Αρχειο

Οι φυλές του Γιώργου Μπάκα: τα μυστικά του φεστιβάλτου

Ωδή στις φυλές που τα δίνουν όλα στην πρώτη γραμμή των φεστιβάλ

Γιώργος Μπάκας
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κουτσοί, στραβοί, όπως κάθε καλοκαίρι και φθινόπωρο, στον Άγιο Live Παντελεήμονα. Χαρντκοράδες και μπουζουκοκέφαλοι, ηλεκτρονικάριοι και τρέντουρες, εντεχνουά και ό,τι να ’ναι! Με ή χωρίς πανσέληνο, φετίχ των απανταχού οπαδών των φυσιολατρικών event, αυτό είναι ένα σκανάρισμα των φυλών που το γλεντάνε στα φεστιβάλ.

METALONELY

Αν νομίζεις ότι το χέβι μέταλ είναι μουσική, γελιέσαι οικτρά! Το χέβι μέταλ είναι για τον Metalonely μια πολυθεϊστική θρησκεία, όπου οι θεοί της (Iron Maiden, Metallica, Megadeth, Slayer) λατρεύονται στα μέταλ κλαμπ, στα μέταλ δισκάδικα και στον προσωπικό ναό του, που έχει διακοσμήσει από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι με πόστερ, ιδρωμένα μπλουζάκια από συναυλίες, πένες, κιθάρες και σπάνια βινύλια. Το μόνο ελάττωμα της θρησκείας, το οποίο πληρώνει με ατέρμονο αυνανισμό και εθισμό στην τσόντα, είναι η έλλειψη ιερειών. Η σεξουαλική ξηρασία στους τόπους λατρείας είναι απελπιστική και, αν βρεθεί κάποιο θηλυκό στο διάβα του κατά τύχη (πιθανότητες 1 προς 1000), η όψη της θα προσεγγίζει ένα πλάσμα που ο Χ. Φ. Λάβκραφτ θα περιέγραφε πολύ κομψά ως «ένα τεράστιο, λευκορόδινο οστρακόδερμο, με πολλά ζευγάρια πόδια και δύο μεγάλα φτερά στη μέση της ράχης, όμοια με της νυχτερίδας».

Ο Metalonely δεν πτοείται, καθώς η συντροφιά των αγαπημένων του Heavy/Power/Thrash/Death/ Black/Grind/Doom/ Progressive/Speed Metal ήχων και το περιοδικό «Metal Hammer» του στέκονται συντροφικά σε τούτες τις δύσκολες… δεκαετίες που διανύει. Οι άθρησκοι ή, αλλιώς, η μη μυημένοι (ως εκ τούτου αδιάφοροι συμπολίτες του) θα πρέπει να πληροφορηθούν πως ο Metalonely, παρά τη σατανική, βλοσυρή και αγριεμένη του όψη, είναι ένας άκακος, ευαίσθητος και σε πολλές των περιπτώσεων φλώρος, που παίζει απλώς έναν κόντρα ρόλο. Δε θα πειράξει κανέναν, δε θα προκαλέσει κανέναν, θα πιει τις μπίρες του ήσυχα και θα ξεράσει σε μια γωνιά το ίδιο ήσυχα. Τα καλοκαίρια ο Metalonely οργώνει όποια συναυλία μέταλ παίζει στην Ελλάδα αλλά και σε βαλκανικά φεστιβάλ, παρακολουθώντας για 100στή φορά τις αγαπημένες του μπάντες.

