Αρχειο

Λαϊκή Καθημερινή

 Μια βόλτα στη λαϊκή αγορά του Παγκρατίου

Γιώργος Παυριανός
ΤΕΥΧΟΣ 423
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ανάμεσα στους πιο καταραμένους ήχους που όταν τον ακούω μπορώνα τρελαθώ, είναι ο ήχος που κάνουν οι ρόδες από τα καροτσάκια της λαϊκής. Αυτό το ξεχαρβαλωμένο γκρίντσι-γκρίντσι μπορεί να μου κάψει τον εγκέφαλο και να με κάνει να ουρλιάξω: «Έλεος! Σταματήστε αυτά τα καροτσάκια! Θα τα ομολογήσω όλα!». Κάθε Παρασκευή στο Παγκράτι έχει λαϊκή.

Ο ήχος αρχίζει από νωρίς το πρωί, με ένα-δυο καροτσάκια, κι όσο περνάει η ώρα και μεσημεριάζει γίνεται πιο έντονος, μια χορωδία από καλιαρντές ρόδες που κατευθύνεται προς τη λαϊκή, εκεί κοντά στο μυθικό «Λέντζο» με το διάσημο φραπέ. Όταν πια έχει γίνει ανυπόφορος, είναι η ώρα να συναντηθώ με τον αγαπημένο μου φίλο Σταύρο Κούλα και να πάμε κι εμείς οι εργένηδες να ψωνίσουμε τα φρούτα και τα λαχανικά μας, που ως γνωστόν κάνουν καλό στην υγεία. Δεν έχουμε καροτσάκια, συνήθως τα νεύρα μας είναι τσατάλια από τις οικονομικές υποχρεώσεις, τώρα τελευταία εγώ έχω πέσει σε βαθιά κατάθλιψη από ένα χωρισμό που μου έχει διαλύσει το σύστημα, ο Σταύρος έχει τα θέματά του κι αυτός, όταν όμως συναντιόμαστε, χαμογελάμε συνωμοτικά. Πίνουμε μισό lexotanil και ξεκινάμε την εξερεύνηση.

Πρώτη στάση στην κυρία Μαίρη, μια ψηλή, επιβλητική γυναίκα με βαριά φωνή, που πουλάει γλάστρες με λουλούδια για μεταφύτευση. Η μοναδική συμβουλή που δίνει στους αγοραστές είναι: «Δεν θα το ποτίζεις συχνά! Θα το αφήνεις να διψάει. Μόνο έτσι θα μεγαλώσει γρήγορα και θα κάνει λουλούδια». Αν τη ρωτήσεις τι να κάνεις με τα μαμούνια, τη μελίγκρα, το δάκο και τη μουχρίτσα, η μοναδική απάντηση είναι: «θα ψεκάσεις το φυτό με ένα λίτρο νερό που θα έχεις προσθέσει 10 σταγόνες Fairy!» Φαίνεται, για κάποιον περίεργο λόγο, όλα τα ζουζούνια σιχαίνονται τα απορρυπαντικά, αν και ο Σταύρος διαφωνεί: «Αν δεν το ψεκάσεις με φάρμακο, σιγά που θα σκοτώσουν τον τετράνυχο (είδος παράσιτου στα φύλλα των φυτών) 10 σταγόνες Fairy!» μου ψιθυρίζει, γιατί αν μας ακούσει η κυρία Μαίρη μπορεί και να μας πετάξει καμιά γλάστρα με απήγανο.

n

Προχωράμε με δυσκολία ανάμεσα σε γριές που έχουν μπλέξει τα καροτσάκια τους και βρίζονται, περνάμε τους πάγκους με τις παντόφλες, τα χαρτικά και τους ξηρούς καρπούς «και φι-στικάκι έχω!» φωνάζει ο κύριος Ανδρέας, και πάμε στον κύριο Μπάμπη με τις ντομάτες. Ο κύριος Μπάμπης είναι σιωπηλός, ήρεμος και το μόνο πράγμα που σου απαντάει όταν τον ρωτήσεις πώς γίνεται να έχει ντομάτες τώρα, που δεν είναι η εποχή τους, είναι μια λέξη: «Υδροπονία!» Έψαξα στον Μπαμπινιώτη και βρήκα πως υδροπονία είναι «καλλιέργεια φυτού με τις ρίζες βυθισμένες σε θρεπτικά διαλύματα νερού-λιπάσματος». Κάτι σαν Φράνκενσταϊν μού κάνει αυτό και συγνώμη, κύριε Μπάμπη, αλλά δεν θα ξαναγοράσω ντομάτες μέχρι τον Μάρτιο.

