Αρχειο

Ο Ψευδός Ανέστης

Χωρατόριο σε 3 (καλές) πράξεις

Μίμης Χρυσομάλλης
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα πρόσωπα:

Απόστολος Φαύλος – Γυμνασιάρχης

Πόντιος Μιλάτος – Καθηγητής

Ιούδας Ικαριώτης

Χρήστος Ναζωραίος

‘Αριστος Θωμάς

Ψευδός Ανέστης

Μαρία Αμυγδαληνή

Λάζαρος

Τίμιος Σταύρος

Ο καλός συμμορίτης

1η (καλή) πράξη - Ο Απόστολος Φαύλος σώζει -ακούσια- τον Aνέστη

[Τελευταία μέρα πριν τις διακοπές του Πάσχα στο10ο Γυμνάσιο Άνω-Κάτω Κυψέλης (γωνία Ιεροσολύμων 6 & Αναστάσεως 66). Οι μαθητές μόλις έχουν εισέλθει στην τάξη για το μάθημα των θρησκευτικών.]

Ψευδός Ανέστης: Ρ-ρ-ρε συ Θ-Θ-Θωμά... Eεε... Ε-εχ-έχεις δια-βα-βάσει;

Άριστος Θωμάς: Εννοείται! Μα τι ερώτηση είναι αυτή... Αφού το ξέρεις πως πάντα είμαι προετοιμασμένος. Γι’αυτό και παίρνω μόνο άριστα.

Ψευδός Ανέστης: Μμμ... Θ-θα με βο-βοηθήσεις τ-το-τότε;

Άριστος Θωμάς: Αν χρειαστεί, φυσικά... Αν και νομίζω πως ο Μιλάτος σήμερα θα σηκώσει τον Λάζαρο, επειδή την τελευταία φορά τον είχε θάψει μπροστά σ’όλη την τάξη λέγοντας του πως είναι Πόντιος και πως δεν πλένει τα χέρια του.

Πόντιος Μιλάτος: Εε, εσείς εκεί πίσω, τι μουρμουράτε πάλι;

Άριστος Θωμάς: Εμείς; Τίποτα, κύριε, με ρώταγε ο Ανέστης πού θα κάνω Πάσχα.

Πόντιος Μιλάτος: Καλά, Θωμά, ναι, μας έπεισες πάλι. Απ’ό,τι μου έλεγε πάντως ο παπα-Καλιάτης τις προάλλες, οι δικοί σου δεν πολυπατάνε στην εκκλησία, σωστά;

Άριστος Θωμάς: Nαι, αλήθεια είναι.

Πόντιος Μιλάτος: Kαι συ, Θωμά;

Άριστος Θωμάς: Τι, κύριε;

Πόντιος Μιλάτος: Πιστεύεις στην ανάσταση του Kυρίου; Ή απλά θεωρείς ότι το πασχαλινό πνεύμα αναφέρεται στις μαγειρίτσες, τα τσουρέκια και τις λαμπάδες Πόκεμον;

Άριστος Θωμάς: Τι να σας πω, κύριε... Δεν ήμουν εκεί για να ξέρω. Πάντως ομολογώ πως το τσουρέκι μου αρέσει πολύ, ειδικά με μερέντα.

Μαρία Αμυγδαληνή: Και εμένα, κύριε, και εδικά με λιωμένη ΙΟΝ Αμυγδάλου πάει πάρα πολύ!

Πόντιος Μιλάτος: Σκασμός, Μαρία, εσένα δε σε ρωτήσαμε. Χριστός και Παναγία, τι ηλίθιοι και ασεβείς που είναι οι νέοι σήμερα!

Ιούδας Ικαριώτης: Έτσι είναι, κύριε, δυστυχώς... Ξέρω πολλούς απο εδώ μέσα που δεν θα πάνε καν στον επιτάφιο φέτος.

