Τσατίλα, καψούρα, επανάσταση, ουτοπία, θυμός, άποψη, θέση, κήπος: γιατί τα συνθήματα στους τοίχους των Εξαρχείων έχουν κορμό από μαρκαδόρο και πέταλα πολύχρωμα, όπως κάθε άγριου λουλουδιού που ανθίζει στην πόλη. Και ο φωτογράφος Τάκης Σπυρόπουλος τα ανθολόγησε σε μια έκδοση.
Το στούντιό του είναι στο κέντρο των Εξαρχείων. Στον δεύτερο όροφο νεοκλασικού κτηρίου χαραγμένου από ρωγμές σκασμένου τσιμέντου. Καθημερινά ο φωτογράφος Τάκης Σπυρόπουλος, πριν φτάσει ώς εκεί, περνά από έναν δημόσιο πίνακα ανακοινώσεων. Έχει έκταση ισόποση της γειτονιάς που εργάζεται. Είναι φορτωμένος με μότο κοινωνικής οργής, πουσαρισμένης καψούρας, ανείπωτης λύπης, εξωφρενικού έρωτα. Το βιβλίο του με τίτλο «X-ΑΡΧΕΙΑ uncensored», που κυκλοφόρησε στα τέλη του Γενάρη, είναι ένα λεύκωμα φωτογραφημένων συνθημάτων, γκράφιτι, στένσιλ, που αναρτήθηκαν από το 2009 έως σήμερα σε τοίχους των Εξαρχείων. Της συνοικίας που τα αστικά αλάνια τη θεωρούν ως τη μοναδική πίστα ελεύθερης και τσαμπουκαλεμένης έκφρασης στην πόλη και οι αντισηπτικοί Αθηναίοι με χαρά θα ισοπέδωναν. Ο Σπυρόπουλος άρχισε να φωτογραφίζει, να καταγράφει κάθε λέξη, κάθε εικόνα, κάθε ιδέα που γράφτηκε σε δημόσιο χώρο των Εξαρχείων λίγες εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Του παιδιού που δολοφόνησε αστυνομικός.
Υπήρξε εκείνο το πρώτο σύνθημα που διαβάζοντάς το είπες: «Είναι τόσο όμορφο που πρέπει να το δουν και άλλοι»;
Ναι, υπήρξε. Ήταν εκείνη τη μέρα που κατεβαίνοντας τις σκάλες του στούντιο, ανοίγοντας την πόρτα να επιστρέψω σπίτι, αντίκρισα στον απέναντι τοίχο δύο συνθήματα. Το ένα έγραφε «Φτάνει πια». Κάτω του, το δεύτερο, με άλλο γραφικό χαρακτήρα, έγραφε: «Η δράση αντικαθιστά τα δάκρυα». Ήταν υπέροχο ότι δύο φράσεις με ελάχιστες λέξεις, που έβλεπα καθημερινά δύο-τρεις ή και περισσότερες φορές τη μέρα, ήταν αρκετές να περιγράψουν όσα, ανάμεσα σε άλλους, και εγώ ένιωθα την εποχή της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Αυτά τα δύο συνθήματα μου τριβέλιζαν το μυαλό για καιρό. Τότε ήταν Δεκέμβρης του 2008. Στα μέσα του 2009 είπα πως θέλω να φωτογραφίσω τους τοίχους των Εξαρχείων. Στην πορεία του χρόνου, από το τότε στο σήμερα, λέω πως κίνητρο για να καταγράψω τη συγκεκριμένη γειτονιά ήταν η δίψα για έκφραση των ανθρώπων της. Στο βιβλίο δεν παρουσιάζω το γκράφιτι ως τέχνη. Φωτογραφίζοντας στον δρόμο ανακάλυψα πως ερέθιζε περισσότερο η καταγραφή συνθημάτων. Και πως από αυτά με ενδιέφεραν περισσότερο τα ευαίσθητα. Όχι τα στρατευμένα. Ήθελα να καταγράψω την κάψα του πιτσιρικά που πιάνει τον μαρκαδόρο ή το σπρέι ή ένα κουβά μπογιά ή το στένσιλ και, αντί να σπάσει ό,τι συναντά στο διάβα του, διαλέγει να εκφραστεί γράφοντας ή ζωγραφίζοντας δημόσια. Πολλές φορές ίσως και με κίνδυνο να τον συλλάβουν ή να του την «πέσουν».
