- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ε, λοιπόν, πήγα! Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά, αλλά σίγουρα η παρθενική σε τόσο «υψηλό» επίπεδο.
Μιλάω για μπουζούκια. Μετά από τέσσερις (συνολικά στη ζωή μου) επισκέψεις σε πιο light μαγαζιά αποφάσισα να πάω σε Μεγάλη Πίστα.
Έτσι, πριν λίγες νύχτες και με μια μεγάλη (κατά τα ειωθότα) παρέα, με σαφή κεντροαριστερό προσανατολισμό, βρέθηκα στο μαγαζί που τραγουδούσε ο Νίκος Βέρτης. Εδώ, πρέπει να ομολογήσω πως αν και η φιγούρα του μου είναι εξαιρετικά οικεία, δεν γνώριζα κανένα δικό του τραγούδι. Τουλάχιστον ξέροντας τον τίτλο και πως αυτός είναι που το τραγουδάει.
Ήμουν, βέβαια, επιφυλακτικός. Η αλήθεια είναι πως δεν ακούω τη συγκεκριμένη μουσική. Και αν έπρεπε σώνει και καλά να το ζήσω θα επέλεγα κάτι πιο ακραίο, πιο extreme. Κατιτίς σε στιλ Τάσου Μπουγά π.χ.
Τέλος πάντων… Φτάσαμε στο πολιτιστικό κέντρο (που έλεγε κι ο Βαγγέλας ο Γιαννόπουλος). Λίγη ώρα αργότερα, το πρόγραμμα ξεκίνησε. Με ευχάριστη έκπληξη άκουσα τους νεαρούς τραγουδιστές που «ζεσταίνουν» το φιλοθεάμον κοινό να μην επιδίδονται στην ερμηνεία διάφορων σκυλοσουξέ, αλλά γνωστών και αγαπημένων ποπ και ροκ επιτυχιών (μέχρι και Aretha Franklin ακούστηκε) τις οποίες και απέδιδαν μάλλον αξιοπρεπέστατα. Στο μεταξύ, το μαγαζί γέμιζε όλο και περισσότερο από κόσμο. Προς κατάπληξή μου δε, η πλειοψηφία των θαμώνων ήταν νεαρής ηλικίας, πολύ μακριά από το στερεότυπο της σκυλέ πενηντάρας κυράτσας που συνοδεύεται από τον αντίστοιχο τριχωτό κύριο με το λαμέ κοστούμι και την χρυσή καδένα.
Στην πορεία το πρόγραμμα –αναπόφευκτα– γινόταν όλο και πιο λαϊκό. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν περνούσα άσχημα παρά το γεγονός ότι οι τραγουδιστές μου ήταν παντελώς άγνωστοι και η μουσική τους σίγουρα όχι του γούστου μου. Υπήρχε μια ξένοιαστη ατμόσφαιρα βρε παιδί μου, ένα feel good όπως θα τραγουδούσε και ο αξέχαστος James Brown.
Γύρω στη μία τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν. Στη σκηνή ανέβηκε ο #2 του «σχήματος»: ο Λούκας Γιώρκας. Τολμώ να πως πως, αντίθετα με τον Βέρτη, γνώριζα τουλάχιστον ένα τραγούδι του Κύπριου ερμηνευτή – το οποίο μάλιστα μου καλάρεσε! Την ελληνική συμμετοχή στη Eurovision 2011, «Watch My Dance». Ωστόσο, προς μεγάλη απογοήτευσή μου, ο Γιώρκας τραγούδησε μόνο το ρεφρέν του αγαπημένου μου χιτ (το θρυλικό «Την έχει η ψυχή μου τη φωτιά») μιας και ο ράπερ που τον είχε συνοδέψει στο «πανηγυράκι» (όπως εμείς οι Έλληνες αποκαλούμε την Eurovision όποτε δεν την κερδίζουμε) δεν περιλαμβανόταν στο ρόστερ του μαγαζιού.
Πλησιάζουμε στις δύο έι εμ. Το μαγαζί είναι πλέον τίγκα. Μπίμπα, δεν πέφτει καρφίτσα. Είναι φανερό πως κάτι σπουδαίο και μεγαλειώδες πρόκειται να συμβεί. Ξαφνικά, κάνουν την εμφάνισή τους 7-8 νεαροί σφίχτερμαν με πολύ κοντό μαλλί. Γυμνοί από τη μέση και πάνω και φορώντας κάτι που μοιάζει με βράκα, αρχίζουν να κάνουν θεαματικά ακροβατικά χορευτικά. Επική μουσική υπόκρουση – νιώθεις πως από στιγμή σε στιγμή σκάει μύτη ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής. Close enough. Στη σκηνή ανεβαίνει ο Νίκος Βέρτης.
Αποθέωση, πανζουρλισμός και ένα μανιασμένο πλήθος να ηδονίζεται στις νότες της –καλοκουρδισμένης– μπάντας και του εξαιρετικά δημοφιλούς –όπως αποδείχτηκε– τραγουδιστή.
Κάπου εδώ ίσως να φαντάζεσαι, αγαπητέ αναγνώστη, πως θα ξεκινήσει από τον γράφοντα ένα κρεσέντο ειρωνείας, ένας αποτροπιασμός προς το «χαμηλό επίπεδο» των «μπουζουκόβιων», το οποίο θα καταλήξει σε μια φράση-φετίχ τύπου «Αυτοί είμαστε». Chill out, φίλε! Θου Χου διαβάζεις και όχι τον τάδε παλαιοκομμουνιστή «επαναστάτη» ή τον δείνα μεγαλόσχημο ηθικολόγο, που αρέσκεται στο να κουνάει το δάχτυλο στο «λαουτζίκο».
Εμένα, όλο αυτό το σκηνικό μου άρεσε. Με ενθουσίασε! Και δεν το λέω με την έννοια που μου άρεσε και με ενθουσίαζε π.χ. το «Ερωτοδικείο». Γούσταρα πραγματικά την εικόνα όλων αυτών των (νέων) ανθρώπων που περνούσαν όμορφα, που διασκέδαζαν σε μια εποχή που σίγουρα δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο. Βρήκα δε άκρως ενθαρρυντικό πως τόσοι πολλοί συμπατριώτες μας (οι οποίο προφανώς δεν είναι στην πλειοψηφία τους κάτοικοι Κολωνακίου και Βου Που) αψήφησαν την κρίση και τα οικονομικά προβλήματα που (κατά πάσα βεβαιότητα) αντιμετωπίζουν και αποφάσισαν να ξοδέψουν από το υστέρημά τους για να περάσουν καλά.
Ένα από τα μεγαλύτερα όπλα που διαθέτει η Κρίση είναι η μιζέρια. Οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τη μάχη. Τα χρήματα που δεν «κυκλοφορούν», καθώς μένουν καταχωνιασμένα σε κάποια τσέπη ή κάποιο τραπεζικό λογαριασμό.
Έφυγα γύρω στις πέντε το πρωί. Ο Βέρτης τραγουδούσε ακόμα. Άψογος επαγγελματίας. Αντίθετα με πολλούς άλλους. Για κάποιον, αφελή ίσως, λόγο ήμουν αισιόδοξος.