Αρχειο

Βραβεία κοινού A.V. 2012: Φωτογράφος

Νικητής: Κλεοπάτρα Χαρίτου

A.V. Team
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κατάταξη των φωτογράφων βγήκε μετά από ψηφοφορία των αναγνωστών δείτε εδώ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ

Κλεοπάτρα Χαρίτου (Για τη σειρά φωτογραφιών Τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας)

Άρης Μεσσήνης (1ο βρ. Bayeux-Calvados for War Correspondents)

Δημήτρης Μέλλος (φιναλίστ των Magnum Expression Awards)

Γιώργης Γερόλυμπος (Για τη σειρά φωτογραφιών του Athens Spread)

Νικόλας Λώτσος (1ο βρ. Sprider Awards Photographer of the Year, PX3 Grand prix de la Photographie Paris, 3ο στο International Photography Award, IPA)

Διαβάστε για την Κλεοπάτρα Χαρίτου και την έκθεσή της

n

Η φωτογράφος

Η Κλεοπάτρα Χαρίτου σπούδασε φωτογραφία στη Ν. Υ. στο Hastings Ηigh School, Hastings on Hudson, N.Y. το 1989, και στο Λονδίνο πάνω στη Φωτογραφία και την Ψηφιακή Εικόνα στο Central S.Martins και έπειτα ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό της πάνω στη Φωτογραφία και την Επικοινωνία αποφοιτώντας από το GOLDSMITH’S COLLEGE of LONDON με επόπτη καθηγητή τον Ian Jeffrey. Αποφοίτησε από τη Σχολή Φωτογραφίας και VIDEO, FOCUS. Έχει κερδίσει βραβεία, δουλειές της κυκλοφορούν σε λευκώματα και έχει πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις. Τα «Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας» είναι η τελευταία της έκθεση.

n

n

Σημείωμα του Νίκου Βατόπουλου για την έκθεση

Οι προσφυγικές πολυκατοικίες της Λεωφόρου Αλεξάνδρας θυμίζουν σήμερα ξεφτισμένα μαδέρια από σκυρόδεμα στιβαγμένα σε παράλληλες ράγες. Δύσκολα φαντάζεται κανείς ότι πριν από 80 χρόνια, αυτά τα απολύτως λειτουργικά κτήρια χτίστηκαν ως εφαρμογή ενός πρωτοποριακού προγράμματος κοινωνικής πρόνοιας εφαρμόζοντας τις αρχές του κεντροευρωπαϊκού φονξιοναλισμού.

Τα γεωμετρικά αυτά κτήρια, που αναδύθηκαν σε μία περιοχή της Αθήνας με αραιή δόμηση, εμπεριέχουν πολλά ζεύγη από οξύμωρες συνθήκες. Αν και λιτά, υπήρξαν στην εποχή τους καινοτόμα. Η πρωτόγονη νεωτερικότητά τους, στον αντίποδα της εκλεπτυσμένης αστικής αρχιτεκτονικής της εποχής, αναφυόταν σε μία αθηναϊκή συνοικία με άχτιστα οικόπεδα, μονώροφα και δίπατα σπιτάκια σκόρπια ανάμεσα σε μάντρες και χωματόδρομους. Αυτό είναι το εξωτερικό οξύμωρο.

Το εσωτερικό οξύμωρο αφορά τα σπλάχνα αυτών των κτηρίων. Οι ξυρισμένες επιφάνειες των προσόψεων, στεγνές και άδοξες, στεφανωμένες στα νεώτερα χρόνια με τις δάφνες του Bauhaus, που στρογγύλεψε την ταπεινότητά τους, κρύβουν κυψέλες ζωής, που άνθισε σε χρονικούς κύκλους σειράς νεο-αθηναϊκών γενεών. Μου αρέσει να σκέφτομαι τα κελύφη αυτά σαν καύκαλα, που μέσα τους κρύβουν έλικες και σπείρες σαν τα κλιμακοστάσια και τους φωταγωγούς, τις εξώθυρες και τους φεγγίτες, μάτια και χέρια ενός σώματος που σήμερα στέκει στο περιθώριο της ιστορίας. Νίκος Βατόπουλος

n

Η Κλεοπάτρα Χαρίτου γράφει για τη σειρά φωτογραφιών «Τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας»

