρια. Ιδρύει την Εμπορική Τράπεζα της Μεσογείου στην Κωνσταντινούπολη και τη μεταπωλεί επικερδώς στον Ροκφέλερ. Αγοράζει γαλλικά ναυπηγεία στην Κωνσταντινούπολη με στόχο να διεισδύσει στις αποθήκες της Societe Ottomane και να ελέγξει τα περισσότερα ναυπηγεία των Τούρκων. Δημιουργεί σιωπηλά τη Societe de Huiles de Petrole, εταιρία μεταφοράς πετρελαίου, και αποκτά μετοχές σε εταιρίες ορυκτελαίων. Κατέχει μερίδια στην Anglo-Persian Oil Company και τη Shell, τις οποίες συγχωνεύει για καλύτερη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Μοσούλης και του Ιράν.
Το παζλ δεν είναι πάντα πετυχημένο. Η Μικρασιατική εκστρατεία, την οποία στήριξε σθεναρά, θα του απομυζήσει κεφάλαιο πενήντα εκατομμυρίων δολαρίων. Οι επαφές του στις ΗΠΑ με τον πρόεδρο Χούβερ κινούν τις υποψίες της Γερουσίας, που συστήνει την «Επιτροπή ερευνών για τις πωλήσεις όπλων και τις σχέσεις των οπλικών βιομηχανιών με τα πολιτικά περιβάλλοντα». Ολόκληρες συνεδρίες της επιτροπής αφιερώνονται στον Έλληνα μέντορα του πολέμου και ιχνηλατούν τη μοχθηρή πορεία του στη ζωή. Ο Ζαχάροφ υπαναχωρεί στην Ευρώπη.
Χωρίς να έχει χωρίσει ποτέ από την Έμιλι-Αν, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει ερωμένη του Λόιντ Τζορτζ, ο Ζαχάροφ διατηρεί επί σαράντα χρόνια δεσμό με την Ισπανίδα δούκισσα de Marchena. Η δούκισσα τον βοήθησε τακτικά στην προώθηση όπλων στη χώρα της, συνόδευε τα ταξίδια του, ωστόσο δεν τόλμησε λόγω του καθολικού δόγματός της να χωρίσει το δούκα Marchena ώς το θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1923. Τον έθαψαν στο νεκροταφείο του πύργου Balincourt, ιδιοκτησίας Ζαχάροφ. Ο γάμος των δύο εραστών πραγματοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο, χωρίς να προλάβουν να χαρούν το ρομάντζο τους. Η de Marchena πέθανε το 1926, επιταχύνοντας το τέλος και του ίδιου του Ζαχάροφ.
Z Is Dead, Baby
Ο Ζαχάροφ ζει στον πύργο του Balincourt, στο Παρίσι, και περνά τους χειμερινούς μήνες στο ξενοδοχείο «Hotel de Paris», στο Μονακό. Ο μεγιστάνας γνωρίζει πως οι δραστηριότητες του καζίνο τροφοδοτούν την οικονομία ολόκληρου του πριγκιπάτου, καθώς και το ότι ο πρίγκιπας του Μονακό αναζητά έναν νέο διαχειριστή για το καζίνο. Ξέρει επίσης πως η Γαλλία ετοιμάζει ένα νόμο ένταξης του Μόντε Κάρλο στη γαλλική επικράτεια και επομένως στη γαλλική εφορία. Ο Ζαχάροφ αναλαμβάνει να καλύψει κάθε νομικό πρόσκομμα στην ανθοφορία του καζίνο και πείθει τον Κλεμανσό να θάψει αυτή την ιδέα με αντάλλαγμα τη γαλλική συμμετοχή στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής. Ο Κλεμανσό εισηγείται στο κοινοβούλιο την ανεξαρτητοποίηση του Μόντε Κάρλο και η ολομέλεια το αποδέχεται. Με τη βοήθεια του πρίγκιπα Αλβέρτου, ο Ζαχάροφ αποκτά μετοχές του καζίνο.
Στην ανάγκη να αναπνεύσει παρελθόν και να προσδιορίσει την επικράτειά του, μεταπουλά το καζίνο και αποσύρεται για να γράψει τα απομνημονεύματά του. Περνά τρία χρόνια απολογισμού, αλλά τα καίει όλα λίγο πριν από το θάνατό του. «Έκαψα τα απομνημονεύματά μου», λέει, «και ήταν σαν ένα δείπνο με παλιούς φίλους. Διάβασα διάφορα απομνημονεύματα ανδρών που πέρασαν στον άλλο κόσμο. Τα βρήκα γεμάτα κακίες για τους άλλους. Έγραψα τα δικά μου για προσωπική μου ευχαρίστηση. Υπάρχει πολλή δυστυχία μέσα σε αυτά. Νομίζω ότι μου ανήκουν και έχω το δικαίωμα να τα καταστρέψω. Τα πέταξα στη φωτιά και χάλασα την καλύτερή μου ομπρέλα για να τα συδαυλίσω. Μου πήρε μία ολόκληρη μέρα ώσπου να εξαφανιστούν. Τώρα πια δεν έχω αποδεικτικά στοιχεία για τη ζωή μου».
Ήταν η εποχή που αποφάσισε να εξαφανίσει κάθε ίχνος από το πέρασμά του στη Γη. Στέλνει τους πράκτορές του να οργώσουν τον κόσμο για να καταστρέψουν οτιδήποτε τον αφορούσε. Το τέλος τον βρίσκει να ερωτοτροπεί με τους ναζί, πεπεισμένος ότι θα μπορούσαν να αναχαιτίσουν τον κομουνισμό. Μιλάει για τις ανησυχίες του στον Mandel, παλιό διευθυντή του ιδιαίτερου γραφείου του Κλεμανσό, αλλά αυτός δεν του δίνει σημασία. «Ο Ζαχάροφ δεν έχει πια φωνή και δεν μπορεί να τραγουδήσει», λέει ο Mandel. Θάφτηκε στις 29 Νοεμβρίου 1936 στο Balincourt ανάμεσα στο δούκα και τη δούκισσα de Marchena, ασύλληπτα μόνος, χωρίς να αφήσει κληρονομιά και ίχνη.