Αρχειο

Η Αθήνα χρειάζεται ένα μέτωπο κοινής λογικής

Ο δημοσιογράφος Δ. Ρηγόπουλος μιλάει για την κρίση στο κέντρο της Αθήνας

A.V. Team
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος, δημοσιογράφος και ιδρυτικό μέλος των atenistas, μίλησε σε ημερίδα με θέμα "Η Αθήνα: Η κρίση στο κέντρο ως πρόκληση και ευκαιρία για ολοκληρωμένες πολιτικές" που διοργάνωσε ο Τομέας Πράσινων Πολιτικών και Οικολογίας της Δημοκρατικής Αριστέρας το Σάββατο 3 Μαρτίου.


"Κατ' αρχάς να διευκρινήσω ότι σήμερα εκπροσωπώ μόνο τον εαυτό μου και κανέναν άλλο. Eπειδή σχεδόν πάντα και φυσικά από καλή πρόθεση με ακολουυθεί τα τελευταία δύο περίπου χρόνια η ιδιότητα του ιδρυτικού μέλους των atenistas, εξαιρετικά τιμητική ιδιότητα ασφαλώς, σπεύδω να αποσαφηνίσω πως ό,τι απόψεις ακουστούν σήμερα από μένα είναι εντελώς προσωπικές και δεν συνδέονται σε καμία περίπτωση με τους atenistas και τα μέλη τους, τα περισσότερα από τα οποία ούτε ξέρουν ποιος είμαι ούτε ενδιαφέρονται για τις απόψεις μας.

Είμαι λοιπόν δημοσιογράφος, από το 1994 εργάζομαι στην Καθημερινή με μια άτυπη εξειδίκευση σε θέματα Αθήνας, αρχιτεκτοινκής και αστικού πολιτισμού. Τον Ιούνιο του 2010, ήταν λίγες εβδομάδες μετά το σοκ της Μαρφίν, και η εποχή που συνειδητοποιούσαμε ότι αυτό που έχουμε μπροστά μας δεν είναι ένα συννεφιασμένο διάλειμμα στην αδιαμφισβήτητη ανιούσα της ελληνικής ευημερίας αλλά κάτι πολύ περισσότερο, κάτι πολύ πιο βαθύ και δραματικό.

Οσοι ζούμε στην Αθήνα, θα πρέπει να το ομολογήσουμε, δεν πιαστήκαμε στον ύπνο. Η πόλη μας είχε προετοιμάσει. Σαν προάγγελος της μεγάλης εικόνας που βιώνουμε σήμερα η κρίση της Αθήνας είναι εδώ σχεδόν από την επόμενη ημέρα της τελετής λήξης των Παραολυμπαικών Αγώνων του 2004. Δεν ήταν απλά η μεταολυμπιακή μελαγχολία αλλά η ασυνείδητη, βαθύτερη επίγνωση ότι είχαμε κατορθώσει αυτον τον ένα και μοναδικό μήνα να δείξουμε τον καλύτερο μας εαυτό ενώ από κάτω τα όρνια λυσσομανούσαν. Το ξέραμε αυτό και το είδαμε πολύ γρήγορα.

Οταν τον Σεπτέμβριο του 2004 Ελληνες φίλαθλοι επιτίθενται σε Αλβανούς οπαδούς που έχουν βγει να πανηγυρίσουν για την αναπάντεχη νίκη της εθνικής τους ομάδας εναντίον της Ελλάδας στην Ομόνοια, φρέσκιας πρωταθλήτριας Ευρώπης, πλανάται ήδη στον αέρα η δυσωσμία κάποιας αόρατης ασθένειας που δεν μπορούμε ακόμα να της δώσουμε όνομα. Ωστόσο, κι ενώ οι δείκτες ευημερίας συνεχίζουν να τα πηγαίνουν πολύ καλά (παρά την ολυμπιακή κόπωση το ΑΕΠ αυξάνεται με ρυθμούς κοντά στο 4 %) η Ομόνοια μεταβάλλεται από βασίλειο της λούμπεν Αθήνας σε αυτόνομο προτκτοράτο της πρέζας.

Ασυνήθιστοι ακόμα σε τέτοιες εικόνες κοιτάμε έκπληκτοι μέσα από τα αυτοκίνητα μας δεκάδε, αν όχι εκατοντάδες ανθρώπους να κάνουν χρήση ναρκωτικών στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Κανείς δεν συγκινείται. Για να φτάσουμε στα πιο φαντασμαγορικά προεόρτια της ελληνικής κρίσης, τον Δεκέμβριο του 2008, την πιο θεαματική ομολογία αποτυχίας μιας ολόκληρης χώρας και φυσικά μιας ιστορικής πόλης. Η Αθήνα νοσεί βαθιά και νοσεί πολύ πριν μάθουμε για τα σπρεντ, στα cds και το psi.

