- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Ου φονεύσεις...
Είναι απίστευτο το ότι οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους στον πόλεμο, πόσο μάλλον στην ειρήνη
Μην κοιτάτε τη σειρά με την οποία παρέλαβε ο Μωυσής τις Δέκα Εντολές και ποια ήταν αρχικά 8η κι έγινε μετά 6η και τέτοια – η πρώτη-πρώτη εντολή στην προϊστορία και στους Νεάντερταλ ακόμα ήταν «ου φονεύσεις». Ου, δηλαδή με τίποτα. Με την καμία.
Γιατί από την ώρα που αρχίσανε οι άνθρωποι να ζούνε σε ομάδες, κοπάδια ή νομάδες, κατάλαβαν ακόμα και οι πίθηκοι ότι αν κοπανάς με μια πέτρα τον δίπλα σου μέχρι να συγχωρεθεί, είσαι λάθος. Τόσο λάθος που η ομάδα σε πετάει απέξω, σε αφήνει να ξεραθείς στη στέπα επειδή είσαι επικίνδυνος, επειδή δεν μπορεί πια ούτε η ομάδα ούτε κανένας άλλος να βασιστεί επάνω σου. Έτσι ο κανόνας «ου φονεύσεις» έγινε απαράβατος σε όλες τις κοινωνίες και πέρασε στη μυθολογία τους και οι θεοί (σε όλες τις μυθολογίες) τον συμπεριέλαβαν στις εντολές-εξ-ουρανών. Δεν σκοτώνουμε όχι επειδή απαγορεύεται αλλά επειδή δεν έχουμε δικαίωμα να αφαιρέσουμε ζωή ανθρώπου – μου φαίνεται τόσο αυτονόητο και τόσο παρανοϊκό το να μην είναι αυτονόητο, που με πιάνει πονοκέφαλος. Είναι απίστευτο το ότι οι άνθρωποι σκοτώνουν ανθρώπους ακόμα και στον πόλεμο, πόσο μάλλον στην ειρήνη.
Ειρήνη είπα και θυμήθηκα ότι εδώ, που έχουμε βαθιά ειρήνη, σκοτώνονται άνθρωποι, όχι όπως «Σικάγο γίναμε» αλλά για ασήμαντον αφορμήν. Ούτε καν εν βρασμώ, επειδή κάνουνε σεξ με λάθος άνθρωπο. Ίσως επειδή βρίσκονται σε λάθος μέρος στη λάθος στιγμή; Επειδή ένας άλλος άνθρωπος έχει πολλά νεύρα και κρατάει μαχαίρι, πιστόλι ή κλομπ; Επειδή αυτός με το μαχαίρι/πιστόλι/κλομπ πιστεύει τα λάθος πράγματα και είναι απόλυτα σίγουρος ότι είναι σωστά, τόσο σίγουρος ώστε να σε σφάξει για να σε πείσει; Και σε ποιο σημείο απανθρωπισμού έχεις φτάσει για να σκοτώνεις κάποιον που πιστεύει διαφορετικά πράγματα από σένα, σε καιρό ειρήνης; Καλή ώρα;
Ξεχωρίζουμε από καιρό κομμάτια της Αθήνας που είναι «ασφαλή», «σχετικά ασφαλή», «επισφαλή» ή και «κόλαση». Μόνο που η κόλαση δεν είσαι ποτέ σίγουρος κατά πόσο έμεινε εκεί που την άφησες ή αν ξεχείλισε και παραέξω…
Πάμε στο ψωμί που έχει πάντα ψωμί, εκτός από ψίχουλα: σταμάτησα στον Ωρωπό μια μέρα και αγόρασα κουλουράκια από αρχαίο φούρνο (έτος ιδρύσεως 1929!) – με πήγαινε ο παππούς μου εκεί τη δεκαετία του ’70 για τυρόπιτα, είναι αξεπέραστος φούρνος. Λέγεται «Άρτος» και αν πετιέστε προς τα εκεί αγοράστε κουλουράκια με καρύδι. Ή οτιδήποτε, οι τιμές είναι επαρχιακά χαμηλές και η ποιότητα τέλεια. Ένα βράδυ πήγαμε στη «Μυροβόλο» όπου επίσης οι τιμές είναι χαμηλές (έχει πρώτα πιάτα υπέροχα με €2-3) και η ποιότητα τέλεια, η μουσική ελληνική (ποιότητα με χίλια) από Κραουνάκη και πίσω/πέρα, η ατμόσφαιρα ατμοσφαιρική και όλα όπως τα θέλεις από ένα ωραίο μπαρ-εστιατόριο αργά τη νύχτα ίσως και νωρίς το πρωί, η Αθήνα χαλαρή στην πλατεία μπροστά σου, ξεροψημένη ακόμα, κοκκινωπή όπως θα ήτανε και στην αρχαιότητα… τότε που η βία προς το συνάνθρωπό σου τιμωρούνταν με εξορία, φυλάκιση, θάνατο – το σκεφτόσουν πολύ να σηκώσεις χέρι στο συμπολίτη, πόσο μάλλον να τον σκοτώσεις.
