Αρχειο

Η Αθήνα τη νύχτα

Το 1986 οι nazi punks και το ξύλο ήταν αθηναϊκή καθημερινότητα

A.V. Guest
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κείμενο: Μάνθος Μανέας

«Παιδιά, αυτός δικός σας είναι; Πάρτε τον από εδώ. Τα θέλει το κωλαράκι του. Είναι τόσο λιώμα! Αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία. Σας το ξαναλέω ρεε!!! Δικός σας είναι;» «Όχι, δεν τον ξέρουμε!» «Καλά… Άρπα τη, ρε πούστη, που θα μας κοιτάξεις και στα μάτια… γαμιόλη πάνκη». Είναι 1986. Είναι περασμένες τέσσερις. Είναι Σάββατο βράδυ στο Μπραχάμι. Έξω από το κλαμπ «Iron». Έξι σκίνχεντ την έχουν πέσει σε έναν τύπο που φοράει ροζ φούτερ, στενό τζιν παντελόνι, αθλητικά παπούτσια. Δεν έχω ιδέα για τον λόγο που θα τον βαρέσουν. Μπορεί να τους κούνησε επιδεικτικά την μπίρα του, όταν άκουσε από τα ηχεία το «City Baby Attacked by Rats» των G.B.H. Ή να φορούσε μπλουζάκι με στάμπα το Άγαλμα της Ελευθερίας που στο ύψος του λαιμού έγραφε Dead Kennedys. Ό,τι και αν συνέβη λίγο πριν, σημασία έχει πως τώρα είναι εδώ. Σε ένα πεζοδρόμιο, κάπου στο Μπραχάμι, έξω από το κλαμπ «Iron».

Την πρώτη γροθιά στο πρόσωπο τού τη χώνει ο Τζούνιορ. Ένας κοντός, ξανθός τύπος που έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του τότε αρχηγού των σκίνχεντ Κοστέλο. Η φάση κρατάει 2 ή 3 λεπτά. Πολλά είναι. Μια αγέλη «καράφλες» που φορούν χακί φλάινγκ και τζιν κλοτσούν ένα αδύνατο παιδί που έχει πέσει στο έδαφος. Του σακατεύουν τη μούρη. Το κάνουν για χαβαλέ. Το κάνουν χαμογελώντας. Και μετά; Δε θα μείνω να δω το μετά. Φαντάζομαι πως το επόμενο Σάββατο, όταν πάμε στο ίδιο κλαμπ, θα κυκλοφορούν ανάμεσά μας περισσότερο σίγουροι. Το μήνυμα θα περάσει σε κάθε τύπο που αράζει σε αυτό το γαμημένο καταγώγιο. Κανένας μα κανένας δεν πρέπει να προκαλεί τους σκιν. Θα γνωρίζει πως, αν το κάνει, θα είναι ανελέητοι. Χάλια.

Αν έμενες στο κέντρο της Αθήνας και ήθελες να πας στην «Iron», έπρεπε να αλλάξεις πεντακόσια λεωφορεία. Οι μπαρουτοκαπνισμένοι ταξιτζήδες δε θα σε πηγαίνανε εκεί. Λέγανε «πάρε άλλον», αν έλεγες τη διεύθυνση του κλαμπ. Τους καταλαβαίνω. Κανένας δεν ήθελε να πάρει κούρσα που μπορεί να τελείωνε με μαχαίρωμά του. Κατά τα άλλα, λέω πως απλώς έλαχε στην «Iron» να είναι από τα ελάχιστα μαγαζιά στην Αθήνα που μάζευε «γκοθάδες», «πανκ» και «σκίνχεντ». Εκεί μπορούσες να ακούσεις New Order και Sisters of Mercy, όχι Michel Cretu.