Oι atenistas γεννήθηκαν σε αυτό το κλίμα, εμποτισμένο με τη βεβαιότητα μιας μακράς περιόδου οικονομικής ύφεσης πάνω από τα κεφάλια μας. Από αυτήν την άποψη είναι τέκνα της κρίσης. Γεννήθηκαν ακριβώς την εποχή που όλοι οι μύθοι είχαν καταρρεύσει. Κυρίως είχε καταρρεύσει ο μεγαλύτερος όλων: ότι η καθημερινότητά μας μέσα στην πόλη εξαρτάται μονοδιάστατα από την καλή πρόθεση και κυρίως τις πράξεις τω πολιτικών, της κεντρικής διοίκησης. Αυτό που είπαν οι ατενιστας είναι πως όχι, αυτός είναι ένας βολικός μύθος που μας βύθισε στην παθητικότητα και στην γκρίνια και τελικα έκανε τις ζωές μας χειρότερες. Μας έκανε κακούς ή μέτριους πολίτες που στην πρώτη στραβοτιμονιά τα ρίχζνουν όλα στον κράτος και στο Δήμο. Οσο όμως όλα πάνε καλά, ή νομίζουμε ότι όλα πάνε καλά, δεν βαριέσαι κι αυριο με΄ρα είναι.

Ταυτόχρονα οι atenistas επιδίωξαν εξαρχής και πολύ συνειδητά να δώσουν ένα νέο περιεχόμενο στον αστικού ακτιβισμού. Οπως γνωρίζεται ο ακτιβισμός στην Ελλάδα είχε πριν την κρίση κυρίως διεκδικητικό και καταγγελτικό χαρακτήρα. Πάει ο «κακός» εργολάβος να χτίσει ένα εμπορικο κέντρο, ξεσηλωνόμαστε. Πάει ο «κακός» Δήμος να χτίσει ένα κτίριο χαμός. Και πάει λέγοντας. Σπάνια έβλεπες πρωτοβουλίες κατοίκων που θα φρόντιζαν κάτι που ήδη υπάρχει, πως θα το βελτίωναν, κλπ. Ολα αυτά ήταν δουλειά του Δήμου.

Οταν όμως εμφανιζόταν η απειλή τσουπ, επανάσταση. Δεν ειρωνεύομαι καθόλου, προσπαθώ να γίνω γλαφυρός μόνο, πολλές από αυτές τις πρωτοβουλίες έπαιξαν πραγματικά θετικό ρόλο. Εμείς είπαμε στην αρχή καμία καταγγελία, ό,τι δεν μας αρέσει πάμε και το φτιάχνουμε, πολλές φορές χωρίς καμία άδεια, εισβάλλοντας σε ιδιωτικές ιδιοκτησίες για να καθαρίσουμε και να φυτέψουμε κάποια ιδιωτική χωματερή στα πιο κεντιρκά σημεία της Αθήνας. Ακόμα και σε περιπτώσεις καραμπινάτης παρανομίας όπως η καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας η αστυνομία έσπευδε και μας δικαίωνε.

Δεύτερον, οι atenistas δεν φοβήθηκαν να συνεργαστούν με τις αρχές. Θέμα – ταμπού για έναν πιο αριστερόστροφο ακτιβισμό, η συνεργασία με το αστικό κράτος, εμείς την αξιοποιήσαμε ως ένα καταπληκτικό εργαλείο. Δεν υπήρξε ούτε μισή φορά που να ζητήσαμε τη συνδρομή του Δήμου και να μην την είχαμε. Ακόμα και σε τηλεφωνήματα της τελευταίας στιγμής.

