Αρχειο

Το άσπρο και το μαύρο

Η μυθιστορηματική ζωή του ψιψίνου Ευγένιου Ροβέρτου Μαυρούλη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μπήκε πανέτοιμος, προετοιμασμένος, διαβασμένος και χωρίς τρακ. Είχε αποστηθίσει τον ρόλο του, διέθετε σιγουριά, είχε τον απόλυτο έλεγχο κινησιολογίας αλλά και βλέμματος - καμιά σχέση με τους τελειόφοιτους των δραματικών σχολών, που τρέμει το φυλλοκάρδι τους στην πρώτη οντισιόν ενώπιον του σκηνοθέτη. «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορος Μαλό, τέτοιον καιρό την περσινή άνοιξη: αυτό το έργο μου ερμήνευσε στην πρώτη μας συνάντηση. Τα μάτια του σπινθηροβολούσαν πράσινες σαν από λέιζερ κρυπτονίτη ακτίνες τρυφερότητας, που μόνο οι ψυχές του πλανήτη Άρη διαθέτουν στο οπλοστάσιό τους.

Ένας θρασύτατος και αυθάδης κεραμιδόγατος, που ποιος, διάολος, ξέρει πώς βρέθηκε στην αυλή μου από την Πλας Πιγκάλ του Λοτρέκ· ένας ανήλικος, ρέιβερ, λονδρέζος, ψιψίνος, δανδής· ένα ασπρόμαυρο τετράποδο αλάνι που βαρέθηκε να περιπλανιέται στην Κίτρινη Θάλασσα και, όταν το κινέζικο γκαζάδικο έπιασε Θεσσαλονίκη, είπε να ξεμπαρκάρει για να δει τι παίζει εδώ. Δεν ήξερα, δεν μπορούσα να μαντέψω από πού βαστάει η σκούφια του, απλώς τον κοιτούσα και εγώ κατευθείαν στα μάτια όπως αυτός, ανταλλάσσαμε χνώτα σαν πρωταγωνιστές σε spaghetti love γουέστερν. Τον ρώτησα στα ίσια αν, επτά ζωές πριν, αλήτευε με τον Ρεμπό στην Αιθιοπία, αν συμμετείχε κάποτε, πολύ παλιά, στα γυρίσματα του «Born to Run», αν ήταν γάτος δηλαδή από το Νιου Τζέρσεϊ και ξέρει τον Σπρίνγκστιν.

Δεν είχε σπίτι, δεν είχε κυρά, δεν είχε καλάθι με κουβαρίστρες για να παίζει, δεν φορούσε ταυτότητα και προφανώς πεινούσε σαν Γαργαντούας: όταν σήκωσε το κεφάλι από την κούπα με το γάλα και την ψίχα ψωμιού, που τον τράταρα, η μούρη του ήταν πάλλευκη, όπως τα χείλια του Τζόκερ. «Δίχως στέγη, δίχως νόμο» της Ανιές Βαρντά, μπορεί και ξαδελφάκι με τον Ζάχο Ζάχαρη, που τις περιπέτειές του σε βιβλίο τέτοιον καιρό πέρσι μου χάρισε η Λένα Διβάνη. Δεν μπορεί, η περφόρμανς ενώπιόν μου είχε ψήγματα από τις ταινίες και τα ράφια της βιβλιοθήκης μου, όπου φυλάω τα αγαπημένα μου. Με είχε μελετήσει ο μπαγάσας, πάω στοίχημα, τώρα που το καλοσκέφτομαι, πως πριν εισβάλει στην αυλή μου για να μου το παίξει ανυπεράσπιστος και κακομοιράκος, παραμόνευε τουλάχιστον μία βδομάδα τις κινήσεις μου. Κι όταν κατέβαινα στην πόλη, μπούκαρε σαν διαρρήκτης στο τσαρδί μου, ψαχούλευε τους δίσκους, τις σελίδες, με ακτινογραφούσε σκληρά έως ότου εμφανιστεί ενώπιόν μου πάνοπλος και χωρίς καμιά αμφιβολία πως θα τα καταφέρει.

