Οι φυλές του Γιώργου Μπάκα: Άλλος για τη βάρκα μας!
Το ελληνικό καλοκαίρι θα ήταν το ωραιότερο του κόσμου, αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες
Το ελληνικό καλοκαίρι θα ήταν το ωραιότερο του κόσμου, αν δεν υπήρχαν οι Έλληνες. Πολύ δε περισσότερο, οι κάτωθι φυλές, κατηγορίες, ομάδες, πες τες όπως θέλεις, ένα και το αυτό είναι: μαμά μου!
ΠΟΡΤΟ ΦΟΥΚΑΡΑΣ
Αν νιώθεις πως βρίσκεσαι σε μειονεκτική θέση επειδή ταξιδεύεις Χαλκιδική για ένα διαολομπάνιο, εν συγκρίσει με αυτούς που αλωνίζουν τα νησιά της Ελλάδας, τότε ο Πόρτο Φουκαράς θα έπρεπε να νιώθει χειρότερα και από σερβιτόρο σε παραθαλάσσια ταβέρνα ή από γυναίκα με περίοδο κατά την καλοκαιρινή της άδεια. Το υποκατάστατο των διακοπών του, ένεκα οικονομικής δυσπραγίας καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, περιλαμβάνει ένα πήγαινε-έλα αυθημερόν στην Επανομή, στην Αγία Τριάδα, στην Περαία ή στη Μηχανιώνα, μέρη τα οποία προϋποθέτουν μια στοιχειώδη εξοικείωση με τη βρόμα, τη δυσωδία και την πτωμαΐνη ή, έστω, τη δύναμη να αυθυποβάλεις τον εαυτό σου ότι βρίσκεται σε κάποιον κολπίσκο της Καραϊβικής και απολαμβάνει το μπάνιο του δίπλα στον Πάρη Κασιδόκωστα και τον Γουόρεν Μπάφετ. Πλην αυτών των σούπερ δυνάμεων, ο Πόρτο Φουκαράς επιβάλλεται να διαθέτει την κατάλληλη υπομονή προκειμένου να αντέξει το μαρτύριο του ΟΑΣΘ. Όντας φτωχαδάκι, αναξιοπαθής, πένης, άπορος, έχει παραδώσει πινακίδες προ πολλού και διαγράφει πορεία για τη στάση του λεωφορείου κάθε πρωί, κουβαλώντας σαν είλωτας τα απαραίτητα συμπράγκαλα. Ομπρέλα, ψάθα, πετσέτα θαλάσσης, τσάντα-ψυγειάκι με τοστ, φρούτα και μπουκαλάκι με νερό βρύσης, μεταχειρισμένο σταυρόλεξο με 6-7 ασυμπλήρωτα λήμματα και custom αντηλιακό από σησαμέλαιο, ξύδι και βάμμα ιωδίου. Κάνει τις βουτιές του, απλώνει την αρίδα του ξεχνώντας τα προβλήματα και το δυσοίωνο μέλλον του (ληστείες, σύλληψη, φυλακή) για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου να πέσει ο ήλιος. Κατά την επιστροφή στην πόλη, υπόσχεται στον εαυτό του πως δεν αξίζει και δεν πρόκειται να ξανατραβήξει αυτό το βασανιστήριο, όμως κάθε φορά ο υδράργυρος τον λυγίζει και ξεκινάει για ακόμη ένα δροσιστικό μπάνιο στις ονειρικές πλαζ του Θερμαϊκού Κόλπου.
