- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Καταραμένοι απ’ τον Θεό, ευλογημένοι απ’ τον Διάβολο; Μα, δεν υπάρχουν ούτε Θεός ούτε Διάβολος, παρά μόνο ανθρώπινα πάθη - και ευαισθησίες, τρυφερότητα και έκφραση στις παρυφές της «λογικής». Έλληνες σε στιγμιότυπα της θαυμαστής δημιουργίας αλλά και της θαυμαστά τραγικής ζωής τους. Πρώτος της παρέας αυτής ο Κώστας Καρυωτάκης (1896 – 1928), για τον οποίο γράφει ο Μανόλης Πολέντας*.
Αν ήμουν ένας περίεργος θρησκευόμενος Πλατωνιστής θα μπορούσα να πω ότι τον Κώστα Καρυωτάκη τον «ανακάλυψα» περίπου στην ηλικία των 8 χρόνων. Μεσημέρια με τον πατέρα μου στο ενετικό λιμάνι των Χανίων με γκαζόζα και τον φάρο απέναντι να αντιμάχεται τον ορίζοντα του Κρητικού Πελάγους. Ή τις Τετάρτες τα βράδια που πηγαίναμε οικογενειακώς να φάμε ψάρια στο ίδιο σημείο, με το σκοτάδι και το φως της Σελήνης πίσω από τον φάρο να κάνουν την ψυχή ενός μικρού παιδιού να γιομίζει από φόβο και ανασφάλεια από την μια, και από την άλλη από δίψα για φυγή και μακροβούτι στα άδυτα της θάλασσας που τότε, για ένα παιδί, ήταν μεταφορά-εν-αγνοία του για την ψυχή του ανθρώπου.
Αργότερα, πολύ αργότερα, διάβασα κάπου, που τώρα δεν θυμάμαι, ότι ο Κώστας Καρυωτάκης είχε από μικρός ένα βλέμμα απλανές.
Ποτέ δεν εστίαζε στα ερεθίσματα που βρίσκονταν μπροστά στα πόδια του. Ότι πάντοτε είχε ένα βλέμμα θλιμμένο και απόμακρο. Προβληματισμένο, λες και ήταν μεγάλος, γέρων ίσως. Αν ήμουν 100% υλιστής, θα απέδιδα τα χαρακτηριστικά αυτά στον τύφο που τον χτύπησε μικρό, όταν σπούδαζε στο ίδιο Γυμνάσιο των Χανίων όπου σπούδασα για λίγο κι εγώ. Το έλεγαν και για μένα αυτό ενώ τύφο δεν γνώρισα. Και οι δάσκαλοί μου συχνά με ρωτούσαν τι σκέπτομαι και γιατί συνέχεια κοιτάζω έξω απ' το παράθυρο και δεν συγκεντρώνομαι στα μαθήματά μου. Οι άνθρωποι διαφέρουμε και μοιάζουμε, με μέτρο τις διαταραχές της ψυχής, όπως δίδαξαν και οι ερευνητές της.
Τον Καρυωτάκη όμως τον γνώρισα πολύ αργότερα, μετά που είχα γνωρίσει τον Μπωντλαίρ και τον Ρεμπώ. Τον Μαλλαρμέ και τον Βαλερύ. Τον Μαρξ και τον Άνταμ Σμιθ. Τον Έλιοτ και τον Πάουντ. Τον Γκίνσμπεργκ και τον Ουάλας Στήβενς. Ήταν το καλοκαίρι του 1978 που βρισκόμουν στην Αθήνα για διακοπές. Πέρασα από τις Εκδόσεις Ερμής και αγόρασα τα Άπαντα του. Μου το είχε συστήσει ο αείμνηστός μου Αντώνης Δεκαβάλλες, που με παρακολουθούσε στις πρώτες δοκιμές γραφής. Κάθησα με δίψα στου Ζωναρά το ζαχαροπλαστείο και άνοιξα το βιβλίο σε στυλ ντανταϊστή, τυχαία. Ήταν το πρώτο πεζό ποίημα με τίτλο Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ. Έρωτας με την πρώτη ματιά, που λένε οι μικροαστοί – που σχέση άμεση είχαν και έχουν με έναν Καρυωτάκη, να προσθέσω ειρωνικά.