Συνθήματα στους τοίχους σπιτιών των Εξαρχείων γράφονταν και πριν από το γεγονός που σε κινητοποίησε. Μέχρι τότε ποια ήταν η σχέση σου μαζί τους; Μάλλον αποστασιοποιημένη. Πολύ χαλαρή. Με συγκινούσαν περισσότερο τα γκράφιτι. Υπάρχουν πολλά που σπιθοβολούν τέχνη. Όμως επιμένω, ο τρόπος που κοίταζα τους τοίχους των Εξαρχείων άλλαξε μετά τον χαμό του Γρηγορόπουλου. Τότε αισθάνθηκα λες και εκσφενδονίστηκε η βαλβίδα ασφαλείας μιας χύτρας. Μέσα σε μία βραδιά οι λέξεις που γράφονταν στους τοίχους της Αθήνας σαν να άλλαξαν χαρακτήρα. Θεώρησα πως η συγκεκριμένη άδικη πράξη ένωνε συνειδήσεις πολλών διαφορετικών ανθρώπων. Τότε είπα πως από το να είμαι στο facebook γράφοντας συνθηματάκια και ατάκες για αυτό που συνέβη θα ήταν καλύτερα να «πιάσω» τη μηχανή μου. Αυτή θα μπορούσε να με κρατήσει ζωντανό, να με συνδέσει με τα γεγονότα. Μόνο φωτογραφίζοντας θα μπορούσα να συμβάλω σε αυτό το νέο κεφάλαιο διαλεκτικής που στριφογύριζε στους δρόμους των Εξαρχείων. Είμαι φωτογράφος πολλά χρόνια. Πάντα ήθελα και πάντα θα θέλω να αποδίδω από τον πρωταγωνιστή μου το καλύτερό του. Απαθανατίζοντας όλα αυτά τα συνθήματα, που θα μπορούσαν σε μία εβδομάδα να μην υπάρχουν, να έχουν σβηστεί, να έχουν διαγραφεί, να έχουν παραμορφωθεί, σκεφτόμουν πως έβαζα και εγώ το λιθαράκι μου στο να ακουστεί η φωνή των δημιουργών τους. Φωτογραφίζοντας τους δρόμους δεν σκεφτόμουν τη δική μου πολιτική τοποθέτηση. Φαντάζομαι πως λειτούργησα κριτικά. Δεν λογόκρινα όμως ποτέ όσα έβλεπα. Πίστευα πως έπρεπε να φωτογραφίσω κάθε ιδέα που φιλοξενούσαν οι τοίχοι των Εξαρχείων. Με ενδιέφεραν όσα έγραφαν, όσα ζωγράφιζαν οι πάντες. Δεν έδινα σημασία αν ήταν αριστεροί, αναρχικοί ή φασίστες. Δεν ξέρω αν το ξέρεις, πλέον στους τοίχους αυτής της ιστορικά και πολιτικά πρωτοποριακής συνοικίας έχουν αρχίσει να διακρίνονται και φασιστικά συνθήματα. Όπως και αν έχει, στο βιβλίο προσπάθησα να εντάξω τα πάντα. Συνθήματα προσωπικά ή κοινωνικά. Φιλοσοφικά ή πρεζάκικα. Πάνκικα ή χουλιγκάνικα. Τα μόνα που αποκλείστηκαν, από καθαρά εγωιστική άποψη, είναι αυτά που έχουν ακαταλαβίστικη γραφή. Δεν μου αρέσουν οι γκραφιτάδες που απλώς βάζουν την υπογραφή τους οπουδήποτε. Χωρίς να σέβονται την αρχιτεκτονική ενός, ας πούμε, νεοκλασικού σπιτιού. Δεν με ενδιαφέρουν οι τύποι που απλώς υπογράφουν έναν τοίχο, γιατί απλά και μόνο πέρασαν από εκεί. Τις λέξεις τους τις αγνοώ. Ενδιαφέρουν μόνο τον τύπο που τα έγραψε, άντε και την παρέα που θέλει να αναγνωρίζει την υπογραφή του.
«Υπογράφεις» ένα βιβλίο που το πνευματικό του περιεχόμενο ουσιαστικά δε σου ανήκει. Ανάμεσα στους γκραφιτάδες και το -υποψιασμένο ή ανυποψίαστο- κοινό τους, ποιος είναι ο δικός σου ρόλος; Αυτό το θέμα με απασχόλησε πολύ. Είμαι μαχητής των πνευματικών δικαιωμάτων. Στο βιβλίο τα γκράφιτι ή τα συνθήματα που είχαν υπογραφή τυπώθηκαν αυτούσια. Χωρίς την απαλοιφή του ονόματος του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη τους. Ωστόσο πολλά συνθήματα είναι επαναλαμβανόμενα ή εκδοχές από δεξαμενές συνθημάτων. Υπήρξαν φορές που όσα φωτογράφισα ήταν αυτούσια αποσπάσματα κειμένων καθιερωμένων ποιητών, συγγραφέων ή θεωρητικών της πολιτικής. Ο ρόλος μου, έτσι όπως τον αντιλήφθηκα, και ο σκοπός της συγκέντρωσης αυτού του υλικού δεν είχε σκοπό το κέρδος. Μου άρεσε αυτό που έβλεπα γύρω μου. Ήθελα να καταγράψω ιδέες. Ήθελα να τις αποθεώσω πριν κάποιος προλάβει να τις σβήσει. Φωτογραφίζοντας συνθήματα, γκράφιτι ή στένσιλ λειτούργησα με το ίδιο σκεπτικό με το οποίο φωτογραφίζω ανθρώπους. Πάντα προσπαθώντας να βγάλω το ομορφότερο του εαυτού τους. Το βιβλίο μου είναι λίγο σαν djλίκι εικόνων. Στις σελίδες του βιβλίου δίπλα δίπλα υπάρχουν φωτογραφημένα συνθήματα που πολλές φορές διαφωνούν ή συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Υπάρχουν θρησκευτικά συνθήματα δίπλα από εκείνα που έγραψαν αναρχικοί. Ακροαριστερά δίπλα από εκείνα φασιστών. Αυτή τη διαμάχη ιδεών στους τοίχους της Αθήνας ήταν απολαυστικό να την ανακαλύπτω ακόμα και στις πιο απίθανες, δημόσιες επιφάνειες.
Το βιβλίο του Τάκη Σπυρόπουλο «X-ΑΡΧΕΙΑ uncensored» μπορείτε να το βρείτε σε επιλεγμένα βιβλιοπωλεία όλης της Ελλάδας όπως επίσης και στην ιστοσελίδα www.x-arxia.com.