- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βρέθηκα τον Ιούνιο στο Παρίσι, πρώτη φορά, φιλοξενούμενος του γιου μου που σπουδάζει εκεί με υποτροφία. Δημοσιεύω λοιπόν εδώ μια σειρά παρισινά «σκετσάκια», με αναγνωστικό και οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό. Η σειρά θα τραβήξει όσο εμπνέομαι από το υλικό μου.
3. «Ο παπατζής του πύργου»
Ο πύργος του Άιφελ («Εφέλ» τον λένε οι Γάλλοι, που στο δικό μου το αφτί ακούγεται … τουρκικότερο) είναι αληθινά ξεχωριστός. Ούτε τα βίντεο, ούτε οι φωτό, ούτε καν το σινεμά δεν είναι σε θέση ν΄ αποδώσουν κλίμακες μεγέθους, κομψότητας κι επιβλητικότητας. Ή λεπτομερειών: ας πούμε, στις τέσσερις πλευρές του, χαμηλά, είναι χαραγμένα τα μεγαλύτερα ονόματα των θετικών επιστημών. Ποτέ δεν το είχα προσέξει στις αναπαραστάσεις, στο ορίτζιναλ όμως δε γίνεται να μην το δεις. Πρόσεξα, ακόμα, τα τρομερά βάθρα του πύργου (σ΄ ένα από τα οποία, μπροστά, είναι η προτομή του Άιφελ), τα έργα που γίνονται στον πρώτο «όροφο», τους ανελκυστήρες των κατασκευαστικών φορτίων.
Είναι το πιο όμορφο τεχνητό στοιχείο που είδα εδώ. Ούτε οι γέφυρες του Σικουάνα, ούτε το Πομπιντού, ούτε η Νοτρ Νταμ, ούτε οποιοδήποτε άλλο κτίσμα, ούτε καν οι σταθμοί του μετρό, δε μ΄ εντυπωσιάσανε τόσο. Πάνω δεν ανέβηκα, λόγω απαγορευτικού εισιτηρίου, ξόδεψα όμως πολλές ώρες σε δυο επισκέψεις, μελετώντας κι αυτόν και τις ποικίλες λεπτομέρειές του και τα ετερόκλητα συνωστιζόμενα πλήθη και τα πέριξ του, ιδίως το Πεδίο του Άρεως (ναι, αυτό που μιμήθηκε η Αθήνα).
Δε σκοπεύω όμως να σας γράφω περισσότερα για πράγματα πασίγνωστα σχετικά με το (δικαιολογημένα) σύμβολο του Παρισιού. Το θέμα μου είναι άλλο. Και είναι ένας τοπικός παπατζής και η σχετική μηχανή του.
Ένας από τους τρόπους να φτάσεις στον πύργο, είναι να πάρεις το Κε Μπρανλί. Κατά μήκος του παραποτάμιου αυτού δρόμου είναι στημένες δεκάδες παράγκες, που πουλάνε παντοία τουριστικά είδη. Οι παράγκες βρίσκονται στην άκρη του δρόμου (που είναι πολύ φαρδύς), συνεχείς, με απόσταση ένα περίπου μέτρο μεταξύ τους, κολλητά στο επίσης φαρδύ πεζοδρόμιο, όπου κινείται το αϊφελικό πλήθος. Είναι από τρεις μεριές κλειστές κι έχουν μια μεριά ανοιχτή, προς το πεζοδρόμιο, όπου εκθέτουν στοιχειωδώς και πουλάνε την πραμάτεια τους. Το πεζοδρόμιο λοιπόν, ως προς το δρόμο, κλείνεται από τις παράγκες. Από την άλλη, έχει ένα συνεχές πεζούλι, μέχρι τη μέση του ανθρώπου.
Εκεί λοιπόν, σ΄ ένα μικρό κενό ανάμεσα σε δυο τέτοιες παράγκες, κάποιος παπατζής είχε στήσει το μαγαζί του. Ήταν ένας νεαρός καστανομάλλης, με πράσινα μάλλον παρά γαλάζια μάτια, νευρώδης, μ΄ έντονα ζυγωματικά και κορμί που θύμιζε κάπως έντομο, όσο μπορούσα να το καταλάβω. Εκμεταλλευόμενος τη μικρή διαφορά ύψους, ανάμεσα στο δρόμο και το πεζοδρόμιο, ο ίδιος καθόταν σ΄ ένα ανθυποσκαμνίδιο, στο δρόμο, με τα πόδια λυγισμένα κι ανοιχτά, ενώ πάνω στο πεζοδρόμιο είχε ένα χαλάκι. Σκυμμένος μπροστά, στο χαλάκι αυτό έπαιζε τον παπά, με τα μακριά κι ευέλικτα χέρια του.
Στάθηκα στο πεζούλι, σε μικρή απόσταση, και παρατηρούσα τον όμιλο των τεσσάρων ή πέντε ανθρώπων που είχε σχηματιστεί γύρω του.
