Αρχειο

Νεπάλ στα 5550 μέτρα: Να τ’ αφήσω;

Ταξιδιωτικό από την άκρη της γης

Soul Team
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεκαπέντε μέρες χωρίς αλκοόλ, 12 χωρίς ντους, με -3 βαθμούς μέσα στο δωμάτιο. Τα 130 χιλιόμετρα πεζοπορίας στους πρόποδες του Έβερεστ δεν είναι παίξε-γέλασε.

Για να ανέβεις θες προπόνηση, και μάλιστα εντατική. Τρέξιμο, ποδήλατο, αναβάσεις, χώρια η υλικοτεχνική προετοιμασία. Ο αρχηγός της εξαμελούς ομάδας ήταν σαφής στην πρώτη συνάντηση γνωριμίας: Η ιστορία είναι σοβαρή. Για αυτό και, εκτός από τους χάρτες και τις φωτογραφίες, μας μοίρασε και μια λίστα φαρμακείου για να συμπεριληφθεί στα μόλις 15 κιλά που μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας - όσα θα κουβαλούσε ο ντόπιος πόρτερ.

Λίγες μέρες αργότερα, μετά από νυχτερινές πτήσεις κι ένα πελώριο τζετ λαγκ, με πινελιές από ταινίες, όνειρα και διαλείμματα για φαγητό, το αεροπλάνο μας άδειασε στην Κατμαντού. Και κολλήσαμε εκεί - περιμένοντας πότε θα ανοίξει ο καιρός για την τελική πτήση προς τη Λούκλα με το ιδιότροπο αεροδρόμιο στα 2805 μέτρα. Ευκαιρία για μια μυρωδιά από τη χώρα που απλώνεται κάτω από τη στέγη του κόσμου.

Δεν ξεχνάς την πρώτη μυρωδιά στην Κατμαντού. Έρχεται μαζί με λευκό καπνό από τις όχθες του ποταμού Μπαγμάτι. Εκεί όπου ανθρώπινες σοροί σιγοκαίνε πάνω σε ξύλα, χόρτα, λουλούδια και αρωματικά. Τριγύρω, συγγενείς, περίεργοι αλλά και τουρίστες που τραβούν φωτογραφίες, κρεμασμένοι από το δράμα της τελικής σπίθας.

Ινδουιστικός ναός του Σίβα (Pashoupatinah), πολύχρωμοι ξερακιανοί άγιοι shaddu που ποζάρουν έναντι αμοιβής, θρασύτατες μαϊμούδες αλλά και δύο παιδάκια που με μαγνήτη ψαρεύουν νομίσματα και κάθε μεταλλική σαβούρα από τον πάτο του βρόμικου αλλά ιερού ποταμού. Μια πόλη μυρωδιές και εικόνες. Στο κέντρο της πρωτεύουσας, η μεγάλη στούπα Μπονάθ (Bohnath). Θιβετιανοί βουδιστές μοναχοί ετοιμάζονται για την απογευματινή προσευχή. Θυμιατά και λουλούδια στην είσοδο. Τουριστικά μαγαζιά στον περίβολο: μαχαίρια, ρούχα, τσάγια και -κυρίως- ορειβατικά. Πρώτη διστακτική επαφή με την τοπική κουζίνα: μόμος με κρέας και λαχανικά. Κουβέντες γνωριμίας με τον Sherpa οδηγό μας. Pashan, όπως λέμε Παρασκευάς. Οι άνθρωποι του βουνού παίρνουν το όνομά τους από τη μέρα που γεννήθηκαν). Καιρός να φεύγουμε.

«Άιντε Λούκλα», φωνάζει ο φροντιστής εδάφους, σε ένα αεροδρόμιο που μοιάζει περισσότερο με προβλήτα για φέρι μπόουτ στις Κυκλάδες. Αγουροξυπνημένοι τουρίστες τον κοιτούν με αγωνία. Το ξεχαρβαλιασμένο λεωφορείο του ’70 μας μεταφέρει μέχρι το αεροπλανάκι. Μερικά καθίσματα περισσεύουν και μένουν στο έδαφος για να χωρέσουν οι βαλίτσες. Καραμελίτσες και βαμβάκι για τα αφτιά από την καλοσυνάτη αεροσυνοδό. Με την προσγείωση στον λιλιπούτειο αεροδιάδρομο, η καρδιά επιστρέφει στη θέση της.