Κοιτάξτε, η στήλη είχε πάντα σκοπό να σας λέει για κομμάτια της πόλης που ανακαλύπτουμε, γνωστά ή άγνωστα, για μικρές ιστορίες της Αθήνας, για πρόσωπα και πράγματα: πώς είναι άραγε να είσαι ζωντανός στη συγκεκριμένη πόλη. Να κυκλοφορείς με ΜΜΜ, με τα πόδια, με ταξί και αυτοκίνητα, να βλέπεις και να ακούς πράγματα σαν να σκόπευες να γράψεις σενάρια ή μυθιστορήματα για κόσμο που συναντάς τυχαία σε δρόμους, σε μαγαζιά, σε γωνίες και πλατείες. Το ίδιο κάνει και τώρα, απλώς σαν κομμάτι της πόλης δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν βλέπει την πραγματικότητα. Κοιτάζει τις διαδηλώσεις ή συμμετέχει, μαζεύει υπογραφές ή δεν μαζεύει, πάντως ακούει και βλέπει ακόμα κι όταν δεν έχει καμιά όρεξη ούτε να ακούσει ούτε να δει.
Και… η ζωή συνεχίζεται (μαζί με τα αγαπημένα κλισέ). Ο κόσμος πηγαίνει στα μπαρ, πίνει λιγότερα ποτά, μετράει τα 10λεπτα για να συμπληρώσει την μπίρα, πάει εκεί που είναι η μπίρα-τσέτουλο, δεν πίνει καθόλου μπίρα ή την αγοράζει από το περίπτερο της πλατείας και αράζει σ’ ένα παγκάκι ίσα ν’ ακούει λαθραία μουσική από δίπλα. Ο κόσμος συζητάει για φόνους πια, για δολοφονίες, για βία, εκτός από νοθεία. Κατεβαίνει στις διαδηλώσεις ή τις κοιτάζει από μακριά, υπογράφει ή όχι, προωθεί ή δεν προωθεί τα μέιλ διαμαρτυρίας… αλλά ακούει και βλέπει ακόμα κι όταν δεν έχει καμιά όρεξη ούτε να ακούσει ούτε να δει. Έτσι είναι η ζωή στην πόλη, και έτσι είναι το να είσαι ζωντανός στην πόλη, μόνο που δεν το δέχεσαι πια με ένα ξερό «δόξα σοι ο Θεός» επειδή ο θεός είπε «ου φονεύσεις», όποιος κι αν ήτανε, και δεν τηρείται η εντολή Του, αυτουνού ή του άλλου Θεού, δεν έχει σημασία… και τουλάχιστον αυτή η εντολή είναι απαραίτητο, πρέπει-πρέπει-πρέπει να τηρείται. Για να είμαστε ημι-πολιτισμένη κοινωνία, έστω. Ακόμα κι όταν όλες οι άλλες εντολές έχουν ξεπεραστεί προ πολλού… καλή ώρα.
«Άρτος», Ιγνατιάδης, Σκάλα Ωρωπού, Γ. Δροσίνη 33, 22950 31778
«Μυροβόλος», Γιατράκου 12, Μεταξουργείο, 210 5228806