Αρχειο

Καταραμένοι δημιουργοί #3

Ο Γιώργος Κορδέλλας γράφει για την ποιήτρια Κατερίνα Γώγου (1940 -1993)

4669-35224.jpg
Τάκης Σκριβάνος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
31453-70356.jpg

«Είναι επικίνδυνη – όταν χαλάει ο Θεός τον κόσμο, χαλάζια και κατακλυσμός, βγαίνει ξεκάλτσωτη στους δρόμους, σφυρίζει τους άντρες, πετάει πέτρες στα περιπολικά, την αράζει πάνω σα σκίουρος στα δέντρα, κι ανάβει τσιγάρο απ’ τις αστραπές» (Τρία Κλικ Αριστερά, 1978)


Την πρωτοείδα στην Πατησίων. Έξω από το Πολυτεχνείο. Στο πεζοδρόμιο, τότε, αναπτύσσονταν διάφορα «μαγαζάκια» φρικιών και πολιτικοποιημένων ή «περιθωριακών» της εποχής. Βιβλία μικρών εκδοτικών οίκων, πολιτικά και καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, επανάσταση και ιδεολογία, μπροσούρες και κοσμήματα, αναρτημένα στα κάγκελα και απλωμένα στο πεζούλι, ή σε αυτοσχέδιους πάγκους (πολλές φορές, σε όλο το μήκος, από τη Στουρνάρη ως το περίπτερο του Μουσείου). Το σκηνικό συμπλήρωνε συνήθως και κάποιο πανό, κρεμασμένο κι αυτό στα κάγκελα, αφίσες, προκηρύξεις και καμιά ντουντούκα. Συχνά ήταν και τα πολύωρα πηγαδάκια με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, την προπαγάνδα και τους καυγάδες. Κόσμος πηγαινοερχόταν, οι στάσεις των λεωφορείων και των τρόλεϊ ήταν γεμάτες.

Εκεί έστηνε συνήθως το μαγαζάκι του κι ο Νικόλας, ο Άσιμος. Αλλά και στα Προπύλαια, που ήταν επίσης «πιάτσα». Υπαίθριο κινητό βιβλιοπωλείο. Ιδεοδρόμιο, Panderma, Κούρος, Μαύρος Ήλιος, Πεζοδρόμιο, Ο Kόκορας (που λαλεί στο σκοτάδι), βιβλία πολιτικά, φιλοσοφικά, ψυχολογίας, από Μπακούνιν και Φρόιντ μέχρι Κρισναμούτρι και Καστανέντα, από σουρεαλιστές, Σαββόπουλο και στίχους των Doors μέχρι Baader-Meinhof και Κατερίνα Γώγου, το βιβλίο του Αναζητώντας Κροκανθρώπους και, φυσικά, τις περιβόητες κασέτες του. Συνήθως κουβάλαγε και την κιθάρα του (ή το μπουζούκι) και, όχι σπάνια, αυτοσχεδίαζε ή τραγουδούσε.

Εκεί λοιπόν, αρχές του ’81, χειμώνας, αλλά λιακάδα, καθόμουνα με το Νικόλα και τα λέγαμε (Αλκυονίδες πρέπει να ’τανε, και στο βάθος προς την Ομόνοια οι σκελετοί του Μινιόν και του Κατράντζου ακόμα «καπνίζανε»).

Η Κατερίνα -πάνω κάτω η Πατησίων- με τα κοντά μαύρα μποτάκια της, σταμάτησε κι έπιασε κουβέντα με τον Νικόλα. Δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν αυτή. Οι φωτογραφίες της στα «Τρία κλικ» και «Ιδιώνυμο», που ήταν κρεμασμένα στη «βιτρίνα» (στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, δηλαδή), είχαν άλλο look, όπως θα λέγαμε σήμερα. Και στην οθόνη του σινεμά όλα δείχνουν διαφορετικά!