Dj ήταν ο Λεωνίδας. Είχε μαλλί σαν του Dave Vanian (τραγουδιστή στους Damned) χωρίς τη λευκή τούφα. Όσες φορές τον άκουσα, η playlist ήταν σαν κασέτα που ακουγόταν ξανά και ξανά και ξανά. Ξεκινούσε με το «Grinding Halt» από τον πρώτο δίσκο των Cure. Δεύτερο ή τρίτο ή άντε, το πολύ, τέταρτο κομμάτι ήταν το «Love Like Blood» των Killing Joke. Γύρω στη μία τη νύχτα η πίστα άνοιγε για τους ξυρισμένους Κοεμτζήδες του μαγαζιού. Τους σκίνχεντ. Όταν ακούγονταν το «Inner London Violence» των Bad Manners, καμιά άλλη φυλή δεν είχε δικαίωμα να χορέψει. Αν το έκανε, θα έτρωγε ξύλο. Respect στον δυνατό. Τσακάλια σαν τον Κοστέλο δε σηκώνουν μαλακίες. Ο τύπος είναι ο ηγέτης των σκίνχεντ. Το τατουάζ στον δεξί του (αν θυμάμαι καλά) πήχυ γράφει «Death before the Dishonor». Τώρα τι μπορεί να χρεωθεί «ατιμωτικό» στο μυαλό του, είναι θέμα της καύλας του. Τόσο αόριστο.

Τζάμπολ!

Την άνοιξη του 1986 η «Iron» έκλεισε. Λογικό μου φαίνεται. Ήταν σε κατοικημένη περιοχή. Όπως και να το κάνεις, κανένας οικογενειάρχης δε θέλει δίπλα στο σπίτι του μαχαιρώματα, ναρκωτικά και νταηλίκια ανάμεσα σε εικοσάρηδες που λιώνουν με μάπα ναρκωτικά, χάλια πρέζα.

Την επόμενη χρονιά ο θίασος (γκοθάδες, πανκ και σκίνχεντ) μεταφέρθηκε στο κέντρο της Αθήνας. Στην Πλατεία Αμερικής. Στο κλαμπ «Rebound». Ακριβώς δίπλα από το σκυλάδικο «Monsegnier». Το μαγαζί ήταν υπόγειο. Είχε την πιο μικρή και αστεία πίστα που έχω πατήσει στη ζωή μου. Το ντεκόρ, λόγω του μπασκετικού όρου ριμπάουντ, έμοιαζε με τερέν πραγματικού γηπέδου μπάσκετ. Στο κέντρο υπήρχε ο κύκλος και η γραμμή που γίνεται το τζάμπολ. Και στις δύο πλευρές υπήρχαν ρακέτες με τον κύκλο και τη γραμμή όπου πρέπει να στέκεται ο παίχτης όταν σουτάρει φάουλ. Περιμετρικά της πίστας υπήρχαν δύο σειρές σκαλιών που παρέπεμπαν σε κερκίδα. Η «Rebound» ήταν σε καλό σημείο για τη φάση. Η οδός Μηθύμνης ήταν δίπλα. Εκεί είχαν στήσει το στούντιό τους οι Ex-Humans, οι Metro Decay, οι South Of No North και οι Ανυπόφοροι. Μιλάμε για μερικές από τις καλύτερες μπάντες που έπαιζαν στην Αθήνα τότε. Με τη σειρά του, το στούντιο ήταν κοντά στη «Μουσική Αποθήκη». Κλαμπ που τα γκρουπ της περιοχής (ανάμεσά τους πρέπει να προσθέσουμε και τους Yell - O Yell, Villa 21) έπαιζαν live.