Οι ντόπιοι βαστάζοι αντικρίζουν με δέος τις βαλίτσες μας και τα παραπάνω κιλά. Έχουν ξανασυναντήσει έλληνες ορειβάτες. Φεύγουμε κατευθείαν για το μονοπάτι. Από τη Λούκλα μέχρι τον οικισμό Μπανκάρ (Bankar) στα 2790 μέτρα η διαδρομή είναι εύκολη, κυρίως ευθεία, πού και πού κατηφορική. Σπιτάκια, χωραφάκια, λουλούδια, γέφυρες κρεμαστές, μαλλιαρές αγελάδες φορτωμένες, μικρές στούπες και ευχητάρια σκαλισμένα σε πέτρες. Διαμονή σε λότζα καινούργια, με φρέσκα κόντρα πλακέ, λουλουδάτα κουρτινάκια και τρεχούμενο νερό. Κάνει κρύο, αλλά οι οικοδεσπότες γελούν, όταν τους ζητούν να ανάψουν τη σόμπα.

Μη με ξυπνάς απ’ τις 6

Εγερτήριο στις 5:30. Είναι Σάββατο και το μεγάλο παζάρι στο Νάμτσε Μπαζάρ (Namche Bazaar), στα 3420 μέτρα δεν περιμένει. Απότομη, σκονισμένη, αδιάκοπη ανηφόρα. Δίπλα στο μονοπάτι, το ποτάμι δίνει λίγη δροσιά και πολύ κουράγιο. Τίποτα δεν έχει σημασία. Μπροστά μας είναι το Έβερεστ.

Το παζάρι είναι ήδη στα μαζέματα. Έχει τα πάντα. Από πλαστικά τάπερ μέχρι φρεσκομαζεμένα καρυκεύματα, από ζωντανά μέχρι κονσέρβες. Η λότζα μας, κεντρική, με δωμάτια σαν κελιά και ένα κοινό εσωτερικό ντους (4 ευρώ). Μοναστήρι δεν το λες. Εκτός από το ασύρματο ίντερνετ στο δωμάτιο (5 ευρώ η ώρα) είναι δίπλα σε τρία μπαρ. Ένα με κινηματογραφικές ανησυχίες, ένα ιρλαδέζικο κι ένα πιο ροκ με μπιλιάρδο. Νυχτοπερπατήματα, κρυφές μπίρες και κουβέντες με ορειβάτες που επέστρεφαν.

Τελευταίο τσιγάρο «εγκλιματισμού» την επόμενη μέρα στο ψηλότερο ξενοδοχείο του κόσμου («Mt Everest View Hotel»), στα 3800 μέτρα, σε ένα μπαλκόνι με θέα Έβερεστ. Παρέα χαλαρή, πίνει, γελάει, απολαμβάνει τον ζεστό ήλιο, «Καλό το Έβερεστ, αλλά σαν τη Δίρφη δεν είναι».

Ορειβατικός κανόνας πρώτος και απαράβατος: ποτέ μην υποτιμήσεις το βουνό. Στον δρόμο προς το μοναστήρι Τένμποτσε (Tengboche) στα 3870 μέτρα βλέπεις ότι μέχρι εκεί ήταν η χαλαρή πεζοπορία σε πλατιά μονοπάτια με ευχάριστα ανεβοκατεβάσματα. Τώρα ανελέητη δίωρη ανηφόρα, με βροχή μέχρι το μοναστήρι. Τα ροδόδεντρα και οι κορυφές καδράρουν το Έβερεστ στο φως της αυγής - όποτε τραβιέται η ομίχλη. Κι αν έχεις το κουράγιο, μη χάσεις την πρωινή λειτουργία στο βουδιστικό μοναστήρι.

Πέμπτη μέρα περπατήματος, και οι συζητήσεις περιορίζονται στο φαΐ, τα φάρμακα και τις τουαλέτες. Μια ανάσα στα σκαλιά ενός γυναικείου μοναστηριού-μινιατούρα και διάλειμμα για μεσημεριανό φαγητό. Η βροχούλα γίνεται χαλάζι και, μέχρι να βγούμε, χιονόπτωση. Μέσα σε μία ώρα το έχει στρώσει κάτω, επάνω μας, παντού.

Φτάνουμε εξαντλημένοι στη τελευταία λότζα του χωριού Ντίνγμποτσε (Dingboche) στα 4350 μέτρα. Σήμα στα κινητά ούτε για δείγμα. Μετά από πολλά παρακάλια η σόμπα ανάβει. Είναι ένας τενεκές με αποξηραμένες σβουνιές. Τα δέντρα έχουν τελειώσει προ πολλού. Πίσω από το Ντίνμποτσε, βουνά γκρίζα απότομα, ένα στριφτό ποτάμι, λες, φτιαγμένο από μάρμαρο, άνθρωποι και ζώα περπατούν σκυφτοί στο καστανόξανθο οροπέδιο παράλληλα στο ποτάμι. Τα σκληρά έρχονται μετά την Ντούγκλα (Dugla) στα 4600 μέτρα. Δεν έχεις επιλογή. Βάζεις το κεφάλι κάτω και προχωράς. Καταρρέουμε δίπλα σε μνημεία χαμένων ορειβατών. Πολλές και διαφορετικές οι ιστορίες τους. Κοινή η τύχη τους. Ο δυνατός παγωμένος αέρας δε σε εγκαταλείπει ούτε στιγμή. Όσο φτάνει το μάτι πέτρες, βουνά, χώμα και παγετώνας.