Ο Σταύρος έχει πάει να αγοράσει ψάρια. Ο Μανόλης ο ψαράς, ενώ τα καθαρίζει, σχολιάζει τις γυναίκες που περνάνε. Αν είναι όμορφη με το κλασικό «ε, ρε ζαργάνα που έχω σήμερα!», αν είναι άσχημη «και κουτσομούρες έχω!», ενώ για σπέσιαλ περιπτώσεις λέει το «τσιπούρες πελαγίσιες αλανιάρες!» ή «έχω πολύ ωραία σαφρίδια!». «Αφήστε τα σαφρίδια και πάρτε τα κρεμμύδια!» απαντάει απέναντι ο κύριος Νώντας. Πουλάει κρεμμύδια «για να κλάψουνε μανούλες», πατάτες «με πτυχίο, που δεν μαυρίζουν στο τηγάνι» και σκόρδα που «τα τρώει ο Μητσοτάκης και είναι απέθαντος!»

n

«Έχεις παρατηρήσει», μου λέει ο Σταύρος, «ότι οι μόνοι που δεν φωνάζουν είναι αυτοί οι δυο;» και μου δείχνει τον χαμογελαστό Γιάννη που πουλάει «αυγά για μωρά» και τον Χάρη με τα όμορφα γκρίζα μάτια, που πουλάει «ελιές για γίγαντες». Πράγματι, ενώ και τα δύο προϊόντα είναι ιδανικά για να κάνεις λογοπαίγνια, αυτοί στέκονται σιωπηλοί, ευγενικοί και πάντα έχουν πελατεία, γιατί ένα αυγό, μια ελιά, θα τα πάρεις από τα παλικάρια, δεν θα τα πάρεις;

Σειρά έχουν οι πάγκοι με τις χορταρούδες. Είναι γυναίκες οι περισσότερες, με βοηθό έναν Αλβανό, και πουλάνε χόρτα και ζαρζαβατικά (από το τούρκικο zerzevat, που σημαίνει λαχανικό, άντε, να μαθαίνετε και κάτι!). Οι χορταρούδες είναι κι αυτές σιωπηλές, δεν φωνάζουν όπως οι άντρες, άντε καμιά φορά να ακούσεις κάνα «σέσκλα, ωραία σέσκλα» «3 μαρούλια 1 ευρώ», «πάρε, κυρία, φρέσκο σπανάκι», τέτοια. Και φυσικά, αν τις ρωτήσεις, τα άγρια χόρτα βουνού τα έχουν μαζέψει μόνες τους, με τα χεράκια τους (να γίνω κασέρι).

Στα λεμονοπορτοκαλομανταρίνια πάντα γίνεται χαμός. Ξεκινάει με μία ή δύο κυρίες, οι οποίες ξαναμμένες γεμίζουν σακούλες λέγοντας «τέτοιο πορτοκάλι είχα καιρό να δω, τέτοιο λεμόνι δεν κάνει ούτε η λεμονιά μου, τέτοια μανταρίνια κλημεντίνες έχω να φάω από το 1821», τέτοια κουλά. Τις ακούνε δυο-τρεις, πλησιάζουν και αρχίζουν να διαλέγουν. Τις βλέπουν οι άλλες και σκέφτονται «εδώ που είναι πολλές μαζεμένες θα πρέπει να έχουν καλό πράγμα» και τρέχουν κι αυτές. Στο τέλος γίνεται μάχη για ένα πορτοκάλι, αλλά όλες φεύγουν ευχαριστημένες.

Στον απέναντι πάγκο βλέπω τον Σταύρο να τσακώνεται με έναν Πακιστανό: «Χριστιανέ μου, μισό κιλό κάστανα θέλω!». «Ένα τσιλό τλία ευλώ, ένα τσιλό τλία ευλώ» επαναλαμβάνει χαμογελαστός ο «χριστιανός» Πακιστανός σαν να μην καταλαβαίνει τι του λένε. Το μάτι του Σταύρου γυρίζει στο άσπρο: «Μι-σό κι-λό, half-a-kilo, no more» του λέει έντονα, εκείνη τη στιγμή βλέπει την ταμπέλα «Κάστανα Μαυροβουνίου», καταλαβαίνει ότι τα κάστανα δεν είναι ελληνικά, «ρε, άι στο διάολο εσύ και το Μαυροβούνιό σου» λέει και φεύγει συγχυσμένος, ενώ ο Πακιστανός σαν παπαγάλος συνεχίζει να λέει χαμογελαστός: «Ένα τσιλό τλία ευλώ, ένα τσιλό τλία ευλώ».