Την περσινή άνοιξη, σαν καταληψίας της Villa Amalias, ο Ευγένιος Ροβέρτος Μαυρούλης μου ανακοίνωσε με τον τρόπο του πως δεν πάει ο κόσμος να χαλάσει, αυτός θα ζήσει εδώ. Ο κήπος μου θα γινόταν δικός του, και μετά, είμαι σίγουρος, είχε βάλει στόχο μακροπρόθεσμα και την καρέκλα μου στο SOUL, ώστε να αποκτήσει επιτέλους το περιοδικό γρήγορο ρεφλέξ, θέματα γατίσια, πονηρά, που να τα διαβάζουν οι αναγνώστες και στη συνέχεια να ανεβαίνουν στα κεραμίδια και να γουργουρίζουν από χαρά.

Αυτή είναι η ιστορία της πρώτης μας γνωριμίας με τον πιο αγαπησιάρη, δολοπλόκο, μπαγαπόντη και μπουραντά γάτο της πόλης, που με το καλημέρα της ύπαρξής του ήταν βέβαιος πως, όπως ο Κορτέζ κυρίευσε το Μεξικό και ο Κον-Μπεντίτ πολλούς Μάιους παλιά αναστάτωσε τη Σορβόννη, θα μου έκανε τα ίδια και χειρότερα. Τα κατάφερε. Παραδόθηκα αμαχητί. Έγινα ο θαλαμηπόλος, ο μπάτλερ, το σκλαβί του! Μετά τα πρώτα γάλατα, τα γεύματα έγιναν πλουσιοπάροχα, πατέ σολομού, κουνέλια ζελέ, ψιλοκομμένο μοσχαράκι με τραγανιστές κροκέτες, για να περιποιούμαι και να δυναμώνω την οδοντοστοιχία του. Τα σαββατοκύριακα στο σούπερ-μάρκετ τη διατροφή του σκεφτόμουν πρώτη και ύστερα φόρτωνα για μένα σοκολάτες και πατατάκια στο καρότσι.

Όλη την περσινή άνοιξη και το καλοκαίρι που την ακολούθησε, ο Ευγένιος Ροβέρτος Μαυρούλης λιαζόταν ράθυμα στην εξώπορτα, τη νύχτα, που γυρνούσα λιώμα από την κρίση, τα υπαρξιακά μου και τη δουλειά, δεν με λυπόταν. Αδιαπραγμάτευτα μου ζητούσε χάδια και παιχνίδια, έπεφτα στο κρεβάτι εξαντλημένος και την καινούργια μέρα, πουρνό πουρνό, απαιτούσε το πρωινό του. Το ομολογώ: τον έκανα κακομαθημένο, αλαζονικό σκατόπαιδο και εγωίσταρο, σκέτο κέρατο βερνικωμένο. Έπρεπε να σκάσει ο χειμώνας με τον αχό από τις διαδηλώσεις, τις ταραχές, τις βροχές, τα χιόνια, τα κρύα, τα περιπολικά και τις σειρήνες που ούρλιαζαν, για να τρομάξει και να ζητήσει επιτακτικά να συζητήσουμε για τη σχέση μας, όπως κάνουν όλοι οι συγκάτοικοι που σέβονται ο ένας τον άλλον. Έτσι νόμιζα και ενέδωσα τελικά να μετακομίσει από τον κήπο στα ενδότερα του σπιτιού, να μπουν κανόνες και να συνδιαλεγόμαστε δημοκρατικά, να πάψω να είμαι δούλος του και αυτός να πάψει να φέρεται σαν μνημονιακός κατακτητής.

Δέχτηκε. Επιτέλους, διάβαζα χωρίς με ενοχλεί, έβλεπα ταινίες και δεν με διέκοπτε, σχεδόν τον κατάφερα να κάθεται στο χαλί, αρνάκι, και να βλέπει μαζί μου Στουρνάρα ή τον «Πύργο του Ντάουντον» στην τηλεόραση χωρίς να βγάζει κιχ. Γλειφόταν, καθαριζόταν, έριχνε δεκάλεπτους ύπνους, καλό παιδί. Κι όταν ήθελε να ξεπορτίσει, έριχνε ένα νιάου για να του ανοίξω την πόρτα και άιντε έξω.