Ο παπάς δεν ήταν ούτε τρία τραπουλόχαρτα, ούτε σπιρτόκουτο με τρία σφαιρίδια από ψίχα ή με τρεις γκαζές, όπως τα ξέρουμε από την Αθήνα. Ήταν ένα λαστιχένιο μπαλάκι, που ο μάγκας, με τις γνωστές επιδέξιες κινήσεις, το ΄κρυβε διαδοχικά σε τρία κυπελλάκια- μικρά τα κυπελλάκια, μεγάλο το μπαλάκι, ίσα που κρυβότανε. Μ΄ ένα απίθανο γλωσσικό μίγμα, ο παπατζής επαναλάμβανε συνέχεια «λα μπολ ι σί, λα μπολ ε λα, γουέρ ιζ δε μπολ;», ενώ ταυτόχρονα ανακάτευε τα κυπελλάκια, παρασέρνοντας το μπαλάκι απ΄ το ένα στο άλλο. Η προφορά του ήταν ξενική, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω περισσότερα.
Μετά από δυο τρεις γύρους και πολύ περισσότερα «λα μπολ ι σί, λα μπολ ε λα, γουέρ ιζ δε μπολ;»,είχα καταλάβει βέβαια ποιοι ήταν οι αβανταδόροι: δυο γυναίκες, πολύ μελαχρινές αλλά όχι μαύρες, που μιλάγανε γαλλικά, πατάγανε το κυπελλάκι που επιλέγανε, ποντάρανε ένα πενηντάρι, και φυσικά βρίσκανε το μπαλάκι και κερδίζανε. Σε λίγο κάποιο περαστικό κορόιδο τσίμπησε, ποντάρισε, και φυσικά έχασε το πενηντάρι του, αφού το επιλεγμένο του κυπελλάκι ήταν άδειο. Τότε ο παπατζής έκανε αυτό που ξέρουμε κι από την Αθήνα: ρώτησε άλλους χασομέρηδες αν παίζανε μόνο με δυο κυπελλάκια (οπότε, υποτίθεται, η πιθανότητα νίκης είναι 50%). Ρώτησε και μένα «γουέρ ιζ δε μπολ;», που βεβαίως αρνήθηκα να ποντάρω.
Κακό όμως αυτό, γιατί ο παπατζής με πρόσεξε, πράγμα που σήμαινε ότι θα δυσκολευόμουνα να κάνω το γνωστό μου κόλπο: φωτογράφιση ή βιντεοσκόπηση με το κινητό, κάνοντας ότι μιλάω (Οι τακτικότεροι αναγνώστες της A.V. ίσως να θυμούνται ένα σχετικό βιντεάκι που είχα ανεβάσει πέρυσι, με παπατζήδες μπροστά στο «Ρεξ». Έτσι το είχα τραβήξει).
Στο μεταξύ, ενώ εγώ σκεφτόμουνα πώς να πετύχω την απαθανάτιση κι ενώ ένα άλλο κορόιδο, με το πενηντάρι στο χέρι ήταν έτοιμο να ποντάρει σε κάποιο από τα κυπελλάκια, τα πράγματα με προλάβανε: ένας άλλος νεαρός ήρθε τρέχοντας και κάτι είπε πολύ γρήγορα στον παπατζή, σε σλάβικη μάλλον γλώσσα. Τότε, σε χρόνο μηδέν επακολούθησαν -ταυτόχρονα- τα εξής: ο παπατζής τύλιξε τα σύνεργα της δουλειάς μέσα στο χαλάκι κι έγινε μπουχός, ο τσιλιαδόρος μάζεψε το σκαμνίδιο κι έκανε ακριβώς το ίδιο, οι δυο αβανταδόρισσες μισοκάθησαν πλάτη δίπλα μου, στο πεζούλι, κι άρχισαν να μιλάνε ανέμελες ισπανικά (άρα Λατινοαμερικάνες μιγάδες) σα δυο κοινές τουρίστριες, ενώ το κορόιδο έμεινε εμβρόντητο, με το πενηντάρι στο χέρι.
Ένα λεπτό αργότερα, εμφανίστηκαν δυο πεζοί αστυνομκοί με γρήγορο βήμα, από τη μεριά που είχε έρθει ο τσιλιαδόρος, κοίταξαν γύρω γύρω κι έφυγαν άπρακτοι. Τότε είδα και τον τελευταίο της όλης παπατζίδικης μηχανής: τον έτερο τσιλιαδόρο, από την άλλη μεριά του Κε Μπρανλί, που ήρθε κι έπιασε κουβέντα με τις αβανταδόρισσες, σε κάτι γαλλικά χειρότερα κι από τα δικά μου ακόμα.
Το κορόιδο, ένα μεσήλικο ανθρωπάκι στην ηλικία μου, αλλά φανερά αθώο από πιάτσα, με κάτι χάρτες στα χέρια (δεν μπόρεσα να δω σε ποια γλώσσα έγραφε «Παρίσι»), παρέμενε εμβρόντητο. Απλά ξανάβαλε το πενηντάρικο στην τσέπη κι έφυγε, χωρίς, νομίζω, να έχει σκεφτεί συνδυαστικά, ώστε να καταλάβει πόσο κοντά βρέθηκε στο να το χάσει.
Έφυγαν και οι αβανταδόρισσες με τον τσιλιαδόρο (πάνε στο προκαθορισμένο σημείο συνάντησης μετά τη διαφυγή). Έφυγα και γω. Κι αφού δεν μπόρεσα να φωτογραφίσω τον παπατζή, πάρτε λίγο πύργο του Άιφελ (και) σε ασυνήθεις, μη τουριστικές κατά το δυνατόν, πόζες.