Προτελευταίος σταθμός το Λόμπουτσε (Lobuche), στα 4910 μέτρα. Τσουχτερό κρύο και πονοκέφαλος. Η ιδέα να πλύνεις το πρόσωπο παγώνει μαζί με το νερό στο ντεπόζιτο. Καμία όρεξη για βραδινό χαρτάκι. Ίσα ίσα λίγες κουβέντες γνωριμίας με τους νέους συγκατοίκους.

Ο δρόμος προς τον τελευταίο σταθμό, το Γκόρα Σεπ (Gorak Shep), στα 5140 μέτρα, δεν έχει μεγάλη κλίση. Αλλά το υψόμετρο δείχνει τα δόντια του. Κάθε ανάσα καίει τα πνευμόνια σαν παγωμένη φωτιά. Η ομάδα δεν πάει παρακάτω. Τέσσερις ώρες περπάτημα σε αυτό το υψόμετρο είναι αρκετές. Το κρύο έξω διαπεραστικό. Το κρύο μέσα ανυπόφορο. Αυτό που σε τσακίζει όμως είναι η βεβαιότητα ότι ο ύπνος θα είναι μαρτύριο. Τυλιγμένοι με διπλά ισοθερμικά, φλις, παντελόνια, μπαλακλάβες, υπνόσακους και παπλώματα, ανησυχείς μόνο πόσες φορές θα σηκωθείς μέσα στη νύχτα για τουαλέτα εξαιτίας του φαρμάκου για το υψόμετρο.

Η μεγάλη μέρα

Ταλαιπωρημένοι από υψόμετρο και κρύο, ξεκινάμε για την ψηλότερη κορυφή του ταξιδιού, το Κάλα Πατάρ (Kala Pattar) στα 5550 μέτρα. Το πάμε σχεδόν μονορούφι. Ο καιρός κλείνει και τρέχουμε να προλάβουμε την καλύτερη θέα του Έβερεστ σε όλο το Νεπάλ. Δίπλα κορυφές, η μια πιο όμορφη από την άλλη. «Το Έβερεστ είναι σαν ένας παχύς άκομψος άνδρας σε ένα δωμάτιο γεμάτο με όμορφες γυναίκες», λέει ο Ed Douglas. Στους πρόποδες, το ποτάμι του παγετώνα Khumbu σχηματίζει αμέτρητες λίμνες. Διακρίνονται οι σκηνές στο Everest Base Camp. Ο τελικός προορισμός φαίνεται εύκολος, όσο μια κατηφόρα.

Φαίνεται, αλλά δεν είναι. Το μονοπάτι έχει καταρρεύσει και μια παράκαμψη μας φέρνει στο πιο επικίνδυνο σημείο της διαδρομής. Κατεβαίνουμε κυλώντας μαζί με πέτρες. Λίγο αργότερα, σκονισμένοι, τσακισμένοι και πεινασμένοι, βγαίνουμε στη «λεωφόρο» για το Base Camp. Ο Pashan προσπαθεί να μας συνεφέρει. Φέρνει φαγητό κι ένα θερμός με ζεστή λεμονάδα. Επιμένει να πιούμε όλοι από δυο ποτήρια.

Το βραδινό φαγητό και η ελπίδα πως τα δύσκολα έχουν περάσει δίνουν λίγο κουράγιο. Δεν ξεχνάς εύκολα τις ώρες στο κρύο εστιατόριο του Γκόρα Σεπ. Όπως και τις τιμές για το νερό (3,5 ευρώ) και τη φόρτιση μπαταρίας (3,5 ευρώ την ώρα). Δίπλα μας ξεκουράζονται Ινδοί, Νεοζηλανδοί, Πακιστανοί, Καναδοί, Κορεάτες, Γερμανοί.

Back to earth

Η κατάβαση είναι πολύ γρήγορη. Σε 9 ώρες ξεπετάς διαδρομή που για να την ανέβεις χρειάστηκες τρεις μέρες. Χιόνι, αέρας, σκόνη, τίποτα δεν ενοχλεί πια. Μέρη από όπου έχεις ξαναπεράσει μοιάζουν εικόνες μακρινές, που κάτι θυμίζουν. Πρόσφατες μνήμες, αταξινόμητες, καλυμμένες από άλλες ακόμα πιο έντονες.