Έξω από τη «Μουσική Αποθήκη» είχε γίνει ένα σκηνικό που δε θα ξεχάσω ποτέ. Μια βραδιά που θα έπαιζαν οι Ex-Humans ένα μάτσο πιτσιρικάδες που ήθελαν να τους δουν, αλλά δεν είχαν τα φράγκα να πληρώσουν είσοδο, παρακάλεσαν έναν τύπο που πουλούσε οικολογικά προϊόντα από την Κρήτη να τους δώσει χρήματα. Ως αντάλλαγμα εκείνοι θα του κουβαλούσαν από το πεζοδρόμιο στο υπόγειό του κούτες με φασκόμηλο, χαμομήλι, τσάι του βουνού. Όταν η δουλειά τελείωσε, ο μαγαζάτορας πήγε να κάνει πουστιά με τα λεφτά. Οι πιτσιρικάδες φώναζαν. Τότε έσκασε σαν από μηχανής θεός ο Κοστέλο με τον Γκ.. Ο δεύτερος είχε χρυσή καρδιά. Ο Κοστέλο την έπεσε στον Κρητικό. Φόραγε φλάινγκ που πάνω του είχε ραμμένο ένα πανί που έγραφε «Angelic Upstairts», μπάντα που ποτέ δεν είχε σχέση με τους φασιστοσκίνχεντ. Οι πιτσιρικάδες πετούσαν από τη χαρά τους για εκείνη τη στιγμή ανέλπιστης, στιγμιαίας, δικαιοσύνης. Ο Κοστέλο ήταν θεσμός στην underground κοινωνία. Ίσως ήταν η τελευταία φορά στη ζωή του που υπερασπίστηκε πάνκηδες. Τέλος πάντων.

Περισσότερο από τη «Μουσική Αποθήκη» και το στούντιο των Ex-Humans, η «Rebound» είχε πλάκα έως τη στιγμή που την ανακάλυψαν οι σκίνχεντ. Η πρώτη φορά που έγινε το σώσε ήταν όταν ένας σκιν την έπεσε στον κιθαρίστα που έπαιζε στην Αντίδραση. Έναν μοϊκάνο με πορτοκαλί λωρίδα. Το περιστατικό έγινε, όπως πάντα, Σάββατο βράδυ. Από εκείνο το σκηνικό και μετά όλα τα επόμενα Σάββατα της χρονιάς οι σκιν ανακάλυψαν την πλατεία της Κυψέλης. Η «Rebound» έγινε δική τους. Έμπαιναν τσάμπα. Αν έπαιζε τσαμπουκάς, τραβούσαν το θύμα έξω από το μαγαζί και το έδερναν για πλάκα. Κάποια στιγμή αργότερα το αφεντικό του κλαμπ τους πήρε για πόρτα. Νομίζω πως leader στη φάση ήταν ο Αρκούδος. Ένας ξανθός σκιν που έλιωνε με μαλακοχημείες.

Γκαγκαλίδια

Χειμώνας 1986. Η Αθήνα ήταν βαρετή. Οι χούλιγκαν δεν είχαν πάρει στα σοβαρά την πάρτη τους. Αν ήθελες να δεις live, έπρεπε να πας στο «Swing» ή στον «Πήγασο» στα Εξάρχεια. Το «Ρόδον» δεν είχε ανοίξει ακόμα. Η πόλη όμως έσφυζε από rock’n’roll μπάντες. Οι περισσότερες μεγάλες συναυλίες γίνονταν στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου, στα Τ.Ε.Ι. του Αιγάλεω και στα Προπύλαια. Οι μπάντες ανεβοκατέβαιναν τις σκηνές χωρίς να κάνουν soundcheck. Οι σκιν δεν είχαν δικές τους μπάντες ακόμα. Έρχονταν σπάνια στις συναυλίες. Όταν το έκαναν, ο τσαμπουκάς ήταν δεδομένος.

Η κορυφαία παράγραφος σύγκρουσης ανάμεσα στους σκιν και τους πανκ έπαιξε σε μια συναυλία στα Τ.Ε.Ι. του Αιγάλεω. Στη σκηνή πρέπει να ήταν οι Anti-Tropeau Council, όταν έσκασαν δύο σκιν. Ένας ήταν σίγουρα ο Μαρνέζος. Ο τύπος με τατουάζ ιστό αράχνης στον αγκώνα που αργότερα έγραψε χιπ χοπ ως Λεκτικός. Τον άλλο δεν τον θυμάμαι. Η συναυλία ήταν γεμάτη φρικιά και πανκ. Όλα ξεκίνησαν όταν οι σκίνχεντ άρχισαν να προκαλούν. Δε θα ξεχάσω έναν τύπο που έμενε στο Γαλάτσι. Κάποια στιγμή κάποιος του έδωσε ένα τσεκούρι που το έφερε στην πλάτη ενός από τους δύο σκιν. Οι σκινάδες έφυγαν από τη συναυλία ματωμένοι αλλά περπατώντας. Το θεωρούσαν τιμή να μην πέσουν κάτω. Θεωρώ πως εκείνη τη βραδιά οι πανκ τους έκαναν μια χάρη. Να μην τους δείρουν περισσότερο. Εκεί έσκασε και η πρώτη ιδέα προσυμφωνημένου τσαμπουκά. «Ελάτε, ρε, την τάδε μέρα στο τάδε μέρος. Θα σας περιμένουμε…». Από όσο γνωρίζω, το ραντεβού ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.