Ο κύριος Θανάσης, στα μήλα και στα αχλάδια, είναι χοντρός, έχει βροντερή φωνή και δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο. Βλέπει μια κοντή γκόμενα «και κοντούλες έχουμε!», περνάει ένας παππούς «εδώ τα μήλα που έφαγε ο Αδάμ!», εμφανίζεται μια αδελφή «την κουνήσαμε την αχλαδιά και μαζέψαμε απίδια!», ακούει ένα πολιτικό σχόλιο «από αυτά τα μήλα έφαγε ο Σαμαράς και είδε το φως του!» και ενδιάμεσα λέει παροιμίες «πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!», τραγουδάκια «η ψηλή γκαμήλα έφαγε τα μήλα!», μέχρι να ξεπουλήσει είναι η ζωντανή ατραξιόν της λαϊκής. Κρατάει ένα μικρό σουγιαδάκι και επιμένει να μας δώσει να δοκιμάσουμε μια φέτα μήλο. Δεν υπάρχει πιο σιχαμένο πράγμα, απομακρυνόμαστε γρήγορα, εγώ αγοράζω μπανάνες από τον κύριο Κώστα, ο Σταύρος καρότα και πιπεριές από μια γλυκύτατη Βουλγάρα, τη Σόνια.

n

Έχει φτάσει 2 η ώρα, στο στενό δρόμο της λαϊκής κόσμος πηγαινοέρχεται, οι γυναίκες σχολιάζουν «ακρίβεια», «ούτε στην Κατοχή», «και πού είσαι ακόμα», οι φωνές των πωλητών ανεβαίνουν, οι τιμές πέφτουν, το εμπόρευμα πρέπει να πουληθεί, τα σλόγκαν αλλάζουν τώρα, «δεν πουλάω, χαρίζω!», «πάρ’ τα, κυρία, και θα με θυμηθείς», «είναι ενάμισι κιλό, να το κάνω δύο;», μόλις που προλαβαίνω τον κύριο Παναγιώτη, τον γκουρμέ της λαϊκής, που έχει από αντίβ μέχρι σταμναγκάθι. Ο Σταύρος αγοράζει μανιτάρια, τα χέρια μας έχουν κοπεί από τις σακούλες που κουβαλάμε, στην επιστροφή παίρνουμε άνηθο εγώ και λουλούδια ο φίλος μου, οι περισσότεροι πωλητές έχουν αρχίσει να μαζεύουν τις τέντες και τους πάγκους και τότε εμφανίζεται μια ομάδα ανθρώπων, νέοι, γέροι, άντρες, κοριτσάκια, όχι ρακένδυτοι ζητιάνοι, άνθρωποι κανονικοί, και αρχίζουν να ψάχνουν ανάμεσα στα καφάσια και στα πεταμένα φρούτα για να βρουν τροφή. Κοιταζόμαστε έντρομοι, «Θεέ μου, τι άλλο θα δούμε;» λέει ο Σταύρος, κάτι του απαντάω, δεν με ακούει, δεν τον ακούω, γιατί τις φωνές μας τις σκεπάζει ξαφνικά το γκρίντσι-γκρίντσι από χιλιάδες καροτσάκια λαϊκής.

n


Η λαϊκή για αρχάριους

● Πηγαίνεις στη λαϊκή μετά τις 12, που οι τιμές έχουν πέσει.

● Διαλέγεις εσύ τα προϊόντα.

● Ένα μεγάλο φρούτο με άψογη εμφάνιση δεν είναι απαραίτητα και νόστιμο.

● Πρόσεξε, γιατί πολλά φρούτα και λαχανικά ονομάζονται βιολογικά χωρίς να είναι.

● Όταν ζυγίζουν αυτά που έχειςαγοράσει, κοιτάς τη ζυγαριά.

● Αν σου πει ο πωλητής να στρογγυλέψεις το βάρος, διάλεξε εσύ, αλλιώς θα σου βάλει σαπάκια.

● Κάνε πρώτα ρεπεράζ και ύστερα αγόραζε.

● Να παίρνεις φρούτα και λαχανικά όταν είναι η εποχή τους.

● Αγόρασε ελληνικά προϊόντα. Άσε τα σκόρδα της Ουρουγουάης, τα καρύδια Βραζιλίας και τα ρόδια από το Ισπαχάν.

● Καλό είναι τα προϊόντα να προέρχονται από περιοχές κοντά στην Αθήνα.

● Μην επηρεάζεσαι από τις φωνές του πωλητή. Διάλεγε αργά και ψύχραιμα.

● Στα λαχανικά, πολλές φορές τα πιο φρέσκα είναι από κάτω. Ψάξε και διάλεξε.

● Καλό είναι να βρεις ένα-δυο πωλητές που εμπιστεύεσαι και να γίνεις πελάτης.

● Αγόρασε την ποσότητα που χρειάζεσαι, δεν είναι εποχές να πετάμε τρόφιμα.

● Φυσικά και πρέπει να πάρεις απόδειξη για κάθε αγορά.