Αρχειο

Λάμπρος Κωνσταντάρας: τόσα καλοκαίρια!

Αποκλειστικές δηλώσεις από τον ουρανό

Γιώργος Μπάκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Συνάντησα το φάντασμα του Λάμπρου Κωνσταντάρα στην παραλία, Κυριακή μεσημέρι. Φόραγε ένα ασπρόμαυρο ριγωτό μαγιό τραβηγμένο μέχρι το στήθος κι έκανε άρσεις και κάμψεις χεριών στην ακτή ρουφώντας την κοιλιά του. Του σφύριξα καλώντας τον να σκιαχτεί κάτω από την ομπρέλα μου και να ανοίξουμε μια συζήτηση περί ασθενών ανέμων και ταραγμένων υδάτων. Φόρεσε το αριστοκρατικό του βλέμμα, όρθωσε ανάστημα και ξεδίπλωσε την αψηλή του αύρα στην πλαϊνή ξαπλώστρα.

Γεννήθηκες στις 13 Μαρτίου του 1913 στην οδό Πλουτάρχου 13, στο Κολωνάκι. Μήπως ήταν και Τρίτη;

Το 13 ήταν το τυχερό μου νούμερο, παρότι προληπτικός. Πάντα πριν βγω στη σκηνή, έκανα το σταυρό μου, χτύπαγα ξύλο κι έφτυνα στον κόρφο μου.

Πάμε λίγο στην εφηβεία σου και επιστρέφουμε αμέσως. Ήσουν από εκείνους τους γνωστούς άγνωστους μαθητές που ωθούν τους καθηγητές στην αυτοκτονία, τα ναρκωτικά και τον αλκοολισμό.

Μπορώ να καυχηθώ πως υπήρξα ο πρώτος τεντιμπόης στην ιστορία της Ελλάδας. Ευτυχώς, δε βρέθηκαν μιμητές, γιατί αλλιώς ο νόμος 4000 θα είχε θεσπιστεί από την εποχή εκείνη. Τα κατορθώματά μου ξεκίνησαν από τη Β’ Γυμνασίου. Ήταν τότε που συνειδητοποίησα πως, αν δεν καταργούνταν τα μαθηματικά, θα έπαιρνα το απολυτήριο ή μεσήλιξ ή καθόλου.

Τι είδους κατορθώματα;

Όταν ήμουν τελειόφοιτος, έκανα μια γκάφα άνευ προηγουμένου. Απείλησα με ένα σκουριασμένο πιστόλι το γυμνασιάρχη μου. Αυτός έβαλε τα γέλια βλέποντας το άχρηστο όπλο κι εγώ έβαλα τα κλάματα, αφού μετά από λίγες μέρες με απέβαλαν από όλα τα γυμνάσια. Μόνο οι δικοί μου ξέρουν πώς πήρα απολυτήριο.

Και μετά το λύκειο, τι;

Οι γονείς μου με έστειλαν στη Σχολή Υπαξιωματικών, στην Κέρκυρα, για δύο χρόνια. Ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ σε ένα τέτοιο περιβάλλον μετά από την ανέμελη ζωή που έκανα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών εκεί μέσα ήσαν ορφανά προσφυγόπουλα της Μικρασιατικής Καταστροφής και δεν κατάφερα να ταιριάξω με κανένα. Τα βράδια έπεφτα για ύπνο και έβαζα τα κλάματα. Παιδαρέλι ήμουν, μωρέ, δεκαεπτά χρονών. Ο μόνος φίλος που κατάφερα να κάνω ήταν ένα καλλιεργημένο παιδί ονόματι Αλεπουδέλης.

Αν δεν κάνω λάθος, το «Αλεπουδέλης» ήταν το πραγματικό όνομα του Οδυσσέα Ελύτη.