Πόντιος Μιλάτος: Εσύ να σταματήσεις τις γλειψιές και τα καρφώματα και να ανοίξεις κανά βιβλίο να ξεστραβωθείς. Τι παριστάνει η περιφορά του επιταφίου, μιας που το ανέφερες, έχεις καμιά ιδέα;

Ιούδας Ικαριώτης.: Εεε.. Απ’όσο ξέρω είναι απλώς ένα τελετουργικό στα πλαίσια των εορτασμών, όπως, για παράδειγμα, η περιφορά του τροπαίου απο τους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού, όταν κέρδισαν το πρωτάθλημα.

Πόντιος Μιλάτος: A μπα; Έτσι σας μάθανε στην Ικαρία; Καλός είσαι και του λόγου σου... Αλλά θα μου πεις, εκεί στα μέρη σας, πιο πολύ κόκκκινο βλέπει κανείς απο τις σημαίες του ΚΚΕ παρά από τα αυγά και τις λαμπάδες, ακόμα και αν είναι Πάσχα...

Άριστος Θωμάς: [ψιθυρίζοντας στον Ανέστη]: Ωραία, με τις μαλακίες του Ικαριώτη, μιλάμε πάλι για τον Ολυμπιακό και το ΚΚΕ αντί να γίνεται μάθημα!

Ψευδός Ανέστης: Χ-χ-ε-χ-χε-χε...!!

Πόντιος Μιλάτος: Τι χασκογελάς εκεί χάμω, Ανέστη; Aυγά πασχαλινά σου καθαρίζουνε μήπως; [γελάει μόνος του]

Ψευδός Ανέστης: Συ-συγ-γνώμη, κυ-κύριε.

Πόντιος Μιλάτος: Καλά καλά... Για πες μας τώρα, τι είχαμε για σήμερα;

[Πριν προλάβει να απαντήσει ο Ανέστης, ο διευθυντής ανοίγει ξαφνικά την πόρτα και απευθύνεται στο Μιλάτο]

Απόστολος Φαύλος: Έλα λίγο στο γραφείο, είναι εδώ η γυναίκα σου η Αθηνά και σε θέλει κάτι επειγόντως . Άντε, πριν πανικοβάλει και τους 500 μαθητές του σχολείου, γιατί με τη φωνή που έχει ακούγεται σ’ολη την πόλη.

Πόντιος Μιλάτος: Οκέι, έρχομαι. Παιδιά, πηγαίνετε στο κεφάλαιο για τις επιβλαβείς επιπτώσεις της αθεΐας στη σωματική και ψυχική υγεία και μην κάνετε φασαρία, επιστρέφω αμέσως.

[Κατευθύνεται προς την έξοδο και, ρίχνοντας μια τελευταία καχύποπτη ματιά προς τους μαθητές του, κλείνει την πόρτα πίσω του και αποχωρεί ολίγον τι θορυβημένος.]

2η (καλή) πράξη – Ο Χρήστος φέρνει τον Λάζαρο στα ίσα του

[Με το που εξέρχεται ο καθηγητής, χάος επικρατεί μονομιάς στην αίθουσα. Ο Ιούδας αλλάζει θρανίο και κάθεται δίπλα στη Μαρία, την οποία και προσπαθεί ανεπιτυχώς να καμακώσει, βομβαρδίζοντάς τη με αλλεπάλληλες Ικαριώτικες αττάκες, τις οποίες η Μαρία ούτως η άλλως δεν πολυκαταλαβαίνει. Ο Ναζωραίος, αδιαμφισβήτητος γόης του τμήματος και παράλληλα επίδοξος μνηστήρας της ωραίας Αμυγδαληνής , ενοχλείται και επιχειρεί να απομακρύνει τον Ιούδα απο κοντά της.]

Χρήστος Ναζωραίος: Έλα, Ικαριώτη, αρκετά ενόχλησες την κοπέλα, άντε κάτσε στα πασχαλινά αυγά σου τώρα! [κανένας δεν γελάει]

Ιούδας Ικαριώτης: Εντάξει, ρε μεγάλε, δεν κάναμε και τίποτα, δυο κουβεντούλες στο αυτί ήθελα να πω μόνο στη μαντάμ εδώ δίπλα. [του κλείνει το μάτι]

Χρήστος Ναζωραίος: Nαι, μπράβο, άντε τώρα όμως, στρίβε σιγά-σιγά!

