- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ομιλία του Θωμά Μαλούτα, γεωγράφου, διευθυντή Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, σε ημερίδα με θέμα "Η Αθήνα: Η κρίση στο κέντρο ως πρόκληση και ευκαιρία για ολοκληρωμένες πολιτικές" που διοργάνωσε ο Τομέας Πράσινων Πολιτικών και Οικολογίας της Δημοκρατικής Αριστέρας το Σάββατο 3 Μαρτίου.
"Το δικαίωμα στην πόλη πραγματώνεται με τρόπο κοινωνικά άνισο όπως δείχνουν οι σημαντικές ανισότητες στη στέγαση, την κοινωνική σύνθεση των περιοχών κατοικίας και την πρόσβαση στις υπηρεσίες και τον κοινωνικό εξοπλισμό που αυτές προσφέρουν.
Υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα ρύθμισης των αστικών ανισοτήτων. Στις ΗΠΑ η δημόσια παρέμβαση υπήρξε περιορισμένη –και μειώθηκε δραστικά στη δεκαετία του 1970 πολλαπλασιάζοντας, μεταξύ άλλων, τον πληθυσμό των αστέγων. Παράλληλα, άτυπες πρακτικές εξακολουθούν να διαχωρίζουν φυλετικά τις πόλεις αρκετές δεκαετίες μετά την επίσημη κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων, οι οποίες σε συνδυασμό με την απουσία σημαντικών προνοιακών δομών και τη γενικότερη κρατική απουσία αναπαράγουν σταθερά φαινόμενα γκετοποίησης.
Στη Δυτική και τη Βόρεια Ευρώπη η δημόσια παροχή στέγης και γενικότερα η προνοιακή παρέμβαση στις πόλεις υπήρξε εκτεταμένη και ο κοινωνικός διαχωρισμός των περιοχών κατοικίας αντιμετωπίστηκε, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, ως πρόβλημα. Ωστόσο, οι λύσεις που δόθηκαν στη στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου με τα μεγάλα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας, δημιούργησαν στη συνέχεια νέα προβλήματα, που και αυτά όμως συνέχισαν να αντιμετωπίζονται ως κοινωνικά προβλήματα προς επίλυση.
Στην Ελλάδα, και την Αθήνα ειδικότερα, το πρόβλημα της στέγασης αφέθηκε σε μια ιδιότυπη ρύθμιση μέσω της αγοράς, στην οποία η κοινωνική πρόσβαση υπήρξε μαζική με τα συστήματα της λαϊκής περιφερειακής αυτοστέγασης και της αντιπαροχής, ενώ απουσίασε η δημόσια παροχή στέγης ιδιαίτερα για τις ομάδες με τις μεγαλύτερες ανάγκες. Η στεγαστική αυτή πολιτική οδήγησε σε σημαντική βελτίωση των στεγαστικών συνθηκών για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, σε βάρος όμως των πολεοδομικών παραμέτρων (με τον περιορισμένο δημόσιο χώρο και τη μεγάλη ανεπάρκεια υποδομών και κοινωνικού εξοπλισμού), ενώ διατήρησε και ενέτεινε τις στεγαστικές ανισότητες.
Στο πλαίσιο των πολιτικών αυτών, τα υψηλά και μεσαία στρώματα επέλεξαν, καταρχάς, να επενδύσουν στην οικοδόμηση των κεντρικών περιοχών της πόλης. Η έντονη οικοδόμηση στον κεντρικό Δήμο, χωρίς τις απαραίτητες πολεοδομικές ρυθμίσεις και υποδομές, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την επόμενη επιλογή των υψηλών και μεσαίων στρωμάτων της πόλης που ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη του κέντρου.
Στις επιλογές αυτές και στο πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο που τις εξέθρεψε βρίσκεται η ρίζα της υποβάθμισης του κέντρου. Η συγκέντρωση ευάλωτων και με περιορισμένους πόρους ομάδων (μετανάστες, άστεγοι, κ.ά.) δεν αποτελεί το αίτιο, αλλά σύμπτωμα της υποβάθμισης, με την έννοια ότι το χαμηλής ποιότητας οικιστικό απόθεμα και οι προβληματικές συνθήκες διαβίωσης έκαναν το ευρύτερο κέντρο όλο και πιο προσιτό στις οικονομικά αδύναμες ομάδες, για τις οποίες άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ εναλλακτική προσφορά στέγης που να ανταποκρίνεται στις δυνατότητές τους.
Παράλληλα, το κέντρο της πόλης δεν υπήρξε σημαντικό κοινωνικό, πολιτικό και επικοινωνιακό διακύβευμα στο μεγαλύτερο μέρος της μακράς πορείας υποβάθμισής του από τη δεκαετία του ’70. Στην ημερήσια διάταξη μπήκε σχετικώς πρόσφατα, κυρίως μετά τη διάψευση των αναμονών για αναβάθμισή του που είχαν δημιουργήσει σε διάφορες κοινωνικές και οικονομικές ομάδες οι Ολυμπιακοί του 2004.
