Παρασκευή βραδάκι, χαλαρή κουβέντα στο περιοδικό λίγο πριν το κλειδώσουμε και ξαμοληθούμε για όποιο λιβάδι ή στράτα βγάλει τον καθένα μας το σαββατοκύριακο. Περί ανέμων, υδάτων και του κόσμου που μας περιβάλλει ή, τουλάχιστον, της βοερής πλειοψηφίας, όπως την παρακολουθούμε να εκφράζεται μέσα από τα social media. Σειρά μου να μιλήσω: «Δεν αγοράζουν μουσική (μόνο δωρεάν ή παράνομο downloading)· δεν πάνε σινεμά (torrent)· δεν διαβάζουν κείμενα πάνω από 100 λέξεις (βαριούνται!)· χαζεύουν κλιπάκια στο YouTube ή το facebook (διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, γαρυφαλλοράντισμα επί του σαρκίου της Πάολας Φωκά, φωτογραφίες γατιών στο χαλί ή ηλιοβασιλέματος στο Πέραμα με λεζάντες φωτοχημικής φτηνής ποίησης).
Κι όλα αυτά με τη νωχέλεια και την αμεριμνησία όντων που είναι ανίκανα πέρα από τα likes να επεξεργαστούν τις εικόνες που ξεβράζει στην οθόνη τους το παλιρροϊκό κύμα της πληροφορίας. Δεν ψάχνουν την πρωτότυπη πηγή της αναρτημένης είδησης, δεν τους ενδιαφέρει ποιος την ανέβασε, με ποιο κύρος ή κίνητρο - αρκούνται σε μια άκριτη και αλόγιστη αναπαραγωγή καταργώντας τη σχέση πομπού-δέκτη (όλοι είναι όλα ταυτόχρονα, l’ information c’est moi)».
Ακτινογραφώ τη συμπεριφορά του κυρίαρχου κομματιού της γενιάς Homo 2013, το κατασκοπεύω διακριτικά, καθώς τσεκάρει συνεχώς το smartphone, μη γνωρίζοντας πως πάσχει από το, και επισήμως διαγνωσμένο πλέον, σύνδρομο FOMO (Fear Of Missing Out λέγεται η νεοφοβία του να κοιτάς την οθόνη και τις νέες αναρτήσεις πιστεύοντας πως κάτι πολύ πιο ενδιαφέρον από αυτό που εκείνη τη στιγμή βιώνεις διαδραματίζεται και εξελίσσεται κάπου αλλού). «Δεν διαβάζουν εφημερίδες ή περιοδικά (μόνο free-press, και από αυτά τα ζώδια, ή αγοράζουν κυριακάτικες για το κουπόνι του σούπερ-μάρκετ). Και το πιο διαταραγμένο, το πιο ευερέθιστο και το πιο κτηνώδες κομμάτι τους επιτίθεται ουρλιάζοντας συνεχώς, χρησιμοποιώντας είτε το ιντερνετικό γάβγισμα, ίδιον του ανώνυμου χρήστη, με σχόλια θράσους και ύβρεις, είτε τη δυνατότητα που τους δίνουν η νύχτα, η αγέλη, οι αφύλακτοι δρόμοι και τα ευάλωτα πάρκα (στη γειτονιά μου, στο Ναυαρίνο, η ολοκαίνουργια παιδική χαρά βανδαλίστηκε από συνθήματα και μαρκαδόρους αγνώστων taggers που χτύπησαν υπογραφές και λόγια χωρίς κανενός είδους μητροπολιτικό ρομαντισμό).
«Δεν γνωρίζουν τον Μπασκιά και τον Άλβιν Τόφλερ, τον Καμύ και τους Suicide, το dada και τον Βολτέρο. Επικοινωνούν μόνο με κλισέ συνθήματα των τοίχων της οργής ή των διαφημιστικών μηνυμάτων της τηλεόρασης (“Μπάτσοι, γουρούνια…”, “Λευτεριά”, “Βασανίζομαι”, “Κίτσο, γιουρ ε τεκ μασίν”, “Πέσε για να πέσω”, “Τάισε με πόνο τα ηχεία”). Από τον χώρο των ελευθεριακών καταληψιών ή των νεοφασιστών, τους συριζαίους ή τις κομψευόμενες κοινότητες των fashion bloggers, που επαίρονται πως οι λέξεις τους είναι το ίδιο δυνατές με αυτές του Ντεμπόρ ή της “Vogue”, του Καστοριάδη ή του Πάουντ, η ιδεολογική σούμα είναι μία: “Τα ξέ-ρου-με ό-λ-α! Και έ-χου-με ά-πο-ψη για ό-λα!”».
«Τα πάντα εκτός από ένα» συνεχίζω να αγορεύω, «πως όσα iPhone και όσα Mac χαρίσεις ή αποκτήσουν εκατό χιλιάδες πίθηκοι, και πάλι δεν υπάρχει ούτε μία πιθανότητα να ξεπηδήσει από όλον αυτόν τον ορυμαγδό επικοινωνίας και οίστρου ένας Φόστερ Γουάλας ή Εμπειρίκος, Ντίλαν, Μπράιαν Ίνο, Πύντσον, Γουές Άντερσον ή Σανδή. Ο μεγάλος όγκος των διαδραστικά καλωδιωμένων Homo 2013 κινείται μεταξύ ατέρμονης οργής και συνεχούς χαζομάρας. Διαρκής επιθετική επαγρύπνηση ή comme il fault ακκισμός, μόνιμη αίσθηση σιγουριάς-βεβαιότητας πως τα ξέρουν όλα: ποιοι μας ψεκάζουν, ποιος ο εχθρός ή τα tips με τα μυστικά του κόκκινου κρασιού· πώς να κατασκευάζεις και πού να ρίξεις τη βόμβα μολότοφ ή να ραντίσεις με πεντάρι της Σανέλ· πόσο καλή είναι η Λένα Μαντά, πόσο δίκαιο έχει ο Κασιδιάρης, θεά η Όντρι Χέπμπορν, είμαστε και followers των tweets του Πάνου Καμμένου ή της Ντορέττας Παπαδημητρίου».
Αλλά, για μισό! Τι κάνουμε εδώ; Έξω είναι σπαρταριστή νύχτα Παρασκευής και κάποια στον καθρέφτη της φρεσκάρει το eyeliner και προβάρει φιλιά, όλο και σε κάποιο ράδιο ένας εκφωνητής θα ρίξει το «Friday on my Mind» των Easybeats (σιγά μην το κάνει! Εγώ είμαι που θα το ρίξω στο cd του αμαξιού). Σε μια αίθουσα αεροδρομίου κάποιος θα κάνει check-in, πίσω στο σπίτι, Ρόδο ή Αλεξανδρούπολη, στα μαγέρικα θα σερβίρουν πρώτες ρακές και από την Κασσάνδρου δυο φοιτητάκια θα κατηφορίζουν για τσαϊράδα στην αχλύ του κέντρου. Είναι σπαρταριστή νύχτα Παρασκευής, για όνομα του Θεού, κι εμείς συζητάμε για τα φρικιά του on-line! Δεν κάνει! Κλείνουμε τα φώτα, κλειδώνουμε τα γραφεία και πετάμε για την αληθινή ζωή. Εκεί που οι μυρωδιές έχουν όνομα και οι άνθρωποι επίθετο και πραγματικές επιθυμίες.
Το παραπάνω κείμενο είναι το εντιτόριαλ του Στέφανου Τσιτσόπουλου από το SOUL #71. Περισσότερη αλλιώτικη δημοσιογραφία, στα περίπτερα με 3 ευρώ.