Έπειτα κάθισα για ώρες και διάβασα τη λαμπρή εισαγωγή του Γ.Π. Σαββίδη. Παρήγγειλα δύο ακόμα καφέδες, μετά ουίσκι, διάβαζα, δάκρυζα και πρόσεχα να μη με δουν οι θαμώνες, διάβαζα και σημείωνα θαυμαστικά πολλά στα περιθώρια των σελίδων, μέχρι που νύχτωσε και κατηφόρισα στην Οδό Στουρνάρη όπου τότε έμεναν οι δικοί μου και καθ’ οδόν μουρμούριζα ό,τι θυμόμουν από τον ΚΗΠΟ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ. Δύο άνθρωποι, μία ψυχή, μουρμούρισα στο ασανσέρ. Δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη βραδιά ότι ήταν ιδανικός αυτόχειρας.
Έχουν περάσει τουλάχιστον σαράντα χρόνια και ο Καρυωτάκης παραμένει, ένας πλέον σημαντικός ποιητής της Νεοελληνικής και της παγκόσμιας ποίησης. Και αυτό γιατί για μένα προσωπικά, ως αναγνώστη της ποίησης, ο Καρυωτάκης έχει επιτύχει μία σπάνια όσμωση, ένα κοκτέιλ φαρμάκων, που λένε οι γιατροί, για να θεραπεύσει μια σχιζοφρένειά μου. Και εξηγούμαι. Όσο σπούδαζα και μελετούσα την ποίηση, οι ποιητές που συμμετείχαν στα κινήματα τα περισσότερο νεφελώδη, οι μεταφυσικοί, οι ρομαντικοί, οι δανδήδες και οι παρακμιακοί, μετά οι σουρεαλιστές, ασκούσαν εντός μου μια γοητεία σαν άνθρωποι και όντα κοινωνικά και πολιτικά, σαν ψυχές και οραματιστές, σαν προφήτες και δαίμονες και σαν καταραμένοι. Αυτούς αγαπούσα και αγαπώ περισσότερο και σήμερα.
Από την άλλη, οι κλασικοί και νουνεχείς, οι υποκλίνοντες στην παράδοση ταπεινοί εργάτες του λόγου και της σκέψης, ο καθείς εκ των οποίων τοποθέτησε και το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα της ποίησης ανά τους αιώνες, δίχως πρόθεση να επαναστατήσουν, να κατεδαφίσουν τα μαυσωλεία της Τέχνης και της Ιστορίας, εκείνοι, δηλαδή, που συμμετείχαν στα κλασικά και νεοκλασικά κινήματα. Παραδόξως, πιο συχνά με συγκινούσαν τα ποιήματα των τελευταίων, ενώ οι ίδιοι με άφηναν και συνεχίζουν να με αφήνουν σχεδόν αδιάφορο. Όλη τη μέρα να σκέφτεσαι και να θαυμάζεις έναν Κάλας και να έχεις μονίμως τον Σεφέρη ανοιχτό πάνω στο γραφείο σου. Μέχρι που ανακάλυψα τον Κώστα Καρυωτάκη. Τον νεοσυμβολιστή ή μετασυμβολιστή, τον νεορομαντικό -άνθρωπο που καταράστηκε ο Θεός, οι άνθρωποι και η ζωή του η ίδια-, που πρόλαβε να αφήσει πίσω του ένα έργο που με συγκινεί εξίσου με τον ίδιο τον βραχύ του βίο: «Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε / έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου / ωραία νά 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε» [“Θέλω να φύγω πια από δω”].