Τι λάθος να κάνεις, αφού από το βιβλίο του Δελαπόρτα το διάβασες («Λάμπρος Κωνσταντάρας, Ο άρχοντας της κωμωδίας», Μάκης Δελαπόρτας, εκδόσεις Ορφέας). Εντάξει, το παραδέχομαι. Παρακινούσα διαρκώς τον Οδυσσέα να δραπετεύσουμε, αλλά αυτός δίσταζε. Μας ανάγκαζαν να συμμετέχουμε στο απόσπασμα εκτέλεσης των λήσταρχων Ρετζαίων, στο φρούριο της πόλης. Δεν άντεχα άλλο. Αδιαφορούσα για το στρατοδικείο, που θα έπονταν της απόδρασης. Ήθελα να φύγω με κάθε τρόπο και ο τρόπος βρέθηκε. Πέταξα μια μπάλα στη θάλασσα για άλλοθι και βούτηξα στα παγωμένα νερά του Ιονίου, Νοέμβρη μήνα. Κολύμπησα μέχρι τη νήσο Βίδο. Εκεί με περιμάζεψε ένα καράβι και με πήγε μέχρι τον Πειραιά. Ευτυχώς, δεν είχα προλάβει να ορκιστώ και γλίτωσα το στρατοδικείο. Έπειτα κρίθηκα ανίκανος για στρατιωτική σχολή, καθώς είχα πάθει ξηρά πλευρίτιδα.

Πώς βιοπορίστηκες μετά την απαλλαγή σου από το Σχολή Υπαξιωματικών;

Μετά από αρκετές αποτυχημένες δουλειές, ο θείος μου ο Αχιλλέας με έστειλε στο Παρίσι με δικά του έξοδα για να σπουδάσω δίπλα στο διάσημο χρυσοχόο Καρτιέ την τέχνη της αργυροχρυσοχοΐας. Βλέπεις, καταγόμουν από σόι αργυροχρυσοχόων. Δέχτηκα και πήγα στο Παρίσι, αλλά δεν έβαλα μυαλό. Το έριχνα συνέχεια έξω. Ποτά, γυναίκες, ξενύχτια. Ο Καρτιέ με πλησίασε μια μέρα και μου είπε με απειλητικό ύφος: «Ή κόβεις τις συντροφιές και τα ξενύχτια ή σε διώχνω!». Όταν το έμαθε ο θείος μου, το επίδομα κόπηκε. Έπρεπε να αποφασίσω γρήγορα τι θα κάνω, ήμουν εντελώς απένταρος. Ένας τύπος ονόματι Σίμος από τη Θεσσαλονίκη μου πρότεινε να δουλέψω μαζί του και να εμπορευόμαστε μπανάνες. Συνέχισα πουλώντας κάστανα, έγινα πλασιέ καπέλων, ασφάλιζα τις ζωές των Ελλήνων του Παρισιού, μέχρι που κατέληξα να ποζάρω σαν φωτομοντέλο σε διαφημίσεις της Πεζό και της Φίλιπς ή φορώντας κοστούμια του Κριντ, τότε μεγαλύτερου ράφτη του Παρισιού. Ήμουν ωραίος άντρας. Οι γάλλοι φίλοι μου με φώναζαν «λε μπο γκρεκ», ο ωραίος Έλληνας.

Το όμορφο παρουσιαστικό σου προσέλκυσε τους μάνατζερ των γαλλικών κινηματογραφικών στούντιο;

