Ο Γιώργος Κόφτης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου μεγάλωσε και τώρα πια δουλεύει. Του αρέσουν η ζωγραφική, τα σκίτσα και τα γκράφιτι. Πάει βόλτα με το ποδήλατο τις Κυριακές, λατρεύεις τις ταινίες με πολλά εφέ και τη φρέσκια σοκολατόπιτα. Ασχολήθηκε με τη street art από παιδί και θυμάται τα κυνηγητά με τους μπάτσους όπως θυμόμαστε εμείς την μπάλα στις αλάνες. Το 1998 γράφτηκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Φλωρεντίας, την οποία και εγκατέλειψε για λόγους που, όσο και αν τον πιέσαμε, δεν θέλησε να αναφέρει. Το 2007 ο Γιώργος Κόφτης αποφοίτησε από την Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Δεν θα σε ρωτήσω τι έμαθες, αλλά τι δεν έμαθες από τη Σχολή Καλών Τεχνών.
Τι παράπονα έχω δηλαδή; Το γεγονός ότι επικρατούσε ένα χαμηλό επίπεδο στον τρόπο αναζήτησης ιδεών και σκέψεων. Ένα απαρχαιωμένο, ακαδημαϊκό και συντηρητικό περιβάλλον διδασκαλίας που δεν προωθούσε τίποτα πιο μοντέρνο, πιο σύγχρονο, πιο διαδραστικό.
Σε επίπεδο φόρμας και χρωμάτων γίνεται ευδιάκριτη στους πίνακές σου μια συγγένεια με το γκράφιτι και τη street κουλτούρα εν γένει.
Ακριβώς, η ζωγραφική μου είναι κατά κάποιο τρόπο illustration πάνω σε τελάρο.
Απέναντι σε αυτά τα εκφραστικά μέσα τι γνώμη έχουν οι ακαδημαϊκοί;
Οι περισσότεροι τα απορρίπτουν. Θεωρούν ότι δεν εντάσσονται στη σφαίρα των εικαστικών τεχνών με την έννοια του ακαδημαϊσμού. Μια αποστειρωμένη έννοια της εικαστικότητας. Την ίδια άποψη έχουν και για το κόμικς, στοιχείο που επίσης εντοπίζεται στα έργα μου.
Τα τελευταία χρόνια η street art έχει εισβάλει στις γκαλερί και στα σαλόνια φιλότεχνων λεφτάδων (βλέπε Banksy). Πιστεύεις πως με αυτό το τρόπο χάνει τον κοινωνικό της χαρακτήρα;
Τον χάνει κατά κάποιο τρόπο, όμως υπάρχουν πολλές μορφές της street art που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του δρόμου: τα συνθήματα, το γκραφίτι, τα μπόμπιγκ στα τρένα, τα στίκερ, τα στένσιλ. Τα έργα του Banksy περιέχουν μια αντίφαση. Τη μία βρίσκονται στον τοίχο και καυτηριάζουν πολιτικά ζητήματα και την άλλη μπαίνουν στις γκαλερί και πωλούνται για πέντε και δέκα χιλιάδες λίρες. Δεν μου κάθεται καλά αυτό. Είναι σαν να αγοράζεις μια πολιτική ιδέα.
Έχεις γράψει δίπλα από ένα γκραφίτι: «Το αίμα μου και τα σάλια του σκύλου μου. Τα δάκρυά μου είναι στα σάλια του σκύλου μου. Το σκυλί είναι ο λύκος, με αφεντεύει δίχως να με αγαπά». Τι συμβολίζει ο λύκος που εμφανίζεται συχνά στα έργα σου;
Συμβολίζει τον κακό μας εαυτό, την αρνητική μας πλευρά, το καταπιεσμένο μας «είναι». Είναι η δύναμη και η αδυναμία μας. Τρέφεται από την αδυναμία μας και τρεφόμαστε από τη δύναμή του. Είναι ένα ον που μπορεί να μας εξαγριώσει, να μας καταστρέψει, να μας κάνει κακό. Είναι όλα τα άσχημα που δεν βλέπουμε, αλλά ζουν μέσα μας.
Έντονο είναι στα έργα σου και το θρησκευτικό στοιχείο. Ειδικά το φωτοστέφανο το χρησιμοποιείς συχνά.
Το φωτοστέφανο συμβολίζει τη μοναδικότητα του ανθρώπου, αυτό που στην εκκλησία το λένε αγιοσύνη. Συμβολίζει τη μαρτυρική μοναξιά της ζωής, τον αγώνα της επιβίωσης και την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Μια αγωνία που δεν μπορούν να τη σβήσουν ούτε τα πλούτη ούτε το αλκοόλ ούτε τα ναρκωτικά. Αυτή η αγωνία είναι η αφετηρία της δημιουργίας.
