- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Είμαι σκασμένος γιατί έμαθα πριν λίγο, καθυστερημένα, το θάνατο του Αντώνη Στεργιάκη, του καλού ανθρώπου, του φίλου, του σπουδαίου αιθουσάρχη και διανομέα. Τον είχα γνωρίσει πάρα πολλά χρόνια πριν ως πελάτης του σινεμά «Άττικα» στην πλατεία Αμερικής. Γίναμε φίλοι, το ίδιο και με τα παιδιά του που τα έβλεπα να μεγαλώνουν, και που συνεχίζουν τώρα στο «Άστυ» της οδού Κοραή και την «Άμα φιλμς». Ο Αντώνης με βοήθησε πάρα πολύ, σε πολλές κυριακάτικες, χειμωνιάτικες, μεσημεριανές συνεντεύξεις, κι εγώ του το ανταπέδωσα, όσο γινόταν φυσικά, ταχτοποιώντας πλήρως τα τεύχη του «Κινηματογραφικού Αστέρα» που τα είχε σκόρπια. Ο Αντώνης μού έδωσε ποικίλες πληροφορίες για το βιβλίο μου «Τα σινεμά της Αθήνας 1896-2012. Ιστορίες του αστικού τοπίου», που θ΄ ανέβει για ελεύθερη χρήση οριστικά στο διαδίκτυο το Γενάρη. Και είναι ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που περιλαμβάνονται στη βασική αφιέρωση του βιβλίου.
Διαβάζω τώρα τα μεταθανάτια δημοσιεύματα στο διαδίκτυο, που αναφέρονται ακριβώς στο «Άττικα», στο «Άστυ», αλλά και στο «Άρτ Εκράν», στο «Αλφβίλ», στο «Ελυζέ» κλπ. Δηλαδή σε αίθουσες περιωπής. Εγώ όμως ξεσηκώνω από το βιβλίο μου τέσσερις ιστορίες που μου είπε ο εξαίρετος Αντώνης για άλλα, λιγότερο γνωστά σινεμά που είχε ο ίδιος, από άλλες, ηρωικές εποχές:
«Άμλετ», Γ΄ Σεπτεμβρίου: «Το ΄68 είχα τον ‘Άμλετ’. Μου κατεβαίνει ένας θεατής από τον εξώστη και μου λέει ‘Πρέπει να ειδοποιήσεις την αστυνομία’. ‘Γιατί;’,του λέω. ‘Κάποιος έχει μια βόμβα μαζί του. Έχει ένα δέμα, ακούγεται’. Τι να κάνω, χούντα είχαμε τότε, σκάγανε πού και πού βόμβες, φώναξα την αστυνομία. Είπα όμως στους αστυνομικούς –ήρθανε αμέσως– ‘Όσο μπορείτε ήρεμα παρακαλώ’. Σινεμά είμαστε, θεατές πολλοί μέσα’. Ανέβηκα κι εγώ μαζί τους στον εξώστη. Εκείνος ο θεατής έδειξε τον άλλο με το δέμα. Ο άνθρωπος κοιμότανε, τόνε τσιμπήσανε οι μπάτσοι, αλαφιάστηκε. Τόνε βγάλανε έξω στο φουαγιέ. Άνθρακες ο θησαυρός. Ένας εργατικός ανθρωπάκος ήτανε, ταλαιπωρημένος, με φτωχικά ρούχα. Κουβάλαγε το κολατσιό του και ένα ξυπνητήρι για να ξυπνήσει. Παλιό ξυπνητήρι, κουρντιστό, με ελατήριο, τικ τακ πολύ δυνατό. Αυτό ακουγότανε. Γελάγαμε μετά όλοι μαζί, κι αυτός κι εγώ κι ο μπάτσοι»