Καμία σχέση. Ένας ηθοποιός φίλος μου, ο Φερνάν Μπελάν, μου ζήτησε να τον αντικαταστήσω σε ένα έργο που είχε ανεβάσει ο θίασος του Λουί Ζουβέ, καθώς είχε δεχτεί μια δελεαστικότερη πρόταση από έναν άλλο θίασο. Δε θα μίλαγα στη σκηνή, ο ρόλος ήταν βουβός. Θα βαφόμουν απλά, θα ντυνόμουν Ινδός και θα κράταγα ένα φορείο μαζί με κάποιον άλλο κομπάρσο, μεταφέροντας την πρωταγωνίστρια στη σκηνή. Δέχτηκα. Όταν έφτασε η στιγμή της παράστασης και αντίκρισα τους προβολείς, έπαθα τρακ, με έλουσε κρύος ιδρώτας και μου γλίστρησε το φορείο από τα χέρια. Έτρεξα ντροπιασμένος στο καμαρίνι. Ο Ζουβέ με ακολούθησε και μου ζήτησε εξηγήσεις. Του άρεσε το παράστημά μου και μου έκανε πρόταση να μπω στη δραματική σχολή του. Έπαιξα σε όλα τα επόμενα έργα του, αφού άλλαξε πρώτα το όνομά μου από Λάμπρος Κωνσταντάρας σε Κωνστάν Νταράς.

Διέγραφες μια πετυχημένη πορεία στο γαλλικό κινηματογράφο. Γιατί γύρισες Ελλάδα;

Επέστρεψα για το στρατιωτικό μου και πήρα την απόφαση να συνεχίσω την καριέρα μου εδώ. Νομίζω πως έπραξα σωστά, τι λες και εσύ;

Αλίμονο! Θέλω να μου πεις για το πάθος σου με το ποδόσφαιρο.

Σε ηλικία 15 χρονών έπαιζα τερματοφύλακας στην ΑΕΚ. Όμως, το ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να με συντηρήσει οικονομικά και το παράτησα. Την ΑΕΚ τη λάτρευα και παρακολουθούσα την πορεία της φανατικά. Να φανταστείς, σε μια παράσταση είχα δέσει στη ζώνη μου ένα τρανζιστοράκι, είχα το ακουστικό περασμένο στο αφτί και άκουγα τη μετάδοση ενός αγώνα, παίζοντας παράλληλα το ρόλο. Ακόμα χειρότερα, στο γάμο μου με τη Γιούλη Γεωργοπούλου είχα πάει στην εκκλησία μέσα στα νεύρα και καθυστερημένος κατά μία ώρα, επειδή είχαμε χάσει ένα σημαντικό ματς!

Από το γήπεδο σου έμειναν τα βρισίδια;

Όχι, πάντα έβριζα. Πάντα προτιμούσα τους γεροαθυρόστομους από τους γελοίους ζηλωτές που εξαπέλυαν ηθικά πυρά εναντίον της βωμολοχίας. Όταν είσαι βωμολόχος και σε αντιπαθούν, σε βρίσκουν χυδαίο. Όταν είσαι βωμολόχος και σε συμπαθούν, σε βρίσκουν παιδί.

Πώς αντιδρούσε ο κόσμος, η οικογένειά σου, οι συνεργάτες σου;

Να σου πω τι θυμήθηκα τώρα! Ένα βράδυ κι ενώ όλοι οι ηθοποιοί βρίσκονταν επί σκηνής, η αγριοφωνάρα μου αντήχησε σε όλο το θέατρο: «Έλα, Θεέ μου, στο θέατρο, να σε κατουρήσουνε και εσένα!». Ένας παππούλης είχε μπει κατά λάθος στα παρασκήνια, νομίζοντας πως το σκοτεινό καμαρίνι μου ήταν τουαλέτες. Δεν τον πήρα χαμπάρι, γιατί κοιμόμουν, κι έκανε την ανάγκη του πάνω μου.

Αγαπημένο μότο;

Όσο πιο πολύ υποφέρει ο ηθοποιός τόσο πιο πολύ γελάει ο θεατής.

Σε ευχαριστώ, Λαμπρούκο. Θα ήθελες να συμπληρώσεις κάτι τελευταίο;

Ναι, τα κανάλια το έχουν ξεφτιλίσει με τις ελληνικές ταινίες. Μας βαρέθηκε ο κόσμος, φτάνει!

n