ΚΑΜΠΙΝΥΣΤΑΣ
Οι Καμπινύστας χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Είναι αυτοί που ανέκαθεν κατέτασσαν στην πρώτη επιλογή των διακοπών τους το κάμπινγκ, επειδή τους αρέσει το χυμαδιό, επειδή είναι άφραγκοι από τα γεννοφάσκια τους ή επειδή δεν τους αρκεί να γνωρίζουν καινούργιο κόσμο κατά την περίοδο των διακοπών τους, αλλά να μαθαίνουν και πώς μυρίζουν τα πόδια τους ή πώς ακούγονται οι πορδές τους. Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτοί που σιχαίνονται το κάμπινγκ, αλλά η οικονομική κρίση τους τσάκισε τους μισθούς, τις καταθέσεις και τους ανάγκασε να μεταπηδήσουν από τα δωμάτια, τα μπανγκαλόου και τις ξενοδοχειάρες μέσα στα μίζερα αντίσκηνα και να στέκονται σε μια ουρά δεκαπέντε ατόμων για να πλύνουν ένα δόντι, να ξυρίσουν δυο μασχάλες ή να εναποθέσουν εις υπόνομον το δηλητηριασμένο γεύμα τους. Ο έμπειρος Καμπινύστας διαθέτει γνώση, σοφία και την κατάλληλη οργανωτικότητα, ώστε να προμηθευτεί όλα τα απαραίτητα αντικείμενα που θα χρειαστούν για τις 4-5 ημέρες διαμονής του σε ένα κάμπινγκ. Το τρίπτυχο αυτό του εξασφαλίζει την άνεση, αλλά ταυτόχρονα τον κάνει να μοιάζει με τον Άτλαντα, τον Σίσυφο ή, όπως θα σχολίαζαν οι γύρω του, «κοίτα τον μαλάκα, όλο το σπίτι κουβάλησε». Έχω δει Καμπινύστας φορτωμένους με λάπτοπ, τηλεοράσεις και ανεμιστήρες. Έχω δει Καμπινύστας φορτωμένους με στρώματα κρεβατιού, πλαστικές καρέκλες και ηλεκτρικές κουζίνες. Έχω δει Καμπινύστας να κουβαλάνε άλλους ημιλιπόθυμους Καμπινύστας που πέταξαν πετσέτα από τη ζέστη και το υπέρβαρο φορτίο. Το κοινό των δύο κατηγοριών είναι η νύστα, αφού κοιμούνται αργά το πρωί και ξυπνάνε από την ντάλα του ήλιου λίγες ώρες μετά, με αποτέλεσμα να τρεκλίζουν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα για το υπόλοιπο της ημέρας.
ΤΕ-ΛΙΩΜΕΝΟΣ
Ο Τε-λιωμένος εκφράζει απόλυτα τον στίχο του Τζίμη Πανούση «δε ζω, μόνο κοιτάζω, το τίποτα αγκαλιάζω». Άνεργος, άφραγκος, μπακούρι, καταβεβλημένος από τις κακουχίες της ζωής, αρνούμενος να ακολουθήσει τις συμβουλές των γονιών, των φίλων ή των βιβλίων αυτοβοήθειας για «ένα νέο ξεκίνημα ζωής», περνάει τον χρόνο του κλεισμένος μέσα στο σπίτι σαν φυγόδικος υπό το φόβο της σύλληψης. Παρακολουθεί φανατικά αμερικάνικες τηλεοπτικές σειρές, επαναλήψεις των ιδιωτικών καναλιών και ειδήσεις του Star Channel, που τον μεταφέρουν νοερά σε κάποιο ειδυλλιακό νησί των Κυκλάδων. Γεγονός που μπορεί να μην του ξυπνάει την επιθυμία να βρεθεί εκεί, αλλά του ξυπνάει γενετήσια ένστικτα που τον χαλαρώνουν εγκε-φαλλικά και τον στέλνουν να μελετά επισταμένα διάφορα τσοντοσάιτ στο ίντερνετ. Με την είσοδο του καλοκαιριού, μπορεί να νιώθει την αδικία, τη μαυρίλα, την απαξίωση να τον καταπλακώνουν, μπορεί να εκτοξεύει ασύστολα ύβρεις και κατάρες εναντίον των ασυνείδητων πολιτικών που καταβαράθρωσαν τα όνειρά του. Όταν επενεργήσει το φάρμακο της τηλεόρασης ή του facebook, ηρεμεί, και το μόνο που μπορεί να ταράξει τον ψυχισμό του είναι το τηλέφωνο, το θυροτηλέφωνο, μια ξαφνική διακοπή ρεύματος ή κάποιο κορνάρισμα από έξω. Ο Τε-λιωμένος αξίζει τον θαυμασμό μας, καθώς δίνει μια ακούραστη και καθημερινή μάχη απέναντι στην αφόρητη ζέστη που εισβάλλει μέσα στο σπίτι του και βγαίνει νικητής μονάχα όταν καίει τον ανεμιστήρα 24 ώρες την ημέρα, όταν κάνει 5 ντους ανά δεκάλεπτο ή όταν δεήσει να φυσήξει ο Βαρδάρης και κάνει ρεύμα από τα ανοιχτά παράθυρα και τις πόρτες. Η ατάκα «φέτος δε θα πάω διακοπές», που φοριέται πολύ στη χώρα, μπορεί να μην τον παρηγορεί ιδιαίτερα, αλλά τον κάνει να νιώθει κομμάτι ενός ευρύτερου συνόλου που οδηγείται συλλήβδην και νομοτελειακά στην κατάθλιψη.