Λάζαρος: Ναι ρε, καλά σου λέει, όλοι ξέρουμε τι συνέβη την τελευταία φορά που ο Ιούδας φίλησε κάποιον!

Ιούδας Ικαριώτης: Εσύ, αγοράκι μου, τι θέλεις τώρα;

[Φανερά ενοχλημένος, ο Ικαριώτης γυρνάει στον Λάζαρο και του καταφέρνει ένα μπουκέτο, τύφλα να’χει η ανθοκομική έκθεση Κηφισιάς. Ο Λάζαρος πέφτει στο πάτωμα λιπόθυμος.]

Μαρία Αμυγδαληνή: Θεέ μου! Τον σκότωσε!

Ο καλός συμμορίτης: Δεν σε βλέπω να τη βγάζεις καθαρή, Ικαριώτη! Ο Λάζαρος, όπως κι εγώ, είναι μέλος των Κολασμένων Αγγέλων, της γνωστής συμμορίας που έχει κάνει την Κυψέλη από κανονική, άνω-κάτω.

Ιούδας Ικαριώτης: Σιγά μωρέ, πώς κάνετε έτσι; Δεν πέθανε κιόλας... Και στο κάτω-κάτω της (αγίας) γραφής, πρώτη φορά είναι που κάνει ο Λάζαρος τον ψόφιο κοριό;

Μαρία Αμυγδαληνή Σωστό αυτό. Όπως και να’χει το πράγμα πάντως, πρέπει να τον συνεφέρουμε γρήγορα, πριν γυρίσει ο Μιλάτος και δει τον Ναζωραίο φαντάρο με τα Σόδομα που γίνονται εδώ μέσα.

Χρήστος Ναζωραίος: Μην ανησυχείς, Μαρία. Θα φροντίσω αμέσως ώστε να βρει ο Λάζαρος ξανά τις αισθήσεις του.

[Παίρνει απότομα επιβλητικό ύφος και υψώνοντας τη φωνή του απευθύνεται στον αναίσθητο ακόμα Λάζαρο.]

Χρήστος Ναζωραίος: Λάζαρε, αγόρι μου, σήκω πάνω!

[Δεν κουνιέται ούτε φύλλο συκής.]

Ψευδός Ανέστης: Τζ-τζζ-τζί-φο-φος.

Χρήστος Ναζωραίος: Λάζαρε, κάλο μου αγόρι, σήκω πάνω γιατί αρχίζω και φορτώνω!

Ιούδας Ικαριώτης; Δε πα να φορτώσεις τον Σταύρο στους ώμους σου καλύτερα λέω γώ; Αφού έτσι κι αλλιώς δε σηκώνεται ο Λάζαρος, ας παίξουμε καμιά κοκορομαχία εμείς τουλάχιστον.

Τίμιος Σταύρος: Δίκιο έχει ο Ικαριώτης, ρε συ Χρήστο. Μετά τη χαστούκα που έφαγε, αυτός εδώ έχει ξαπλωθεί χάμω σα νά 'ταν κανένας απ’αυτούς τους κακόμοιρους που έδερνε και καλά ο Σουγκλάκος.

Χρήστος Ναζωραίος: Καλά καλά, ας δοκιμάσουμε κάτι άλλο λοιπόν... Μαρία, για φέρε εκείνο το απαίσιο άρωμα που φόραγες τις προάλλες μπας και ξυπνήσει τον Λάζαρο, εκείνο το Χριστιανο-Ντιορ, Μπουλγκάρι-κτόν ή όπως το έλεγαν τέλος πάντων!

Μαρία Αμυγδαληνή Κάλβινιστ Κλάιν το λένε, ρε Χρήστο, τι άσχετος που είσαι πια!

Χρήστος Ναζωραίος: Δε με νοιάζει πώς το λένε, απλά φέρ' το, γαμώ την πουτάνα μου!!!

[Προς στιγμήν, μια αμήχανη σιωπή πέφτει και όλοι όσοι έχουν μαζευτεί γύρω στρέφουν το βλέμμα τους στην Αμυγδαληνή.]