Πήγα στο περίπτερο να πάρω μια μπύρα κι όταν γύρισα είχε φύγει. «Η Γώγου ήταν αυτή;», ρώτησα το Νικόλα κι έμαθα πως αυτή ήταν. Την εποχή εκείνη ήταν ήδη γνωστή μετά τις απανωτές εκδόσεις των δύο (πρώτων) βιβλίων της, τη συμμετοχή της στην «Παραγγελιά» και το «Βαρύ πεπόνι» πιο πριν. Ίνδαλμα των πολιτικοποιημένων, των αριστεριστών κυρίως, αλλά και των αμφισβητιών, αντισυμβατικών, και όλων των αντί. Η Γώγου της Φίνος Φιλμ δεν ήταν και τόσο γνωστή, τότε, στους περισσότερους. Απ’ αυτούς που την είχαν διαβάσει οι πιο πολλοί δεν έκαναν την ταύτιση, κάποιες από αυτές τις ταινίες, που ήταν απορριπτέες ως υποπροϊόντα κουλτούρας, ίσως τις είχαν δει μικροί. Πού να θυμούνται μια τρίτη ηθοποιό σε τυποποιημένους ρόλους της, κατά Δαλιανίδη, «μοντέρνας» νεολαίας της εποχής; Δεν υπήρχαν τότε τα ιδιωτικά κανάλια, που κάναν αργότερα αυτές τις ταινίες ψωμοτύρι, ούτε φυσικά και dvd, ούτε καν VHS και video-club…

Μιά-δυό μέρες αργότερα, απόγευμα ή βραδάκι, στη υπόγα του Άσιμου, στην Αραχώβης, σπρώχνει το παράθυρο. «Γειά σας. Να μπω;». Μπήκε.

Φορούσε ένα άσπρο, κεντημένο με άσπρη κλωστή φόρεμα, στιλ λαϊκής τέχνης.

Το σπίτι του Νικόλα ήταν μια υμιυπόγεια γκαρσονιέρα, όπου ζούσε με την 5χρονη τότε κόρη του, τη Νιουνιού.

Στο ένα και μοναδικό δωμάτιο υπήρχε ψηλά ένα παράθυρο, μοναδικό κι αυτό, προς το πεζοδρόμιο της Αραχώβης, που ήταν και η... πόρτα του σπιτιού. Η κανονική είσοδος ήταν εσωτερική, από το υπόγειο της πολυκατοικίας, αλλά όλοι μπαινοβγαίναμε από το παράθυρο. Υπήρχε από κάτω, μόνιμα, ένα σκαμνί γι’ αυτό το λόγο. Μπαίνοντας λοιπόν από το παράθυρο, στ’ αριστερά, υπήρχε ένα διώροφο κρεβάτι, ιδιόχειρη κατασκευή του Νικόλα, από χοντρά ξύλινα καδρόνια, βαμμένα σκούρα. Το πάνω κρεβάτι ήταν το καταφύγιο της Νιουνιούς. Στην απέναντι γωνία, κάτω στο πάτωμα, ένα διπλό στρώμα. Οι τοίχοι του δωματίου ήταν ζωγραφισμένοι και γραμμένοι από πάνω μέχρι κάτω. Όποιος ήθελε έγραφε ό,τι του κατέβαινε ή ζωγράφιζε εκεί πάνω. Δεν υπήρχε σπιθαμή ελεύθερη. Η υπόλοιπη επίπλωση ήταν ένα στενό τραπεζάκι, κολλημένο στον τοίχο και μια δυο καρέκλες. Το μικρό χολ ήταν η αποθήκη του «μαγαζιού», γεμάτη κούτες με βιβλία, κασέτες και ό,τι άλλο πουλούσε κατά καιρούς ο Νικόλας, ή ό,τι μάζευε από το δρόμο. Αργότερα, εκεί έβαζε και το ποδήλατο. Το χολ βέβαια ήταν μικρό, γι’ αυτό η αποθήκη είχε επεκταθεί και στο μικρό κουζινάκι, στο ανήλιαγο βάθος του σπιτιού.

Η Κατερίνα, λοιπόν, μπήκε. Ο Νικόλας καθόταν στο στρώμα, προς την έξω μεριά, με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα μαξιλάρι στον τοίχο και έπαιζε στο μπουζούκι.

Εγώ, στη μέση του στρώματος, κάθετα, με την πλάτη στον άλλο τοίχο κι ένα ποτήρι με κρασί στο χέρι, χύμα, που είχαμε πάρει από τον μπαρμπα-Γιάννη, Μπενάκη και Δερβενίων.