Ο κοινωνικός χαρακτήρας των προβλημάτων του κέντρου της πόλης τείνει να χάνεται στην ατζέντα που διαμορφώνουν ισχυρές κοινωνικές και οικονομικές ομάδες επιβάλλοντας τη μερικότητα του ορθολογισμού των δικών τους επιδιώξεων. Αυτό διευκολύνεται από την κυριαρχία των φιλελεύθερων αντιλήψεων, η οποία συντείνει στην υποβάθμιση του κοινωνικού χαρακτήρα των προβλημάτων της πόλης, μετατοπίζοντας το νόημά τους με πέντε διακριτούς τρόπους.
Ο πρώτος αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πόλης ως χωρικών και όχι ως κοινωνικών. Με τον τρόπο αυτόν, διάφοροι τύποι περιοχών –όπως τα κέντρα των πόλεων στον Αγγλόφωνο κόσμο ή τα Παρισινά προάστια– επενδύονται με χαρακτηριστικά που ανάγονται σε εγγενή χωρίς σύνδεση με τις υποκείμενες κοινωνικές διαδικασίες.
Ο δεύτερος αφορά τη θεώρηση των προβλημάτων της πόλης ως πρωταρχικά νομικών και όχι κοινωνικών. Όταν γειτονιές με έντονα κοινωνικά προβλήματα προσδιορίζονται κυρίως ως τόποι παραβατικότητας και ανομίας, προβάδισμα αποκτούν οι κοινοί κανόνες που θα πρέπει να σέβονται όλοι στη βάση των τυπικά ίσων τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Ο τρίτος αφορά την έμφαση στην αισθητική και όχι στην κοινωνική διάσταση της αστικής αποστέρησης. Οι τακτικές, καθαρές, ευχάριστες και ασφαλείς γειτονιές, με αέρα αυθεντικότητας και ελκυστικές για νέους κατοίκους, εμφανίζονται ως το γενικώς επιθυμητό πρότυπο γειτονιάς και όχι ως ένα σύνολο χαρακτηριστικών που αφορούν τις περιοχές κατοικίας οι οποίες είναι προσιτές μόνο στα μεσαία και τα υψηλά-μεσαία στρώματα. Κρύβοντας τις διαδικασίες κοινωνικής άλωσης πίσω από τον στόχο της αισθητικής αναβάθμισης, οι γειτονιές δεν χρειάζεται να αντιμετωπίζουν την αποστέρηση, αλλά να προσπαθούν να απαλλαγούν από την αισθητική της.
Ο τέταρτος τρόπος είναι να αντιμετωπίζονται τα τοπικά προβλήματα αποστέρησης ως οικονομικά και όχι ως κοινωνικά. Αυτό πρακτικά είτε σημαίνει επικέντρωση στις επενδυτικές ευκαιρίες που ενδεχομένως «κρύβουν» οι προβληματικές γειτονιές, είτε τονίζει την οικονομική αναποτελεσματικότητα και τον αδιέξοδο χαρακτήρα των δαπανών για την επίλυση των κοινωνικών τους προβλημάτων.
Τέλος, ο πέμπτος τρόπος αφορά την αντιμετώπιση των προβλημάτων της πόλης περισσότερο ως πολιτισμικών και λιγότερο ως κοινωνικών. Η συντηρητική Ευρώπη διαπιστώνει ότι η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε, ενώ χώρες που ήταν ιδιαίτερα ανοιχτές στον «Άλλο» έχουν αλλάξει πολιτική. Παράλληλα, αυξάνει η απήχηση κομμάτων και ομάδων που εμφορούνται από έλλειψη ανοχής, ξενοφοβία και ρατσισμό, ενώ η μεταστροφή αυτή απέναντι στην ετερότητα συχνά δεν περιορίζεται στον παραδοσιακό συντηρητικό χώρο.
Και τα πέντε αυτά είδη μετατόπισης του νοήματος της αποστέρησης στο χώρο της πόλης οδηγούν σε αποσπασματικές και στρεβλές αντιλήψεις των προβλημάτων, οι οποίες προάγουν λύσεις που παραγνωρίζουν την κοινωνική τους διάσταση.
Συνεπώς, μια αριστερή προσέγγιση των προβλημάτων του κέντρου της πόλης δεν μπορεί παρά, καταρχάς, να έχει ως κεντρικό μέλημα την ανάδειξη του κοινωνικού τους χαρακτήρα και την απόκρουση λύσεων που είτε στηρίζονται στην αστυνομική βία, είτε αποβλέπουν σε επίλυση μέσω της διασποράς ή της μετατόπισης των προβλημάτων σε άλλες περιοχές της πόλης.