ΜΥΚΟΝΙΑΟΥ ΝΙΑΟΥ
Επί εννιά μήνες η Μυκονιάου Νιάου προετοιμάζει κοιλιακούς, γλουτούς, γάμπες στα γυμναστήρια, αποκλειστικά και μόνο για αυτήν την εβδομάδα που θα βρεθεί στο νησί των ανέμων και κάνει το κομμάτι της. Το πρωί θα τη βρεις στην παραλία να παίζει ρακέτες, πασαλειμμένη με αντηλιακά αρνητικού δείκτη προστασίας, bitch volley με φίλες της και να κάνει πασαρέλα κατά μήκος της ακτής, μπας και πέσει πάνω στο μικρόφωνο του Γρηγόρη Μπάκα (ουδεμία συγγένεια, ουδεμία συμπάθεια) και την κάμερα του Star Channel. Το απομεσήμερο, η Μυκονιάου Νιάου τιμάει τα bitch bars της περιοχής για να ακούσει διάσημους djs των οποίων έχει απομνημονεύσει τα ονόματα, τα τηλέφωνα και τις σωματικές προδιαγραφές, χορεύει τσιφτετέλια ή ηλεκτρονική μουσική πάνω στο μπαρ, ενώ απολαμβάνει τα ποτά της, το μπουγέλωμα με λάστιχο και τη ρίψη λάγνων βλεμμάτων από καγκουροπαρέες αντρών που ξαμολήθηκαν στις Κυκλάδες βάζοντας στοίχημα ποιος θα μαμήσει τις περισσότερες κωλομπαραθερίστριες. Τη νύχτα η Μυκονιάου μεταμορφώνεται σε μια εκθαμβωτική οπτασία, αφού έχει φροντίσει να κουβαλήσει τη μισή γκαρνταρόμπα της, μπας και ψαρέψει κάποιον φραγκάτο μπίζνεσμαν με βίλα στον Ορνό και εξασφαλίσει μια στοιχειώδη ευημερία ή κάποιον τηλεμαϊντανό αστέρα και γίνει εξώφυλλο σε κίτρινες κωλοφυλλάδες. Η οικονομική κρίση έχει κάνει τα τελευταία χρόνια τη Μυκονιάου ιδιαίτερα επιφυλακτική, αφού ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος να σκοντάψει πάνω σε κάποιον χρεοκοπημένο επιχειρηματία που έχει βγάλει στο σφυρί ό,τι περιουσιακό στοιχείο βρίσκεται στην κατοχή του. Κατά συνέπεια, για να τη ρίξεις στο κρεβάτι θα πρέπει να διαθέτεις υποκριτικό ταλέντο και πλούσιο στοκ παραμυθιών. Δε φημίζεται για τη νοημοσύνη της, οπότε οι πιθανότητες είναι με το μέρος σου.
IZZY JET
Τα φτηνά αεροπορικά εισιτήρια του έχουν λύσει τα χέρια, αφού μπορεί να κάνει σχεδόν τσάμπα διακοπές και να δει καινούργια μέρη, στερούμενος παρά ταύτα τον ελληνικό ήλιο, τη θάλασσα και το ουζάκι σε κάποια greek tavern δίπλα στο κύμα. Βγάζει τα εισιτήρια 3-4 μήνες πριν για Όσλο, Βασιλεία, Ντόρτμουντ ή Στοκχόλμη, διαμένει σε hostels, ενημερώνεται από φόρουμ πώς να κινείται και πού να τρώει φθηνά και παίρνει σβάρνα τους δρόμους με τη φωτογραφική του μηχανή για να συμπληρώσει το νέο πολυαναμενόμενο άλμπουμ του στο facebook. Ο Izzy χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: τον προσγειωμένο και τον απογειωμένο τουρίστα. Ο πρώτος προσγειώνεται μαζί με το αεροπλάνο σε μια νέα πραγματικότητα που του θέτει το σοβαρό δίλημμα αν θα πρέπει να επιστρέψει στη χώρα. Θαυμάζει εκστασιασμένος τον πολιτισμό των υπόλοιπων λαών, την οργάνωση, την καθαριότητα, την ευγένεια και ταυτίζεται με το απόφθεγμα του συγγραφέα Γιώργου Αλεξανδρινού: «Μια ζωή σου πιπιλίζουν το μυαλό πως πρέπει να 'σαι περήφανος που γεννήθηκες Έλληνας και, όταν βγεις από την Ελλάδα, διαπιστώνεις πως δεν έχεις κανένα λόγο για να αισθάνεσαι περήφανος». Ο απογειωμένος μοιάζει σαν να μην προσγειώθηκε ποτέ με το αεροπλάνο στον τουριστικό του προορισμό, αφού διατηρεί ανέπαφη την άποψη ότι σαν την Ελλάδα δεν έχει, οι ξένοι είναι φλώροι, ψυχροί, κουτόφραγκοι, ξενέρωτοι, δεν ξέρουν να ζουν, δεν ξέρουν να διασκεδάζουν (ενώ εδώ στα μπαρ ξεσκιζόμαστε στον χορό κάθε βράδυ), μας οφείλουν την ύπαρξή τους και όλα τους τα μουσεία φιλοξενούν κλεμμένα έργα ελλήνων καλλιτεχνών. Μην περιμένεις να σου φέρει κανένα αναμνηστικό δώρο από το ταξίδι του, αφού, πάνω στην ίδια φιλοσοφία, ο Γερμανοί είναι μαλάκες, σιγά μην τους ακουμπήσει τα λεφτά του.