«Τα σπίτια είναι δοχεία ζωής», όπως έχει πεί ο Αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινίδης, και ως τέτοια με έθελξαν τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ξεκίνησα από το τέλος μιας ιστορίας. Ξεκίνησαν από το τέλος μιας ιστορίας. Μια ιστορία, ένα μονοπλάνο κινηματογραφικό, ξεκινά από μία λεπτομέρεια —πλυμένα μαχαιροπίρουνα λιάζονται στο μεσημβρινό φως κάπου στο κέντρο της Αθήνας, μιας οικογένειας που οι πρόσφυγες πρόγονοί της μόχθησαν για μια καινούργια αρχή, ή ίσως μιας οικογένειας που διαλήθηκε κάπου στη Φωκίωνος Νέγρη,— και όσο το πλάνο ανοίγει σαν μια αγκαλιά, όλο και περισσότερα αποσπάσματα της Ιστορίας συγχωνεύονται και αντικειμενοποιούνται.

Χωρούν όλα. Είναι ήδη συντελεσμένα.

Τα σπίτια είναι δοχεία ζωής, όπως δοχείο ζωής είναι και το σώμα: είναι το σπίτι μας, είναι ο τόπος της μνήμης και ως έναν τέτοιον τόπο αντιμετώπισα τα Προσφυγικά της Λεωφόρου Αλεξάνδρας· σαν ανθρώπινα σώματα μέσα στα οποία ψηλάφησα τη μνήμη και συνάντησα ενδείξεις ζωής, παρά την εγκατάλειψη και την παρακμή.

n

Η ζωή υφαίνει τη μνήμη, κι αυτή με τη σειρά της μετατρέπεται σε ενέργεια, για να ταξιδέψει μέχρι το περίβλημα που αγκαλιάζει τα όργανα δράσης του ανθρώπινου σώματος. Εκεί συσσωρεύονται οι εμπειρίες, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα, το τελικό πόρισμα του εγκεφάλου μας. Η μνήμη δεν μετατρέπεται από τον εγκέφαλο αποκλειστικά σε εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές· απορροφάται απ’ τον κυτταρικό ιστό και, σαν απόηχος, κατακάθεται σε αυτόν.

Η γυναίκα, με τη σειρά της, αξιώνει κατά την κύηση τη δημιουργία νέου κυτταρικού ιστού μέσα στο «σπίτι» της. Συμμετέχει σαν συγκοινωνούν δοχείο στη δημιουργία μνήμης, μιας νέας ζωής με μνήμη. Ήταν τυχαίο, λοιπόν, ότι συνάντησα πολλές γυναικείες μορφές κρεμασμένες στους τοίχους των Προσφυγικών; Καθώς ο ελληνισμός ξεριζώθηκε και στους δύο διωγμούς από τη Μικρά Ασία, οι γυναίκες ήταν αυτές κυρίως που μετέφεραν στην Ελλάδα τη ζωή τους και, μαζί, τη μνήμη της συμφοράς. Αυτές βρέθηκαν να τριγυρίζουν ασυντρόφευτες, μαζί με τα μικρά τους παιδιά, σε ξένα λιμάνια και τόπους. Όταν ρίζωσαν και πάλι, στόλισαν τα σπίτια τους με φιγούρες που τους ήταν πιο οικείες.

n

Μια ανάγκη εξωτερίκευσης της στοιβαγμένης μνήμης είναι και η τέχνη. Η φωτογραφία, αν και εγκλωβισμένη πλέον στην οργιώδη παραγωγή και κατανάλωση εικόνων στενά συνυφασμένων με τη δημιουργία ενός τρόπου ζωής και τη χειραγώγηση της μνήμης και των συναισθημάτων μας, είναι απλώς ένα μέσον. Υπάρχουν άνθρωποι που φτιάχνουν ζωγραφιές, γράφουν ή σκαρφαλώνουν βουνοκορφές, προκειμένου ν’ ανοίξουν καινούργια μονοπάτια στο εγκεφαλικό τους τοπίο, δημιουργώντας ασυναίσθητα καινούργιες συνάψεις στον εγκέφαλό τους, κάνοντας χώρο για νέες εμπειρίες, οξυγονώνοντας τη μνήμη του σώματός τους. Ξεγερνούν.