Το πρώτο που πρέπει να καθιστά σαφές μια τέτοια προσέγγιση είναι το ‘πιο είναι το πρόβλημα;’ και το ‘για ποιον είναι πρόβλημα;’ Το δεύτερο είναι το ‘τι μπορεί να γίνει;’
Δίνοντας απαντήσεις στα πρώτα ερωτήματα, αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα του προβλήματος και η αδυναμία διαχείρισής του με απλές αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές ρυθμίσεις, διανθισμένες ενδεχομένως με κάποιες απαγορεύσεις. Δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα του κέντρου χωρίς να επανεξεταστούν οι εξελίξεις και οι πολιτικές σε πολλούς και διαφορετικούς τομείς, όπως εκείνες που αφορούν τα χαρακτηριστικά της προσφοράς και ζήτησης κατοικίας, την ένταξη του μεταναστευτικού πληθυσμού στην πόλη, τη μαζική απομάκρυνση δημόσιων υπηρεσιών από το κέντρο ή την αναδιάρθρωση και τα νέα σχήματα χωροθέτησης του λιανικού εμπορίου κ.π.ά.
Ο κοινωνικός χαρακτήρας των προβλημάτων του κέντρου της πόλης γίνεται ακόμη πιο σαφής στις σημερινές συνθήκες κρίσης, με τη μεγάλη αύξηση και ποιοτική διαφοροποίηση του πληθυσμού των αστέγων, εκείνων που έχουν ανάγκη σίτισης, κ.λπ. Τα οξυμένα προβλήματα και τα νέα αυτά φαινόμενα αποτελούν ακραίες μορφές κοινωνικών ανισοτήτων και σηματοδοτούν πλήρη απώλεια του δικαιώματος στην πόλη για κάποιες ομάδες του πληθυσμού της. Στην πάγια ανάγκη αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων προστίθενται, συνεπώς, οι έκτακτες και επιτακτικές σημερινές τους εκφράσεις.
Απέναντι στα προβλήματα αυτά, εμφανίζεται το πρόσθετο πρόβλημα των περιορισμένων δυνατοτήτων αντιμετώπισής τους που απορρέει από το παραδοσιακά ισχνό κράτος πρόνοιας και από το γεγονός ότι έχει πλέον αποδυναμωθεί και το λειτουργικό του υποκατάστατο, η οικογενειακή αλληλεγγύη. Πρόσθετη αδυναμία είναι και οι περιορισμένες αρμοδιότητες και η τεχνογνωσία της τοπικής αυτοδιοίκησης στη διαχείριση αυτών των ζητημάτων, ενώ η διεκδίκηση των πόρων που απαιτούνται απονομιμοποιείται καθημερινά.
Σήμερα είναι, ουσιαστικά, αδύνατη η επιστροφή σε ένα μοντέλο κράτους πρόνοιας που βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση ακόμη και εκεί όπου είχε αναπτυχθεί σημαντικά. Για την Ελλάδα οι δυσκολίες μιας τέτοιας προοπτικές είναι, υπό τις παρούσες συνθήκες τουλάχιστον, ανυπέρβλητες.
Με δεδομένα τα προβλήματα και τις δυσκολίες αντιμετώπισής τους, η κοινωνία είτε αφήνεται στο έλεος της φιλανθρωπίας και των ιδεολογικών και πολιτικών της παρεπομένων, είτε αναπτύσσει νέες τοπικές συλλογικότητες με δημοκρατικό έλεγχο και κοινωνική ευαισθησία.
Η ελληνική κοινωνία πρέπει να επιχειρήσει να συγκροτήσει τις νέες αυτές τοπικές συλλογικότητες ως στρατηγικές δομές κοινωνικής αναπαραγωγής, διευρύνοντας την εμβέλεια της οικογενειακής αλληλεγγύης και των οικογενειακών στρατηγικών στις οποίες στηρίχθηκε η κοινωνική αυτορύθμιση των προηγούμενων δεκαετιών. Ως δομές ενός νέου κράτους πρόνοιας που συνδυάζουν την πρωτοβουλία με το δημοκρατικό έλεγχο και δομούν τον κοινωνικό ιστό στη βάση της αλληλεγγύης, σε αντιδιαστολή με συλλογικότητες μισαλλοδοξίας και κοινωνικού αυτισμού.
Αντικείμενο των συλλογικοτήτων αυτών είναι η αντιστοίχιση των πόρων που μπορούν να συγκεντρώσουν με τις τοπικές ανάγκες και με προτεραιότητα στις πιο επείγουσες. Δυνητικοί πόροι των δομών αλληλεγγύης είναι κυρίως η εργασιακή δύναμη των ανέργων, το σχολάζον κεφάλαιο οποιασδήποτε μορφής, και επικουρικά οι ιδιωτικές ή εταιρικές προσφορές. Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι στην παροχή βιώσιμων σχεδίων για την ανάπτυξή τους, στην ενίσχυσή τους με πρόσθετους πόρους και στην εποπτεία και αξιολόγησή τους. Οι συλλογικότητες αυτές, δηλαδή, θα πρέπει να εκμεταλλευθούν τις δυνάμεις που η αγορά έχει βάλει στο περιθώριο επειδή συγκυριακά δεν τις χρειάζεται και να καλύψουν ανάγκες που η αγορά ούτε μπορεί ούτε ενδιαφέρεται να καλύψει, αναδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο και τους πολλαπλούς περιορισμούς της".