- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Υπάρχει, Υπάρχει!
Ο Αϊ-Βασίλης είναι το έξτρα μπόνους μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης χιόνια από ποπ κορν και λιωμένα δέντρα με πλοκάμια μέδουσας
Ο Αϊ-Βασίλης είναι το έξτρα μπόνους μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης χιόνια από ποπ κορν, λιωμένα δέντρα με πλοκάμια μέδουσας κι ασπρόμαυρα καρό μανιτάρια που, όταν βρέχει, πας και στέκεσαι από κάτω μέχρι να φύγει η μπόρα. Ο Αϊ-Βασίλης είναι μηχανισμός επιβίωσης. Τον περιλαμβάνει το μάνιουαλ μιας διαδρομής που αφήνει πίσω της πατημένα καστράκια στη λεωφόρο για την εφηβεία.
Ο Αϊ-Βασίλης υπάρχει. Το διαπίστωσα εκείνη, την πρώτη στιγμή, ένα μήνα πριν φυσήξω δύο κεριά σε μια μεγάλη σοκολατένια τούρτα, που ακούστηκε το τσικ τσικ στο σαλόνι, απ’ το σημείο που βρισκόταν το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί (φρικτά) λαμπάκια. «Ωχ, είπα μέσα μου, πάει», γιατί σκέφτηκα ότι έτσι όπως τρέχει του σκοτωμού από σπίτι σε σπίτι να μοιράσει τα δώρα, πάνω στη βιασύνη του θα του χώσει καμιά του δέντρου και άντε πάλι απ’ την αρχή να το ξαναστήνεις στη θέση του. Είχα δίκιο. Όταν έφυγε και τρέξαμε με τον Κώστα στο σαλόνι, το δέντρο έγερνε πιο πολύ απ’ τον πύργο της Πίζας και τελικά μας ήρθε στο κεφάλι, μαζί με τα στολίδια και τα (φρικτά) λαμπάκια – τα οποία κάηκαν όλα μαζί ταυτόχρονα.
Οκ, μεγάλη βλακεία του Αϊ-Βασίλη, αλλά τι να κάνουμε; Στο κάτω κάτω, ήταν ένας απ’ Αυτούς. Μπορεί όχι τόσο παράλογος να σε βάζει να πλένεις κάθε βράδυ τα δόντια σου σώνει και καλά, ούτε τόσο σπαστικός να σε καταπιέζει να φας φακές τη στιγμή που πεθαίνεις για μια τηγανιά κριτσανιστές πατάτες, μπορεί να ντυνόταν φοβερά, να ερχόταν από μια κρυστάλλινη χώρα με διάφανα βουνά, να είχε ασυνήθιστα κατοικίδια και άπαιχτο μεταφορικό, αλλά το κουσούρι υπαρκτό: ήταν Μεγάλος. Και ως τέτοιος, έτρωγε άκυρο εκ των προτέρων.
Στον κόσμο των Παιδιών, οι Μεγάλοι ίσως να μην είναι εχθροί – οπωσδήποτε, όμως, είναι αντίπαλοι. Και κάπως εξωγήινοι. Καταλαβαίνουν «περίπου» και σε κοιτάνε σαν ροφοί, συνεννοούνται «περίπου» και σου μιλάνε με υποκοριστικά, επικοινωνούν «περίπου» και σου κρύβουν αυτά που έχεις ήδη ανακαλύψει. Κι επίσης ενδιαφέρονται για άχρηστα πράγματα, ασχολούνται με αδιάφορα θέματα, θεωρούν σοβαρά τα πιο αστεία και ασήμαντα τα πιο σημαντικά. Πώς λοιπόν να θυμώσεις με κάποιους που νομίζουν ότι το πυθαγόρειο θεώρημα μετράει πιο πολύ από το χορό που κάνουν οι σκόνες του μεσημεριού στα τζάμια κάθε καλοκαίρι; Πώς να κρατήσεις μούτρα σε κάποιους που ξεχνάνε ότι η κάλτσα τους είναι ακόμα κρεμασμένη εκεί, στο τζάκι της χώρας του Ποτέ;
Δεν θυμώνεις με τους Μεγάλους, απλώς τους συγχωρείς. Κι έτσι, συγχώρεσα τον Αϊ-Βασίλη μου. Κι από τότε πάντα τον συγχωρούσα, κυρίως για το γούστο του που για κάποιο μυστήριο λόγο ταυτιζόταν τρομερά με της μαμάς μου και για τις «περίπου» σωστές επιλογές δώρων: ήθελα Μπάρμπι, όχι την ξενέρωτη κούκλα με τον ταφτά. Τα γοβάκια της Σταχτοπούτας, όχι τα Κίκερς με τη λαστιχένια σόλα. Τον Πίτερ Παν για γείτονα, όχι τον Θύμιο. Τελικά, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, το πιο σωστό πράγμα που έκανε ποτέ ο Αϊ-Βασίλης αποδεικνύοντας την ύπαρξή του ήταν που γκρέμισε τότε το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα κόκκινα, κίτρινα, πορτοκαλί (φρικτά) λαμπάκια. Πολύ μου την έσπαγαν.