Αγνοείς τα ελικόπτερα που βουίζουν πάνω από το κεφάλι σου. Αδιαφορείς για τη λάθος παραγγελία στη λότζα του Περίτσε (Periche) στα 4600 μέτρα, εξαιτίας της οποίας όλοι τρώνε τελικά μακαρόνια με κέτσαπ. Αρκεί που το νερό έχει πάλι την κανονική του γεύση και όχι του ηλεκτρολύτη. Η λότζα στο Πανμπότσε (Pangboche) στα 3950 μέτρα σου φαίνεται εκπληκτική. Το φαγητό, το καλύτερο που έχεις φάει για μέρες. Μπίρες και Tom Petty στα ηχεία. Παράδεισος, έστω και χωρίς wi-fi.

Παρακάμπτουμε τη διαδρομή που είχαμε πάρει στην ανάβαση για να μείνουμε στο Κουμτσούνγκ (Kumchung) στα 3790 μέτρα, από όπου κατάγεται ο οδηγός μας. Μεγάλο χωριό: σχολείο, μοναστήρια, αστυνομικό τμήμα. Βασικό αξιοθέατο -«ο θησαυρός του χωριού»- το πολύτιμο τριχωτό της κεφαλής ενός μυθικού γέτι. Ο προσποιητός θαυμασμός μας (και ο οδηγός μας) κερδίζει τους ντόπιους. Μας κερνούν τσάι στα σπίτια τους, παρακολουθούμε τα παιχνίδια της ξεκούρασής τους, φωτογραφίζουμε τα παιδάκια τους και διασκεδάζουμε όλοι μαζί με τις ταινίες του τοπικού κινηματογράφου, του koliwood, σε ασπρόμαυρη τηλεόραση με έγχρωμο φίλτρο. Το βράδυ ανταποδίδουμε τη φιλοξενία. Ο «σεφ» της παρέας χώνεται στην κουζίνα και ετοιμάζει τον πιο νόστιμο τραχανά που έχουν δοκιμάσει ποτέ οι Sherpa.

Η τρελή κατάβαση συνεχίζεται και οι μέρες απλυσιάς μαζεύονται. Στο διάλειμμα για μεσημεριανό και ψώνια στο Νάμτσε Μπαζάρ ορμάω στο ντους, με ρίσκο την πνευμονία. Ακολουθεί χωμάτινη κατάβαση, σκότωμα για τα γόνατα. Μια ακόμα διανυκτέρευση το Benkar. Παραδόξως δεν κρυώνω πια.

Η επιστροφή στη Λούκλα μοιάζει παιχνιδάκι. Όνειρο: δωρεάν wifi και καφές σε γνωστή αμερικάνικη αλυσίδα. Αποχαιρετιστήρια κοκτέιλ «Sex on the mountain» στα μπαρ της Λούκλα. Αγωνία για την πτήση το επόμενο πρωί. Ο καιρός κλειστός, όπως συνήθως, τα αεροπλάνα αργούν να ξεκινήσουν. Κατμαντού. Από την απόλυτη γαλήνη βρίσκεσαι ξαφνικά στο κυκλοφοριακό χάος. Δύο μέρες ξεκούραση στα πολύχρωμα σοκάκια, τα μνημεία του Πατάν (Patan) και της Μπακταπούρ (Bakhtapour), τον ναό των πιθήκων (Swayambhunath-Monkey Temple), μαγαζάκια, εστιατόρια και μπαράκια. Το σώμα είναι εκεί. Το μυαλό όμως έχει μείνει στο βουνό.

Κείμενο: Αθηνά Κουτρουμάνη

Φωτογραφία: Αθηνά Κουτρουμάνη, Γιώργος Ζωγραφίδης για το SOUL #66


n

Everest Base Camp στον παγετώνα Khumbu.


n

Tengboche: τρία σπίτια κι ένας φούρνος (με τούρτες και στρούντελ!) στα 3.867 μέτρα.


n

Παγωμένος ήλιος στον δρόμο προς το Everest Base Camp.


n

Χωρίς ανάσα κάτω από τη «Μαύρη Πέτρα» (Khala Pattar, 5550 μέτρα).


n

Μαϊμούδες κλεφτρόνια, βουτάνε γυαλιά ηλίου και γκοφρέτες.


n

Shaddu: «άγιοι»-μοντέλα, ποζάρουν μόνο έναντι αμοιβής.


n

Κατμαντού, ποταμός Μπαγμάτι: ιερός και βρόμικος μαζί.


n

Γιακ-ο κουβαλητής, η μπρατσωμένη αγελάδα των Ιμαλαΐων.


n

Χαζεύοντας τους τουρίστες που περνούν - στην Κατμαντού ο χρόνος κυλάει αργά.


n

Έβερεστ: ain’t no mountain high enough.


n

Έξι μέρες περπατάς σε πέτρες με φόντο τον παγετώνα.


n

Οι πολύτιμοι Sherpa με την πραμάτεια μας, στον δρόμο προς τη βάση.


n