Όπως και στην περίπτωση του Ρίτσου, ο Καρυωτάκης έχει επηρεάσει περισσότερους ποιητές στη χώρα μας από όσους το παραδέχονται. Η περίπτωση του πρώτου σχετίζεται κυρίως με τον πολιτικό και ιδεολογικό του βίο και την πολιτεία. Δεν θα ήθελαν να σχετίζονται μ' έναν ανεπιθύμητο στα σαλόνια της Στοκχόλμης. Στην περίπτωση του Καρυωτάκη, η εικόνα είναι πιο θολή και εδώ δεν είναι ο χώρος για μια τέτοια προσέγγιση. Αρκεί να καταθέσω ότι οι πιο σημαντικοί επίγονοί του το έχουν παραδεχτεί με υπερηφάνεια. Ειδικά εκείνοι που την ήττα και την ένιωσαν και την παραδέχτηκαν. Σίγουρα ο Καρυωτάκης χορήγησε ενδοφλέβια «το άγχος της επίδρασής» του στις επόμενες γενιές των ποιητών, για να θυμηθώ και τον Χάρολντ Μπλουμ. Θα αρκεστώ στην παρατήρηση του Ζήσιμου Λορεντζάτου, ότι ο Καρυωτάκης είναι «ο πορθμός και ο δίαυλος» ανάμεσα στην παλιά και τη νέα ποίηση.
Για να επιστρέψω και να τελειώσω με την πρώτη, νεανική μου γνωριμία με τον Καρυωτάκη εκείνο τον Αύγουστο του 1977. Ήταν ένα μεσημέρι, ήμουν 10 χρόνια νεότερος απ’ ό,τι ήταν αυτός όταν τόλμησε να βάλει τέλος στη ζωή του. Το λιμάνι των Χανίων ήταν γεμάτο από κόσμο ημίγυμνο. Ψιθύριζα από μέσα μου τον Μπωντλαίρ και πιο συγκεκριμένα το «Άλμπατρος» που είχα μάθει απ’ έξω. Σε λιγότερο από έναν μήνα τον είχα ήδη αγαπήσει βαθιά αυτόν τον ποιητή. Και τον έβρισα με λυγμό για την αυτοχειρία εκείνο το μεσημέρι, πριν γράψω το δικό μου ελεγείο:
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΒΡΑΧΥΒΙΟΙ
Στον Κ. Καρυωτάκη
«Η μελαγχολία και ο πόνος των πραγμάτων
ο θάνατος που θα σατίριζε τη ζωή και τις νύχτες σου
............................................................................................
τώρα με πικρή γραμμή και μακριά απ’ το λιμάνι, άφαντη
όπως και η Αχαριστία που θα φύτευες στις καρδιές
των ανθρώπων
η φυγή, η ζάλη της πιο σημαντικής στιγμής
οι άνθρωποι που γυρίζουν στους δρόμους τα βράδια
οι άνθρωποι που διανυχτερεύουν χωρίς να γνωρίζουν
τη σιωπή τους.
Εάν γινόταν, θα ακουμπούσες στον ώμο ενός πουλιού,
θα έκανες τρόπο ζωής μια ζωτική αοριστία
σαν τριαντάφυλλο στην τσέπη του σακακιού σου
σαν άδειο χέρι, έστω, που γράφει κινήσεις στον αέρα
και μέσα στις νεκροκεφαλές του πλήθους.
..............................................................................................
Ναι, η σιωπή έχει λόγο».
* Ο Μανόλης Πολέντας έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ο Άγιος Μισάνθρωπος» (Ηριδανός, 1983), «Ζώα Μικρά» (Μεταίχμιο, 2003) και «EVIL I» (Tαξιδευτής, 2012). Επίσης, έχει μεταφράσει αγγλική λογοτεχνία στα ελληνικά. Είναι διδάκτωρ της Αγγλόφωνης Ποίησης και έχει Μάστερ της Πολιτικής Οικονομίας. Είναι, ακόμα, εκφωνητής ειδήσεων και μουσικός παραγωγός/σχολιαστής στο ραδιόφωνο, 105,5 Στο Κόκκινο.
Αντί επιλόγου
«Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Ολη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Είναι το υστερόγραφο στο σημείωμα που άφησε ο Καρυωτάκης όταν αυτοκτόνησε με πιστόλι. Λίγες ώρες πριν είχε επιχειρήσει να το κάνει διά πνιγμού, αποτυγχάνοντας παταγωδώς.