Αρχειο

Τσιγγάνα ρίξε τα χαρτιά

Ήτανε γραφτό να χαθούν 90 λεπτά (του ευρώ)

Τάκης Σκριβάνος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Περπατούσα στη Χαριλάου Τρικούπη και κάπνιζα όταν άκουσα: «αγόρι, έχεις ένα τσιγάρο;». Τρεις μεγάλες τσιγγάνες και μια νεαρή. Και ομορφούλα. Αυτή ήθελε το τσιγάρο.

«Έχω τσιγάρο». Χαμογέλασε και έσκυψε. Ντεκολτέ.

- Έχεις και φωτιά;

- Έχω και φωτιά.

- Φαίνεσαι καλό παιδί και θα σου πω ένα μυστικό. Θα σου πω δυο ονόματα που θέλουν να σου κάνουν κακό.

-Αλήθεια; Για πες… (άρχισε να έχει πλάκα).

-Έλα από δω. Με στριμώχνει σε μια εσοχή, κόβει την άκρη του τσιγάρου και τη βάζει στην παλάμη μου.

-Κλείσε το χέρι σου και ακούμπα το στην καρδιά σου.

Το έκανα.

-Αν μαυρίσει, πάει να πει ότι σε έχουνε δέσει με μάγια.

-Αν μαυρίσει το χέρι μου;

-Όχι, το τσιγάρο.

-Εντάξει.

-Άνοιξέ το τώρα.

Ταχυδακτυλουργός η τσιγγάνα. Δεν είχε αφήσει το τσιγάρο αλλά ένα μαύρο κομματάκι, σαν μπαχάρι.

-Είδες που στα έλεγα; Κάποιος θέλει το κακό σου (και τα μάτια της άστραψαν).

-Τα ονόματα δεν μου είπες.

-Θα στα πω. Πρώτα πάρε μερικά από τα λεφτά που έχεις στην τσέπη σου, κλείσ’ τα στο χέρι σου και βάλ’ τα κι αυτά στην καρδιά σου.

Είχα δυο 20λεπτα και ένα 50λεπτο. Έκανα ό,τι μου είπε – κι εκείνη την ώρα άρχισε να πλησιάζει και μια από τις άλλες τσιγγάνες.

-Μη φοβάσαι, φίλη μου είναι. Τώρα, βάλ’ τα ξανά στην τσέπη σου.

-Ονόματα θέλω.

-Μη βιάζεσαι. Τώρα πιάσε ένα χαρτονόμισμα.

-Χαχά! Δεν έχω.

-Έχεις, το βλέπω, φουσκώνει (και βάζει το χέρι της στο παντελόνι, στην εξωτερική μεριά της τσέπης).

-Δεν είναι λεφτά, χαρτιά με σημειώσεις είναι.

-Ψέματα λες, βγάλε να τα δω.

-Α, πολύ περίεργη είσαι. Σου λέω, δεν είναι λεφτά. Θα μου πεις κάνα όνομα τώρα ή θα φύγω;

Κι εκείνη την ώρα εμφανίζεται ένας τύπος γύρω στα 30, καλοντυμένος, κι άρχισε να φωνάζει κάτι ακαταλαβίστικα και να κουνάει τα χέρια του σαν τρελός. Ήθελε να τις τρομάξει. Εκείνες αντεπιτέθηκαν, ήταν τέσσερις και ήταν ένας, τον πήραν στο κυνήγι, ο κόσμος είχε σταθεί και κοίταζε, κοίταζαν κι εμένα που η μοίρα τα έφερε έτσι κι έχασα 90 λεπτά. Άναψα ένα ακόμα τσιγάρο, γύρισα στο γραφείο, ένας συνάδελφος γιόρταζε κέρναγε γλυκά, ήρθε μία η άλλη.