n


ΧΩΡΙΕΝΤΑΛ

Η οικονομική κρίση, η ακρίβεια και η αναπάντεχη πτώση της ελληνικής μπουζουκοκρατορίας οδήγησαν τη Χωριεντάλ με πόνο ψυχής στην επιλογή εναλλακτικών μορφών θερινής διασκέδασης. Κάπως έτσι ανακάλυψε τα πανηγύρια (ή «πανεήρια») στα χωριά, εκεί όπου μπορεί να ξεδώσει, να εκτονώσει όλη την καταπιεσμένη ενέργεια που συσσώρευε στριμωγμένη στα μπαράκια της Βαλαωρίτου και της Συγγρού. Ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρουν να διασκεδάζουν και ακούνε μουσικές… «backround»! Που το ποτήρι τους κουνιέται περισσότερο από τον κώλο τους (δεν έχει κι άδικο) και φλερτάρουν μονάχα με τους καθρέφτες. Αν κάποτε η συνηθισμένη ερώτηση της Χωριεντάλ ήταν «Παίζει πάρτι σε κανένα μπιτς μπαρ Χαλκιδική;», «Πάμε για ποτάκι προς αεροδρόμιο;», σήμερα είναι «Ηπειρώτικα ή Δημοτικά;», «Γρεβενά ή Κοζάνη;», «Χαρά Βέρρα ή Έφη Θώδη;».

Άσε που στα πανηγύρια μπορεί να είναι ο εαυτός της, να ντυθεί απλά και λιτά, μακριά από τουαλέτες και φρου φρου. Να τσακίσει μια εξάδα σουβλάκια, 2-3 κιλά κεμπάπ και να πιει το κρασάκι της υπό το άγρυπνο βλέμμα αγροίκων τσομπανόβλαχων που την ορέγονται σαν λουκούμι πρωτευουσιάνικο, ρωτώντας τους διπλανούς «Τιντούτ;», «Πούθ’ είν;», «Το κνάει καλά!». Η Χωριεντάλ παραδίδει ολονύχτια μαθήματα χορού και κάνει επίδειξη ακροβατικών φιγούρων γύρω από τον πλάτανο της πλατείας, πάνω σε διάφορα εν-top-ια hits όπως «Γιάννη μου, το μαντήλι σου», «Βασιλικός θα γίνω», «Ιτιά», «Παπαλάμπραινα», «Αητός», «Πώς το τρίβουν το πιπέρι». Αν είναι τυχερή, μπορεί να ευοδωθεί κανένας έρωτας με κάποιον μεγαλοκτηματία, με τον αρχικτηνοτρόφο ή ακόμα και με τον τρελό του χωριού (εφόσον καταναλωθεί η δέουσα ποσότητα κρασιού).

n


ΧΙΠΣΤΕΡΗΜΕΝΗ

Λάθος κατάλαβες! Ο νεολογισμός δεν προέρχεται ετυμολογικά από τις λέξεις «hipster» και «καθυστερημένη» (θα μπορούσε κάλλιστα), αλλά από τις λέξεις «hipster» και «στερημένη». «Χίπστερ» γιατί αποτελεί προϊόν ενός συνόλου πολλών και ετερόκλητων τιποτένιων, δήθεν και εμετικών στιλ, τα οποία καθορίζονται από το αόρατο χέρι της μόδας και επιβάλλονται ως νέα καταναλωτικά μοντέλα ζωής. Φυσικά, αρνείται τον τίτλο hipster, όπως αρνούνται οι χρυσαυγίτες τον χαρακτηρισμό «φιλοναζιστής», και νομίζει πως γελοιοποιεί τη μόδα, ενώ την ακολουθεί σαν πιστό σκυλάκι. «Στερημένη», γιατί είναι ανέραστη, ημιμαθής, απολιτίκ και ανίκανη να ζήσει, να μιλήσει, να περπατήσει αυθόρμητα, απαλλαγμένη από την ιδέα ότι όλοι έχουν στραμμένα τα βλέμματα πάνω της. Η μουσική της ταυτότητα είναι απροσδιόριστη, εκτός και αν μπορέσεις να μπολιάσεις μέσα σε έναν μουσικό όρο ό,τι σκατά αποκαλείται «ψαγμένο» στην πιάτσα.

