Αρχειο

Αυτή η μέρα ήταν καλή απ' το πρωί

Κι εγώ γλίτωσα €1.200 (που είχα ήδη πληρώσει)

Τάκης Σκριβάνος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη Νέα Σμύρνη, ακριβώς κάτω από την πλατεία, έχει φτιαχτεί πρόσφατα ένας τεράστιος οργανωμένος χώρος στάθμευσης, φυλασσόμενος, όπου μπορεί κανείς να παρκάρει για €1 την ώρα, αν πρόκειται να κάνει τα ψώνια του στη γειτονιά. Δεν είχα ξαναπάει.

«Γεια σας. Ένα ευρώ την ώρα δεν είναι η χρέωση;».

«Ναι, αν φέρετε απόδειξη ότι ψωνίσατε κάτι».

«Στο Ταχυδρομείο θέλω να πάω».

«Καπνίζεις;».

«Καπνίζω».

«Ε, τότε, πάρε ένα πακέτο τσιγάρα και έλα με την απόδειξη».

Ελάχιστος κόσμος στο Ταχυδρομείο. Πήρα το νούμερο 347, με μέσο χρόνο αναμονής τα 8 λεπτά, αλλά περίμενα λιγότερο.

Η κυρία στο γκισέ: «Λυπάμαι. Ήταν κάτι να παραλάβετε, αλλά αργήσατε να έρθετε και επιστράφηκε. Εάν είναι κάτι σημαντικό θα σας ξαναέρθει».

Εγώ: «Εντάξει. Μπορείτε να με βοηθήσετε και σε κάτι άλλο;».

«Πείτε μου».

«Πριν από 2 χρόνια με είχαν γράψει με αλκοτέστ. Κι επειδή τόσο καιρό έλειπα στο εξωτερικό (ψέμα), δεν μπόρεσα να πάω να πάρω το δίπλωμά μου. Το θέμα είναι ότι μου κοινοποιήθηκε ένα χαρτί που λέει ότι, καθώς πέρασε ο καιρός, το δίπλωμα στάλθηκε στη νομαρχία και να πάω να το παραλάβω από εκεί, με την απόδειξη ότι πλήρωσα το πρόστιμο των €1.200. Εγώ το είχα πληρώσει το πρόστιμο, το μισό, μέσα στις πρώτες 15 ημέρες, στο Ταχυδρομείο της Άνω Νέας Σμύρνης που έκλεισε, αλλά έχασα την απόδειξη. Θυμάμαι ποιες μέρες ήταν πάνω κάτω. Μήπως μπορούμε να κάνουμε κάτι;».

Εκείνη διαβουλεύτηκε με τη διπλανή της, εγώ περίμενα με αγωνία, μετά με κοίταξαν και οι δυο και η μία μου λέει «δεν γίνεται, εκτός αν έχετε την απόδειξη».

«Μα επειδή δεν έχω την απόδειξη είναι το πρόβλημα, αν την είχα…».

«Λυπάμαι». Εγώ όμως λυπόμουν περισσότερο.

Επόμενος προορισμός η Τροχαία, στο Μεταξουργείο. Στη Συγγρού, ένας παππούς οδηγούσε και στις δύο λωρίδες, μια από δω μια από κει, στην Πανεπιστημίου, σε ένα πράσινο φανάρι ένας πεζός είχε μπει σχεδόν μες στο δρόμο, σ’ ένα περίπτερο στην Αγίου Κωνσταντίνου, στην Ομόνοια, οι πετσέτες θαλάσσης είχαν 6 ευρώ, ο κόσμος κυκλοφορούσε με καπέλα, πολύ ζέστη σήμερα, σχεδόν 38 βαθμοί. Έπρεπε να βρεθεί μια άκρη, να μην πληρώσω πάλι τόσα λεφτά. Κι αν με ρωτούσαν πώς πήγα μέχρι την Τροχαία, θα έλεγα ότι μ’ έφερε ένας φίλος ή ότι πήρα το μετρό.

Ήμουν και τυχερός. Βρήκα και πάρκαρα ακριβώς απ’ έξω, από την πίσω πλευρά. Η θέση βέβαια ήταν μες στον ήλιο, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο.

Πλησίασα τον σκοπό και του χαμογέλασα λες και ήταν η Φαίη Σκορδά.

«Καλημέρα σας, αυτό κι αυτό έχει συμβεί».

«Ανεβείτε στον πρώτο όροφο και ζητήστε τον τάδε αξιωματικό».

Ανέβηκα. Κάποιος μου υπέδειξε ένα γραφείο, χτύπησα και μπήκα. Ήταν όλοι νεότεροι από εμένα.

«Ο κύριος Τάδε;».

«Ο κύριος εκεί».

Πλησίασα. Τριγύρω τρεις κοπέλες με στολές. Ο κ. Τάδε μιλούσε στο τηλέφωνο και περίμενα, όταν η μία κοπέλα με ρώτησε τι θέλω. Της εξήγησα.

«Ελάτε μαζί μου».

Πήγαμε σε ένα δωμάτιο γεμάτο με φακέλους. Σε 2 λεπτά είχε βρει τον αριθμό της κλήσης μου, γιατί την είχα χάσει κι αυτή, και μετά από 2 ακόμα λεπτά είχε βρει στον υπολογιστή ότι είχα πληρώσει. Αναστεναγμός ανακούφισης. Βγαίνοντας, μάλιστα, ενημέρωσα και τον σκοπό ότι όλα πήγαν καλά, αλλά δεν καταλάβαινε τι του έλεγα, είχε ήδη ξεχάσει την περίπτωσή μου.

Το αμάξι είχε λιώσει στη ζέστη και το παράθυρο του οδηγού είχε κολλήσει και δεν άνοιγε. Ίδρωνα και χαιρόμουν. Στη Σολωμού καμιά 40αριά χρήστες τσακώνονταν και φώναζαν. Λίγο πιο πάνω η κυκλοφορία είχε διακοπεί κι ένας γύρω στα 60 με βέσπα, που είχε κολλήσει από πίσω μου, κόρναρε και έβριζε σαν τρελός. Μετά, όταν αντιλήφθηκε ότι είχαμε κολλήσει γιατί ένας άνθρωπος με αναπηρικό καροτσάκι αποβιβαζόταν από ένα ταξί, κούναγε το κεφάλι.

Έφτασα ιδρωμένος στη δουλειά, πήρα καφέ και κατέβηκα κάτω για τσιγάρο. Δεν είχε έρθει ακόμα κανείς από τους κολλητούς μου για να του τα πω κι έτσι τα λέω σε εσάς.