Τσικιτρόνια

Το καλοκαίρι του 1986 στο Γαλάτσι άνοιξε ένα μαγαζί που λέγονταν «Sixties». Εκεί άραζαν ροκαμπιλάδες, πανκ και μερικές φορές σκινάδες. Δε θα ξεχάσω εκείνο το απόγευμα που ο Μαρνέζος έσκαγε στα γέλια με τον τύπο που του είχε χώσει την περίφημη τσεκουριά μήνες πριν στα Τ.Ε.Ι του Αιγάλεω. Ο σκίνχεντ που τις είχε αρπάξει περισσότερες φορές από οποιονδήποτε άλλο ήταν ένας τύπος ιταλικής καταγωγής που λεγόταν Φράνκο. Το λέω έτσι, γιατί μια φορά, το 1987, έσκασε μόνος σε συναυλία που γινόταν στην Γκράβα. Την ώρα που έπαιζαν οι Panx Romana του την έπεσαν οι πάνκηδες. Τον πλάκωσαν στις κλωτσιές. Αργότερα, όταν βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο, μαζί με άλλους σκιν, με αυτόν που τον είχε χτυπήσει περισσότερο, τον προσπέρασε. Ο Φράνκο δεν είχε ιδέα από πολιτική. Αργότερα το γύρισε στην πρέζα. Σήμερα ζει στη Γερμανία.

Λέγεται πως η πρώτη ελληνική σκίνχεντ μπάντα ήταν οι The Last Patriots. Το 1987 διασκεύασαν το «Μακεδονία ξακουστή». Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε το διαβόητο τεύχος του περιοδικού «Stern» που είχε φωτογραφημένους, με φόντο τον Παρθενώνα, μια ομάδα από έλληνες σκιν που χαιρετούσαν ναζιστικά. Ανεξάρτητα από τα σκληρά βλέμματα, η φωτογραφία παρουσιάζει και την άγνοια των πρωταγωνιστών, τη γύρω από τη «skinhead πόζα». Η κοπέλα, τότε γκόμενα του Κοστέλο, με το κόκκινο τζάκετ Harrington δε θα έσκαγε πουθενά αλλού σε παρέα nazi skinhead. Κόκκινο Harrington φορούν μόνο οι mods και οι αυθεντικοί σκίνχεντ που ουδεμία σχέση έχουν με τον νεοναζισμό.

Στα τέλη τους, οι έλληνες σκίνχεντ της δεκαετίας του ’80 άρχισαν να αράζουν σε μαγαζιά όπου άραζαν και fashion victims. Οι τελευταίοι φόραγαν Dr. Martens. Στον «Kouko» στο Θησείο το 1987 είχαν γίνει φάσεις που οι σκίνχεντ έπαιρναν τα άρβυλα, παπούτσια καλοντυμένων τύπων. Το θέμα ήταν πως στα τέλη της δεκαετίας του ’80 οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές άρχισαν να κουράζονται με την πάρτη τους. Κάποιοι έφυγαν από ναρκωτικά. Κάποιοι πέρασαν στη φάση της Χρυσής Αυγής. Κάποιοι μετάνιωσαν. Κάποιοι σήμερα έχουν οικογένεια. Κάποιοι, όπως ο κάποτε αρχηγός τους, έφυγαν στο εξωτερικό.