Κάνει παρέα μόνο με μουσικούς που τρώνε για πρωινό ambient με πικάντικη post rock και disco experiment, πηγαίνει σε συναυλίες όπου το κοινό απαγορεύεται να ξεπερνάει τα 15 άτομα και ακούει μόνο σταθμούς web radio, ωσότου γίνουν γνωστοί και αρχίσει να τους σνομπάρει κι αυτούς. Σημαία της η διαφορετικότητα, καημός της να καταστεί επιδραστική στους γύρω της και αυτοσκοπός το κυνήγι μιας εφήμερης αναγνωρισιμότητας μέσα από το φαίνεσθαι, μέσα από την τέχνη των άλλων, μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από την αυταρέσκεια και την ευλογία γενιών και στριφογυριστών μουστακιών. Όταν την πείσει κάποιος πως δε ζει στο Γουίλιαμσμπεργκ του Μπρούκλιν και πως μετά το post δεν υπάρχει ζωή, ίσως σε συνοδεύσει για ένα «βρόμικο» σουβλάκι στου Μπάρμπα-Νικόλα.

n


ΧΑΟΥΖΟΒΙΟΛΗΣ

Ο Χαουζοβιόλης ακούει ένας είδος μουσικής που από πολλούς περιγράφεται ως «ζίου ζίου», «μπλινκ μπλινκ» ή «ντάμπαρ ντούμπαρ», ενώ συνοδεύεται και από τη δήλωση «τέτοιες παπαριές γράφω κι εγώ!». Τα ακούσματά του περιλαμβάνουν drum & bass, house, minimal, progressive house, psy-trance, tech house, techno και άλλα εκατοντάδες υποείδη, που ανάθεμα και αν γνωρίζει τις διαφορές τους. Κάγκουρας ολκής, με παντελή έλλειψη μουσικής παιδείας, με ευφράδεια κωφάλαλου, με καψαλισμένο εγκέφαλο και με επίπεδο αντίληψης μαϊμούς που της μαθαίνουν να βρίσκει ομοειδή αντικείμενα σε touch screens. Ο Χαουζοβιόλης καταριέται τη μάνα του που δεν τον γέννησε 10 χρόνια νωρίτερα για να βιώσει τη χρυσή εποχή της rave σκηνής στην Ελλάδα.

Τα καλοκαίρια εντοπίζεται σε dj sets σε μπιτσόμπαρα, χώρους συναυλιών, dance festivals και σε οποιοδήποτε άλλο μέρος διασταυρώνονται πολύχρωμες ακτίνες λέιζερ, τσιτσιδώνονται φτιαγμένα γκομενάκια και εκατοντάδες καμένοι παρακολουθούν έναν άλλον καμένο πάνω στη σκηνή να στριφογυρίζει δεκάδες κουμπάκια. True story: Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, δυο Metalonely φίλοι άκουσαν ότι κυκλοφορούν στην πιάτσα κάτι χάπια ονόματι «ecstasy» που τα κουμπώνουν οι Χαουζοβιόληδες και γουστάρουν. Έψαξαν, βρήκαν δύο, ζήτησαν από έναν γνωστό να τους γράψει μια κασέτα με ηλεκτρονική μουσική και την έβαλαν στο κασετόφωνο με την ψευδαίσθηση ότι, μόλις επενεργήσουν τα χάπια, θα σηκωθούν και θα αρχίσουν να χορεύουν rave μέσα στο δωμάτιο. Όταν δε συνέβη κάτι τέτοιο, έψαχναν να βρουν το βαποράκι που τους «κορόιδεψε». Σωστοί;

n


ΜΑΛΑΜΑΤΙΝΑ

Αν εσύ καυχιέσαι που έχεις πάει 1-2 φορές στο Glastonbury ή στο Roskilde, η Μαλαματίνα καυχιέται που έχει δει τον Σωκράτη Μάλαμα 18 φορές ζωντανά, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου 13, ενώ δεν έχει χάσει καμία από τις 39 τελευταίες συναυλίες των Πυξ Λαξ πριν διαλυθούν για λίγες ημέρες. Ευαίσθητη, λεπτή και ποιητική φύση, η Μαλαματίνα νιώθει την κάθε νότα, την κάθε λέξη, τον κάθε αναστεναγμό του τραγουδοποιού. Αγκάθι, βάλσαμο και στριγκλιά μαζί στη ρομαντική ψυχή της. Μια ψυχή μονίμως ερωτευμένη, ανεξάρτητα εάν έχει να την αγγίξει άντρας από την Ε’ Δημοτικού (τότε, στις κούνιες της παιδικής χαράς) και μονίμως μελαγχολική για την ξεχασμένη της ζωή που δε βρήκε σκαμνί να κάτσει, τσιγάρο για να ανάψει κι αέρα ν’ απλωθεί.