Μαρία Αμυγδαληνή Ντροπή σου, Χρήστο! Και γω που νόμιζα πως ήσουν ευσεβής και άβγαλτος...

Ιούδας Ικαριώτης: Εμ, από ό,τι φαίνεται δεν πήρε καθόλου από τη μάνα του. (χασκογελάει)

Χρήστος Ναζωραίος: Αρκετά με τις ανοησίες σας, με κουράσατε!

[Σκύβει το κεφάλι του προς το μέρος του Λάζαρου σαν να θέλει να του πει κάτι εμπιστευτικά.]

Χρήστος Ναζωραίος: (ψιθυριστά στο αυτί): Έλα, ρε Λαζαράκο, σήκω όρθιος γιατί, όπου να ’ναι έρχεται και ο Μιλάτος και αλοίμονό μας αν σε βρει έτσι στο πάτωμα. Άντε μπράβο, και δεν θα το πω σε κανέναν ότι υπνοβατείς γυμνός πού και πού, και νομίζουν κάτι κυράδες ότι βλέπουν φαντάσματα και νεκρανεστημένους!

[Ως εκ θαύματος, ο Λάζαρος ανοίγει τα μάτια του και αρχίζει σιγά-σιγά να σηκώνεται πάνω.]

Αριστος Θωμάς: Ωραίος ο Ναζωραίος!

3η (και καλύτερη) πράξη - Ο καλός συμμορίτης λέει μάθημα

[Ο Μιλάτος μπαίνει ξαφνικά στην αίθουσα και τους βλέπει όλους όρθιους. Έξαλλος, προσπαθεί να επιβάλει την τάξη.]

Πόντιος Μιλάτος: Τι στο καλό γίνεται εδώ; Γιατί δεν κάθεται κανείς στο θρανίο του, εε, μου λέτε;

[Άκρα του (αγίου) τάφου σιωπή.]

Πόντιος Μιλάτος: Γιατί δε μιλάτε λοιπόν; Σας σούβλισε η γάτα τη γλώσσα; [γελάει μόνος του]

Ιούδας Ικαριώτης: Τίποτα το φοβερό, κύριε. Να, απλά παίζαμε εδώ με τον Λάζαρο και κατά λάθος χτύπησε και έπεσε χάμω.

Πόντιος Μιλάτος: Μπα, αλήθεια; Και τι παίζατε, αν επιτρέπεται; Τα ‘Κατά Μέλ Γκίμπσον Πάθη’; Σταύρο παιδί μου, μπορείς να μου πεις τι έγινε εδώ; Τίμιο ήταν το ξύλο που παίζανε ή βρώμικο;

Τίμιος Σταύρος: Να σας πω την αλήθεια, κύριε, δεν είμαι και πολύ σίγουρος. Εγώ πάντως κοκορομαχίες ήθελα να παίξω, αλλά με άφησαν απ’έξω πάλι...

Πόντιος Μιλάτος: Καλά, κατάλαβα, ο πεινασμένος τσουρέκια ονειρεύεται. [πάλι γελάει μόνος του]

Λοιπόν, όλοι στα θρανία σας και γρήγορα. Λάζαρε, ετοιμάσου να εξεταστείς.

Ο καλός συμμορίτης: Κύριε, μη σηκώνετε ξανά τον Λάζαρο, είναι σχεδόν πτώμα - απ’την κούραση εννοώ. Να πω εγώ μάθημα που έχω διαβάσει κιόλας;

Πόντιος Μιλάτος: ‘Αντε, για πες μας...

Ο καλός συμμορίτης [ύστερα από αρκετή ώρα παπα-γαλίας και ορισμένες άριστες υποδείξεις του Θωμά]: …ώστε τελικά κανείς εκ των Μάρξ, Νίτσε, και Φρόυντ να μην καταφέρνει να αποδείξει τη μη-ύπαρξη του Θεού, κάτι το οποίο και μας οδηγεί τυφλά στο ευλογημένο συμπέρασμα πως ο Θεάνθρωπος αληθώς ανέστη.

Ψευδός Ανέστης: Α-α-αλ-αλη-λη-θώς;;;

Άριστος Θωμάς: Ψευδώς Ανέστη, ψευδώς...