Τρίτον, αλλάξαμε την ατζέντα. Τα project μας είναι μικρά, σε επίπεδο γειτονιάς, δεν καταπιαστήκαμε με τα μεγάλα και τα δύσκολα. Οι ατενίστας έδειξαν στον κόσμο πόσο εύκολο είναι να κάνεις κάτι φαινομενικά δύσκολο αν μαζευτείς εσύ και δέκα φίλοι σου και δουλέψετε για 3 ώρες ένα κυριακάτικό πρωινό. Κάναμε εντελώς «ξενέρωτα» πράγματα (βάψαμε τοίχους, ξεκολλήσαμε τσίχλες, καθαρίσαμε παγκάκια) χωρίς καμία περισπούδαστη πολιτική αναφορά από πισω, γεγονός για το οποίο διασυρθήκαμε κυρίως μέσα από μπλογκ και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Υπήρξαν φαινόμενα ωμής λεκτικής βίας και απειλών μέσα από το Ιντερνετ σε ένα όργιο παραδοσιακής ελληνικής συνωμοσιολογίας: πότε ήμασταν βαλτοί από λαμόγια του real estate, πότε κολλητοί δεξιών πολιτικών, μακρύς ο κατάλογος. Δυστυχώς αυτά τα κρούσματα αποθάρρυναν και τρόμαξαν αρκετούς, και μέσα στον οργανωιτκό πυρήνα της ομάδας με αποτέλεσμα σταδιακά να περιοριστούμε σε ενέργειες που δεν θα ενοχλούσαν κανέναν, αν αυτό είναι ποτέ δυνατόν στην Ελλάδα.

Κάποιες στιγμές αισθάνομαι ότι τελικά «χάσαμε». Παρά την επιτυχία των atenistas σε επίπεδο θετικού «παραδείγματος» και συμβολισμού, ο συμβιβασμός με τον αθηναϊκό παραλογισμό και το κατεστημένο της καταστροφής, του μηδενισμού, της τρομοκρατίας και του κυνισμού είναι σχεδόν αναποφεύκτος. Δυστυχώς στην Αθήνα σήμερα κάνουν φασαρία οι λίγοι γιατί οι πολλοί είμαστε ακόμα αρκετά φοβισμένοι για να βγούμε μπροστα και να πούμε φτάνει, ως εδώ, μπαστα. Οι σκοτεινές ζώνες που όλο και απλώνονται σαν γάγγραινα πάνω στο σώμα της πόλης δεν οφείλονται μόνο στην αναποτεσματικότητα, την ανκανότητα των κρατικών μηχανισμών ή στην κρίση. Είναι το αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας απουσίας που τώρα πληρώνουμε όλοι. Μια σειρά από αραχνιασμένα ταμπού της Μεταπολίτευσης κάνουν τη ζωή μας δύσκολη χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Πάρτε το θέμα των διαδηλώσεων. Κι εδώ, ποιοί κάνουν φασαρία. Οι λίγοι. Οι συντεχνέις, οι συνδικαλιστές, τα κόμματα της Αριστεράς, ελπίζω όχι η Δημοκρατική Αριστερά.

Θα τελειώσω λέγοντας ότι όπως και στην κεντρική πολιτική σκηνή έτσι και στην Αθήνα χρεάζεται περισσότερο από ποτέ ένα μέτωπο της κοινής λογικής. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε σε όλα. Αλλά στα πέντε που συμφωνούμε να τα φωνάξουμε δυνατά. Είναι σαφές ότι από αυτήν την άποψη η κρίση μας κάνει καλό. Εγκαταλείπουμε τις ευκολίες μας και συνειδητοποιπύμε ότι αν δεν την κάνουμε εμείς τη δουλειά ως πολίτες πιθανότατα θα την κάνει κάποιος άλλος και ίσως δεν την κάνει καλά.

Τα μέσα κοινωνική δικτύωσης έχουν δώσει τεράστια ώθηση στην διαμόρφωση νέων δικτύων επικοινωνίας και δράσης. Η φωνή τους προς το παρόν δεν ακούγεται καθαρά αλλά τωρα μπαίνει ο σπόρος για το αύριο. Οι ζυμώσεις είναι πρωτοφανείς και σε πολλα επίπεδα. Ο νέος Αθηναίος, και ο προσδιορισμός δνε είναι ηλικιακός, διεκδικει μια πολύ πιο ενεργητική στάση απέναντι στην πόλη και στη γειτονιά του. Τις περισσότερες φορές το κάνει μέσα από το facebook αλλά πρέπει να δώσουμε χρόνο. Μπορεί το μνημόνιο να μας κάνει φτωχότερους αλλά η Αθήνα κερδίζει μέρα με τη μέρα αρκετούς χιλιάδες παραπάνω συνειδητοποιημένους πολίτες επειδή κάποιο τυχαιο απόγευμα αρκετοί από εμάς είπαν από μέσα τους «δεν πάει άλλο, κάτι πρέπει να κάνω».

Κι αυτός είναι ένας πλούτος που θα τον βρούμε μπροστά μας.