Το βάσανο της αγαμίας, ο εύθραυστος ψυχικός κόσμος και η κοινωνική ευαισθησία ώθησαν τη Μαλαματίνα γρήγορα να ενταχθεί σε αριστερές νεολαίες που τη βοήθησαν να ριζοσπαστικοποιηθεί αξιώνοντας έναν καλύτερο κόσμο, αλλά και να κοινωνικοποιηθεί αξιώνοντας ένα καλύτερο σεξουαλικά μέλλον. Το καλοκαίρι θα τη βρεις σε όλα τα αντιρατσιστικά, αριστερά, αριστερίστικα φεστιβάλ να πίνει μπίρες και να σιγοψιθυρίζει τους στίχους του Μαχαιρίτσα, του Πασχαλίδη, του Λέκκα, του Θηβαίου και λοιπών προοδευτικών καλλιτεχνών με occupied seats στα Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Ο μεγάλος καημός της Μαλαματίνας, όπως και αυτός του Χαουζοβιόλη, είναι που δε γεννήθηκε 10 χρόνια πριν. Να προλάβει την εποχή της «Μανίνας» και της «Σούπερ Κατερίνας» και να κοσμήσει όλους τους τοίχους του δωματίου της με τη φάτσα του Φίλιππου -Μόνα Ξιάμου Όλα- Πλιάτσικα από στιγμιότυπα τελευταίων συναυλιών.

n


ΣΙΝΙΟΡΙΤΑ

«Don’t treat me like a God, treat me like a dog, I’ll come home to you. I’m addicted to you, you’re my love, my senorita». Μην ξεράσεις ακόμα, μισό λεπτό να φέρω τον κουβά. Αν η Μαλαματίνα είδε 39 φορές τους Πυξ Λαξ και ο Metaloner 100 φορές τους Iron Maiden, η Σινιορίτα έχει δει live τον Τιμ Μπουθ περισσότερες φορές από ό,τι τον έχει δει η γυναίκα του γυμνό στο κρεβάτι. Και όχι μόνο! Τον Νικ Κέιβ, τον Moby, τους Puressence, τους Archive, τους Placebo, τους Madrugada (υπάρχουν σοβαρές υποψίες ακόμα και για το έγκλημα των Scorpions)! Ας ανοίξουμε τα χαρτιά μας! Ας μην κρυβόμαστε! Μισούμε τη Σινιορίτα (περισσότερο και από τη Χιπστερημένη), γιατί ευθύνεται για το κακό μαύρο χάλι των συναυλιακών δρώμενων στην Ελλάδα!

Ας τη σταματήσει κάποιος αμέσως, πριν να είναι πολύ αργά. Δεν προτείνω να τη σκοτώσει, ας την αφήσει παράλυτη έστω. Να την ενημερώσει πως υπάρχουν κι άλλες μπάντες πέρα από τους πεθαμένους που ακούει και να της πει πως, όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, οι άλλοι έτρωγαν βελανίδια, αλλά σήμερα, που εμείς βλέπουμε μπάντες ένα στάδιο πριν τη συνταξιοδότηση, η Ευρώπη βλέπει φεστιβάλ με φρέσκα αρ** ίδια, όχι σταφιδιασμένα γερόντια και μπάντες που μεγαλούργησαν στα 90s. Η Σινιορίτα ανήκει στην κατηγορία εκείνων των ψευτοαλτέρνατιβ που κρεμιούνται από 3-4 μπάντες (τις οποίες ακολουθούν μέχρι τα βαθιά γηρατειά), ακούν Rock Radio, συχνάζουν στη Συγγρού, πηγαίνουν ένα Rockwave τον χρόνο και, ουπς, έγιναν rock. Nothing more, nothing less. Mission accomplished!

n

Κείμενο, εικονογράφηση: Γιώργος Μπάκας για το SOUL #66