Αυτές τις μέρες, άνοιξη πάλι, έγινε ενός χρονών και κάτι ψιλά, αφού δεν ξέρω την ακριβή ημερομηνία της γέννησής του. Και μου την ξανάφερε. Χωρίς να δώσει σημάδι πως ερωτεύθηκε ή τελεί αρραβωνιασμένος, χωρίς να με ενημερώσει, μου κουβάλησε στο σπίτι δυο θηλυκές. Κορτάκιας, σκέφτηκα περιχαρής, μέγας ψήστης και σέξι αγόρι, that’s my boy. Κάθονται οι «νύφες» στο μπαλκόνι, μια άσπρη και μια τιγρέτα, κι όλο μυρίζονται και χαίρονται, και τις ξεναγεί ο Ροβέρτος στον κήπο, και τις λέει «να, εδώ θα μεγαλώσουμε τα παιδιά μας», ο δίγαμος, ο ασύστολος, ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής με τα γατοχανουμάκια του. Ο έρωτας τον ξαναέκανε φανφαρόνο και αυθάδη, ό,τι του έμαθα περί ευταξίας, σχέσεων και συγκατοίκων που σέβονται ο ένας τον άλλον πήγε στον βρόντο.

Εγώ είμαι όπως με ξέρω τα τελευταία χρόνια, μέσα στο άγχος, την ανασφάλεια, τα deadlines, τους φωτογράφους, τους διαφημιστές, τις διορθώσεις. Τις νύχτες, που γυρίζω κατάκοπος, με περιμένει και το διακρίνω στα μάτια του αλλά και στον τρόπο που μου τρίβεται: είναι σαν να με ρωτάει τι έχω. «Έλα να παίξουμε!» «Να ανέβω στο κρεβάτι, να γρατσουνίσω το πάπλωμα, αλλά να φέρω και τα κορίτσια;» «Ποιος σε πείραξε;» «Τι σε κυνηγάει;» «Δεν πιστεύω τα λουκάνικα που με κέρασες χθες να είχαν DNA αλόγου!» «Μη νομίζεις πως είμαι ένας σκέτος γάτος σαν τους άλλους. Όλα τα μαθαίνω εγώ, όλα τα ξέρω και, αν θυμώνεις που είμαι τόσο έξυπνος και σε ρωτάω πολλά, να μη με έβαζες να βλέπω Τρέμη!»

«Ξέρεις κάτι, ρε φίλε;» του είπα χθες πριν κοιμηθώ. «Είναι τρομακτικό αυτό που μας συμβαίνει εμάς τους δυο, να σκάσεις δηλαδή δίπλα μου την εποχή της κρίσης και να είναι τόσο εύκολο να είσαι ευτυχισμένος μόνο με ένα χάδι, μια κονσέρβα, ένα γλυκόλογο και δυο νυφούλες. Διάλεξες, αλήθεια; Την άσπρη ή την τιγρέτα;» Μου απαντά πάντα στην άπταιστη βλεμματονοηματική που μιλάμε οι δυο μας: «Επειδή εσύ, όπως μου είπε το μανιτάρι και συμφώνησαν τα σκυλιά στο πατάκι, τραβάς μια δεκαετία τώρα έρωτα με την κοντή, δεν σημαίνει ότι θα μας ευνουχίσεις κιόλας και θα μας βάλεις να διαλέξουμε! Άντε άκου κάνα δίσκο ή γράψε κάνα εντιτόριαλ. Άντε τράβα καμιά εκδρομή στα λιβάδια ή τις θάλασσες και άσε με να νιαουρίζω ελεύθερος και ωραίος. Θα ζήσω ελεύθερο γατί κι όχι κορόιδο στο κλουβί, και από τιγρέτες σε ασπρούλες θα πετάω».

Με συγκινεί, με προγκάει, με κουλαντρίζει, με κοροϊδεύει, αλλά επιμένω: Αυτή την εποχή, που οι άνθρωποι, ο περίγυρος, οι σχέσεις, οι επιθυμίες και τα όνειρα είναι καραβοτσακισμένα, ο Ευγένιος Ροβέρτος Μαυρούλης μου υπενθυμίζει καθημερινά σχεδόν τον πρώτο και βασικό κανόνα της ευτυχίας: πως δηλαδή, κατά βάθος και κατά βάση, τα μόνα που έχουμε ανάγκη είναι μια αγκαλιά, ένα σπίτι, ένα πιάτο φαΐ και την υγειά μας. Είναι σοφό το αγόρι μου, και χαλάλι το γδαρμένο μου χέρι προχθές, που πάνω στα λόγια πιαστήκαμε και με μακέλεψε.

*Το κείμενο του Στέφανου Τσιτσόπουλου είναι το editorial του τεύχος 72 του περιοδικού SOUL