Στο διώροφο κρεβάτι κάτω από τη Νιουνιού, που μουντζούρωνε με κάτι ξυλομόλυβα, άναβε το ένα μετά το άλλο τα άφιλτρα που κάπνιζε ο Γιάννης, ο Μωράτης, ένας φίλος απ’ τη Στυλίδα.

Η Κατερίνα ήρθε κι έκατσε δίπλα μου, στο στρώμα. Η καρδιά μου ανέβασε παλμούς και τραβήχτηκα να κάνω χώρο. Ανακαλώντας τη σκηνή στη μνήμη μου, την ξαναβλέπω να παραμερίζει το μισάνοιχτο παράθυρο· έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω, σκανάρισε το χώρο, ο Γιάννης έσπρωξε το σκαμνί προς το παράθυρο να πατήσει (ήταν κοντή η Κατερίνα) και άφησε την τσάντα της δίπλα μου. Τραβήχτηκα να κάνω χώρο.

«Μη φεύγεις» μου είπε, «χωράμε».

Tραγούδι, κουβέντα, κρασί, η βραδιά προχωρούσε.

Πήγα και πήρα κι άλλο κρασί από τον μπαρμπα-Γιάννη κι όταν γύρισα, πήγα να καθίσω στο σκαμνάκι, αλλά η Κατερίνα μαζεύτηκε και μου ’κανε νόημα να πάω δίπλα. Ξαναμπήκα στην προηγούμενη θέση μου και λίγο αργότερα την ένιωσα να κολλάει πάνω μου. Τραβήχτηκα διακριτικά.

«Μην τραβιέσαι» μου ’πε, «θέλω να σ’ ακουμπάω».

Σε λίγο έγειρε το κεφάλι της στον ώμο μου κι έμεινε εκεί αρκετή ώρα. Εγώ δεν τολμούσα να κουνηθώ. Μόνο το χέρι μου με το ποτήρι ανεβοκατέβαινε στο στόμα κι όταν άδειασε, δεν αποφάσιζα να σηκωθώ για να το γεμίσω.

Η Κατερίνα μου το πήρε από το χέρι και το γέμισε. «Να βάλω;» ρώτησε πριν. Φυσικά και να βάλει.

Ένα από τα κομμάτια του Νικόλα που αγαπούσα, ήταν το «Ουλαλούμ» του Σκαρίμπα. Του ζήτησα να το πει κι άρχισε καπάκι.

Η Κατερίνα ξανάγειρε στον ώμο μου, το κρασί έρεε στο αίμα μου, κι έξω δεν έπνεε ανάσα…

«Τόσο πολύ μ’ αγάπησες κυρά, που άκουγα διπλά τα βήματά μου! Πάταγα ’γώ -στραβός- μες στα νερά κι εσύ κοντά μου…».

Αποκοιμηθήκαμε, έτσι, εκεί. Όταν ξύπνησα είχε φέξει. Η Κατερίνα είχε φύγει, δεν κατάλαβα πότε, ήθελε να είναι στο σπίτι πριν ξυπνήσει η μικρή για το σχολείο - κι αυτό το ’μαθα αργότερα.

Βγήκα έξω και περπάτησα. Γκρίζα πρωινή Αθήνα. Ξεσκισμένες αφίσες, κόκκινα σφυροδρέπανα, μαύρα «Α» σε μαύρους κύκλους με αναμμένα φυτιλάκια. Θαμπό το απόσπασμα της Ακρόπολης στο βάθος της Αιόλου, γκρίζα η Πατησίων, κίτρινα-κροκί τρόλεϊ.

Ήθελα να ξαναδιαβάσω τα ποιήματά της.


Ο Γιώργος Κορδέλλας είναι σκηνοθέτης και στιχουργός. Είναι ο ηθικός αυτουργός της μελοποίησης 20 ποιημάτων της Κατερίνας Γώγου, που αποτέλεσαν τη συλλογή «Πάνω κάτω η Πατησίων». Την παραγωγή του πολυσυμμετοχικού cd έκανε ο ίδιος, μαζί με τον Άγγελο Σφακιανάκη, καθώς και την επιμέλεια του βιβλίου της έκδοσης, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός.

* Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον ίδιο, το 1983 στην Αίγινα.

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