ΚΑΒΟΥΡΛΟΤΡΥΠΑ
Έχεις ακούσει την έκφραση «χέζει εκεί που τρώει»; Για την Καβουρλότρυπα έχει ειπωθεί. Δεν ξέρω αν πρόκειται για κάποιον ιδιάζοντα τύπο κοπρολαγνείας, ωστόσο οι ενδείξεις υπονοούν φανερά μια ροπή προς αυτή την ασυνήθιστη ομολογουμένως διαστροφή. Πιστή στη φιλοσοφία των νεοχιπ-ειδών, η Καβουρλότρυπα φροντίζει να διακοσμεί τα δάση και τις παραλίες, όπου καταλύει, με πλαστικά μπουκάλια, κονσέρβες, σακούλες, σερβιέτες, κωλόχαρτα και ό,τι άλλο σκουπίδι μπορεί να οδηγήσει το Foundation for Environmental Education να αφαιρέσει τη γαλάζια σημαία μιας ελληνικής παραλίας και να μπήξει ένα περήφανο νεοελληνικό κουράδι. Αγαπημένες της τοποθεσίες για free camping, οι Καβουρότρυπες και ο Παράδεισος Χαλκιδικής, η Σαμοθράκη, η Ικαρία, η Ανάφη, το Κάτω Κουφονήσι, η Ελαφόνησος, η Ηρακλειά, η Δονούσα, το Γαϊδουρονήσι, το Αγαθονήσι κ.α. Εκεί στήνει το τσαρδί της, που έχει πουστοκαβατζώσει από το χειμώνα, περιχαρακωμένη από τους γειτόνους της κόντρα στις αξίες της κοινοβιακής κουλτούρας, κάνει τον γυμνισμό της, παίζει με τα ντίτζιρι μόγγολοι μπόγκολι που έχει κουβαλήσει με το υπόλοιπο τιμ του τσίρκο Μεντράνο και εξαπατά τον εαυτό της πως, αν μιμηθεί τη ζωή και τη συμπεριφορά ενός μπαμπουίνου, θα ανακαλύψει τις πρωτόγονες ρίζες της. Η Καβουρλότρυπα πιστεύει αληθινά πως αυτό που κάνει είναι εξτρίμ, επαναστατικό και ριψοκίνδυνο, τη στιγμή που στα 5 μέτρα υπάρχει παρκαρισμένο το Honda Civic της και στα 5 χιλιόμετρα ο πολιτισμός που της παρέχει επί 11 μήνες και 20 ημέρες μια ζωή άφθονη από καπιταλιστικές ανέσεις. Νιώθει πως μία βδομάδα χωρίς ρεύμα και τουαλέτα ισούται με την εμπειρία να ζεις στην εμπόλεμη ζώνη του Πακιστάν ή να σκαρφαλώνεις στην κορυφή του Έβερεστ, όμως δυστυχώς η αδρεναλίνη που της προσφέρει ο χιπισμός συνδέεται μονάχα με την αδρεναλίνη που εκλύει ένας υπάλληλος του δήμου όταν καταδύεται στον υπόνομο προς απόφραξη κάποιας αποχέτευσης.
Κείμενο, Εικονογράφηση: Γιώργος Μπάκας για το SOUL 67