Γεννιόμαστε με αυτό το φωτοστέφανο ή το αποκτούμε στην πορεία;
Γεννιόμαστε με αυτό, αλλά στην πορεία το χάνουμε. Κατά τα άλλα, δεν είναι και κανένα τρελό γκάτζετ. (γέλια)
Ποια είναι η σχέση σου με τη θρησκεία;
Όπως οι περισσότεροι Έλληνες, μεγάλωσα μέσα σε ένα χριστιανικό περιβάλλον που για πολλά χρόνια απεχθανόμουν. Άκουγα «εκκλησία» και έβγαζα σπυριά. Η ατμόσφαιρα όμως στις εκκλησίες, τα χρώματα, τα καντήλια, οι αγιογραφίες, αποτυπώθηκαν μέσα μου, και μετέπειτα, διαβάζοντας Ιστορία της Τέχνης λάτρεψα τη βυζαντινή εκκλησιαστική εικόνα, το λεγόμενο icon. Έχει μέσα της μια ιδιαίτερη ενέργεια και μια μυστικιστική δύναμη. Όπως θαυμάζω και την προσήλωση και την εργατικότητα που δείχνει ένας δημιουργός για να ζωντανέψει αυτή την εικόνα.
Τι νιώθεις, όταν ζωγραφίζεις; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση που βιώνεις τη δεδομένη στιγμή;
Φυσικά, δεν μπορώ να κάνω κάτι άκεφα. Για να ζωγραφίσω πρέπει να υπάρχει κάτι που να με βασανίζει έντονα. Για να μου αρέσει αυτό που κάνω πρέπει να πιεστώ τόσο από τις εξωτερικές συνθήκες, ώστε να είναι η μόνη μου διέξοδος η ζωγραφική.
«Το να ζωγραφίζεις είναι ένας διαφορετικός τρόπος για να κρατάς ημερολόγιο», είχε πει ο Πικάσο. Συμφωνείς;
Απόλυτα. Η διαφορά είναι ότι δεν χρειάζεται να ζωγραφίζεις κάθε μέρα. Μπορεί να κάνεις έναν πίνακα κάθε πέντε χρόνια και σε αυτόν τον πίνακα να αποτυπώνεται η ζωή των πέντε χρόνων που έζησες. Γι’ αυτό το λόγο, ο ζωγράφος είναι ο καλύτερος αναγνώστης των έργων του.
Μπορούν οι καλλιτέχνες να βοηθήσουν ώστε τα πράγματα στην τέχνη της Θεσσαλονίκης να γίνουν καλύτερα;
Εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα. Ο κόσμος δεν χρειάζεται την τέχνη, χρειάζεται λεφτά. Και η τέχνη χρειάζεται λεφτά, όμως αυτή ανήκει στην πολυτέλεια ενός νου. Λυπάμαι που το λέω, αλλά και οι καλλιτέχνες «βουρκώνουν» σε αυτή την πόλη. Πέφτουν σε ένα κλίμα στασιμότητας και ελεημοσύνης. Ίσως αν ήμασταν εκατομμυριούχοι και ανοίγαμε εργοστάσια για να δώσουμε δουλειές στον κόσμο, κάτι να άλλαζε.
Η τέχνη για την τέχνη δηλαδή;
Η τέχνη για την τέχνη και η τέχνη για τον λαό. Η σχέση τέχνης - ανθρώπου γεννάει πολλούς και δύσκολους προβληματισμούς. Όλα ξεκινούν και τελειώνουν από το πόσο ευανάγνωστη μπορεί να είναι η γλώσσα ενός καλλιτέχνη και σε τι μπορεί να εξυπηρετεί τη μάζα, τον λαό. Πολλές φορές οι ζωγράφοι είναι σαν να μιλάμε σε μια αρχαία φλαμανδική διάλεκτο σε ανθρώπους που δεν ξέρουν καλά καλά τα ελληνικά. Η τέχνη του δρόμου πάντως απευθύνεται σίγουρα στον λαό.
Πώς πιστεύεις ότι μπορούν οι καλλιτέχνες να φέρουν τον Έλληνα πιο κοντά στην τέχνη;
Να δίνουν, μαζί με τους πίνακες, cd του Πάνου Κιάμου ή να του υπόσχονται ότι το τελάρο μετά από δύο μήνες θα αρχίσει να δουλεύει σαν τηλεόραση.
Κάντε το, θα πιάσει! Θέλεις να κλείσουμε με καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει τα έργα σου;
Ποιους να πρωτοαναφέρω; Γιάννης Ψυχοπαίδης, Anthony Lister, Brendan Danielsson, Anthony Pontius, πολλοί…
Η έκθεση του Γιώργου Κόφτη θα φιλοξενηθεί μέχρι τις 18 Απριλίου στο «μπορντ ντε λο art / design»
Φωτογραφίες: Γιώργος Παπαδόπουλος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο SOUL #24.