Έτσι και οι πρόσφυγες διάλεξαν έντονα χρώματα για να ζωηρέψουν τη ζωή τους και μοτίβα για να ντύσουν τους τοίχους, και περιποιήθηκαν τα σπιτικά τους προκειμένου να στολίσουν το κομμάτι της μνήμης που υπέφερε. Και επιβίωσαν, πρόκοψαν, ενσωματώθηκαν σαν καινούργιες συνάψεις μέσα σε μια κοινωνία που, τελικά, προκειμένου να επιβιώσει κι αυτή, έσκαψε κι άνοιξε με τη σειρά της καινούργιους δρόμους. Η αλυσίδα κλείνει, ένα κομμάτι του παζλ εκδιώκεται ή αποχωρεί, οι δυσκολίες μιας καινούργιας αρχής, οι εσωτερικές ισορροπίες, οι κοινωνικές συγκρούσεις, η μοναξιά, η αναζήτηση εξαγνισμού κυματίζουν σαν τις κρύες κουπαστές των κλιμακοστασίων.

n

Έτσι κι εγώ, ως ένα σώμα κρύο και ξένο προς την προσφυγιά, αλλά οικείο προς τον αποχωρισμό, ξόρκισα τη μνήμη μου μέσα από εικόνες πραγματικές (για τις ζωές των ενοίκων), αλλά αναπαραστατικές (για τα προσωπικά μου βιώματα), ταυτιζόμενη με τα απομεινάρια μιας εποχής που πέρασε, μα δεν ξέφτισε. Όσο φωτογράφιζα, τόσο πατούσα το μολύβι μου πάνω στα μονοπάτια των παιδικών μου βιωμάτων, ανοίγοντας ταυτοχρόνως καινούργια, με τη βοήθεια των 200 κλειδιών που ξεκλείδωναν άγνωστες πόρτες, και της κάμεράς μου που αποτύπωνε ζωές αγνώστων, αλλά τόσο οικείες ως προς την προσωπική μου εμπειρία.

Οι επισκέψεις μου κράτησαν πέντε χρόνια. Αρχικά, με συνεπήραν εκείνα που έβρισκα ανοίγοντας τα διαμερίσματα. Καθένα απ’ τα 200 κλειδιά που είχα στη διάθεσή μου, μου αποκάλυπτε μια διαφορετική ιστορία. Σαν αδιάκριτος κλειδοκράτορας ξεφύλλιζα χαρακτήρες ενοίκων μέσα από τα διάσπαρτα ίχνη τους και απομόνωνα λεπτομέρειες από τη ζωή που είχαν ζήσει και αφήσει πίσω τους. Κάθε πόρτα που άνοιγα, αποκάλυπτε κι από ένα δακτυλικό αποτύπωμα της Ιστορίας.

n

Άργησα να ξεχωρίσω τα παιχνίδια των φωτοσκιάσεων μέσα στις χλομές και, καμιά φορά, παραβιασμένες εισόδους των πολυκατοικιών. Μα ανακάλυψα σύντομα την... ενήλικη παιδική μου χαρά: τα κλιμακοστάσια, πέρα από την υπέροχη αισθητική και αρχιτεκτονική καλλιγραφία της εποχής τους, ταυτίστηκαν στο φακό μου με τη διέξοδο ενός παιδιού από τα βαρετά παιχνίδια με τις κούκλες προς τα παιχνίδια που σκαρώνει το φως με το σκοτάδι.

Οι συνθήκες κάτω απ’ τις οποίες φωτογράφιζα, ομολογουμένως, δεν ήταν ιδανικές. Είχα ελάχιστο χώρο να κινηθώ μέσα στα μικρά δωμάτια, και ελάχιστο φως, που τρύπωνε από μισάνοιχτα παράθυρα σπασμένα ή αγκυλωμένα από την αχρηστία και τη σκόνη. Όμως, είχα κάνει μια συμφωνία με τον εαυτό μου, την οποία τήρησα πιστά σε κάθε μου επίσκεψη: δεν μετακίνησα το παραμικρό· φωτογράφισα τα πάντα ακριβώς όπως τα βρήκα, σεβόμενη την ιστορία τους». Κλεοπάτρα Χαρίτου