«Άρχων» Ι, Ελληνορώσων: «Κάπου το ΄70, είχαμε συναυλία με τον τραγουδιστή Μιχάλη Βιολάρη. Διπλή, απόγευμα -βράδυ. Απόγευμα κόσμος, ωραία, κανένα πρόβλημα. Το βράδυ ήρθανε μόνο δυο τρεις άνθρωποι μόνο, πού να γίει η δεύτερη συναυλία. Βγαίνω πάνω στην σκηνή, τους εξηγώ, το και το, ματαιώνεται και να ΄ρθουνε ταμείο να πάρουν πίσω τα λεφτά τους. Όλοι το καταλάβανε, εκτός από έναν. Αυτός ο ένας πούλαγε τσαμπουκά. Του κακομίλησα και γω. Τον έδιωξα και του ΄πα να μην ξαναπατήσει στο σινεμά. Ήρθε την άλλη μέρα να δει ταινία, τίποτα, δεν τον άφησα. Λίγες μέρες μετά έγινε ένας άλλος τσαμπουκάς, χοντρός αυτή τη φορά, κι ο συγκεκριμένος άνθρωπος έσφαξε κάποιον σαν αρνί μέσα στο ‘Κουρδιστό πορτοκάλι’, περίφημο τότε μπιλιαρδάδικο της Πανόρμου. Είδα τη φωτογραφία στην εφημερίδα και τον αναγνώρισα. Ήταν ένας τύπος πολύ γνωστός στην πιάτσα, όπως μου είπανε εκ των υστέρων. Αυτός πήγε φυλακή βέβαια. Εγώ τότε το ΄πιασα: δεν είχα καταλάβει με ποιον τα είχα βάλει, τυχερός στάθηκα».
Άρχων ΙΙ: «Άλλη ιστορία από τον ‘Άρχοντα’ είναι από τη μοναδική φορά που πήγα κι εγώ να βάλω τσόντα. Τσόντα αληθινή, όπως την εννoούσαμε παλιά, δέκα λεπτά μόνο, σφήνα σε κάποια άλλη ταινία. Είχε γίνει η σχετική ενημέρωση στα καφενεία, στόμα με στόμα βέβαια, το σινεμά τίγκα στον κόσμο. Έλα όμως που τ΄ ακούσανε και κάτι χωροφύλακες κι ήρθανε κι αυτοί να δούνε, κι αυτοί στα καφενεία μιλημένοι. Έ, δεν έπαιξα τίποτα, φοβηθήκαμε μη μας τσιμπήσουνε. Αυτά το ΄73 ή ΄74».
«Λουξ», Λεωφόρος Αλεξάντρας: «Δεκαετία ΄60. Παίζαμε ‘Ματωμένοι ορίζοντες’, ξακουστό γουέστερν με τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Τσάρλτον Ίστον. Το παίζαμε πολλές μέρες με μεγάλη επιτυχία. Λοιπόν, η ταινία είχε πολύ μεγάλο μήκος και κάποια μέρα είχαμε μείνει λίγο πίσω στο πρόγραμμα, δε θυμάμαι γιατί. Μου λέει ο μηχανικός ‘Να κόψω λίγο;’ ‘Κόψε’, του λέω. Κόβει αυτός κάτι στην τύχη και γίνεται χαμός. Κόσμος το σινεμά, γεμάτο- μόνο που δε μας δείρανε. Μας βρίζανε: ‘Πού να ρε το ξύλο;’, μας λέγανε. Κι είχανε δίκιο. Γιατί ο μηχανικός, εντελώς απρόσεχτα, έκοψε αυτό που το βλέπανε και το ξαναβλέπανε και ξαναρχόντουσαν για να το ξαναδούνε: δέκα λεφτά άγριο ξύλο ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές. Οι θεατές, αντράκια, μαγκάκια και τα σχετικά, τέτοιοι τύποι, φωνάζανε, βρίζανε, χειρονομούσανε. Συμμετείχανε με τον τρόπο τους και υποστηρίζανε τον ήρωά τους, άλλοι τον ένα κι άλλοι τον άλλο. Περιμένανε λοιπόν το ξύλο πώς και πώς, αλλά ξύλο γιοκ. Πάλι καλά που δε δώσανε και σε μας ξύλο τότε».