Αρχειο

Θεσσαλονίκη, the Marathon man

Γι’ αυτό λατρεύω το βορρά

Στέφανος Τσιτσόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η γνωριμία μου με την κεφαλλονίτικη οικογένεια Πολυκαλά έγινε ένα Σάββατο μεσημέρι στο σοκολατάδικο “Leonidas” της Τούμπας. Ήταν μια γουλιά από ένα κρυστάλλινο μπουκάλι με λικέρ πικραμύγδαλο που μου έδωσε να δοκιμάσω ο ευγενέστατος ιδιοκτήτης του, Κοσμάς, κι όπως το ρέον παρασκεύασμα, που κρατά από το 1897, κατρακυλούσε μέσα μου, ο παγωμένος χειμώνας και η μιζέρια της οδού Λαμπράκη αίφνης εξαφανίστηκαν και ήταν σαν κάτι να με έστειλε πίσω στην παραλία του Φισκάρδου. Τέτοια γλύκα!

Είναι ένας μικρός παράδεισος ο “Leonidas” της Τούμπας. Κρύβει σοκολατένια ουρί, όπως το καφέ τσόκο πατέ, που όταν το αλείψεις πάνω σε βάφλες ή σε μπισκότα μήλο, νιώθεις την ευτυχία να μπουκάρει μέσα σου από παντού, να στέλνει ουστ τα σύννεφα και τις γκρίνιες. Τα σαββατοκύριακα στην Τούμπα η ευτυχία εκτός από το “Leonidas” είναι κρυμμένη και στα παρακείμενα στενά της λαϊκής αγοράς. Ή μήπως μέσα στις τηγανητές πατάτες του εκεί “Derlikatessen”; Where ever!

Λίγες μέρες μετά, ανακάλυψα την ευτυχία στις λέξεις και τις διηγήσεις του Πάνου Θεοδωρίδη, στο πατάρι του Ιανού, όπου ανταμώσαμε εξαιτίας του καινούργιου του βιβλίου, «Ύμνοι εναντίον γυναικών». Αναγεννησιακός, σοφολογιότατος, κιβωτός γνώσης, αρχιτέκτονας, διανοούμενος και προσφάτως επανακάμψας στην ΕΤ3 μέσω μιας εκπομπής στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων της ελεύθερης πόλης, ο «Πετεφρής», όπως είναι το ψευδώνυμό του, δεν το είχε και πολύ δύσκολο να με λιώσει: «Βοήθα, Πάνο», τον εκλιπάρησα, «κάθε φορά που πάω να διαβάσω τον “Οδυσσέα” του Τζόις, τα φτύνω και τον παρατώ». «Άκου», είπε ο Θεοδωρίδης, «όταν αρχίζουν οι χαοτικές περιγραφές, προσπέρασέ τες, τρέξ’ το, και μείνε μόνο σε εκείνες τις λέξεις όπου ξεχειλίζει από τα Τάρταρα η ποίηση. Κάν’ το μέχρι και σε βαθμό απομνημόνευσης, αποστήθισέ τες. Να δεις που μετά θα είσαι αλλιώς».

Δεν έχει πια τέτοιους μικρούς θεούληδες η Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό καμιά φορά, όταν ο Πετεφρής και η παρέα του πίνουν και συζητούν στο πατάρι του “Stretto” της Καρόλου Ντηλ, κλέψτε ωτακουστικώς ό,τι μπορείτε. Εγκυκλοπαίδειες είναι οι τύποι. Και ζητήστε του χωρίς να διστάσετε, να σας απαγγείλει εκείνο το παλιό φοβερό του ποίημα: «Θέλω να μ’ αγαπάς παράφορα/ Θέλω να με λατρεύεις εξοντωτικά/ Θέλω να με φωνάζεις Αζόρ». Γι’ αυτό λατρεύω το βορρά. Κάποιες γεύσεις, κάποιοι άνθρωποι, κάποια απογεύματα, κάποιες συναντήσεις και κάποια μπαρ κρατάνε ακόμα την πατίνα της ευτυχίας, της κοινωνικής συναναστροφής, που πάντα έχει κάτι να σου δώσει πέρα από σφηνάκια, ποτάκια και σαχλαμαραντάν θεσσαλονικαντάν.

Μιας και μιλάμε για μπαρ, πέρνα μια βόλτα και από το “Favela” στον πρώτο όροφο της Βενιζέλου 3, στη στοά Ρογκότη. Νέα άφιξη, ωραίες μουσικές, ειδικά τα Σάββατα που παίζει ο Νεκτάριος, και κόσμος ανθρωπένιος και όμορφος, νεαρός και καλλιεπής.

Αποχαιρετώντας τον Πάνο Θεοδωρίδη και το πατάρι του Ιανού, το έκοψα από τον πεζόδρομο της Αγίας Θεοδώρας, όπου στο νούμερο 3 στεγάζεται η γκαλερί Donopoulos International Fine Arts. Φιλοξενούμενός της ως τις 29 του μήνα, ο Wolf Hamm και το “Social Utopia”. Μια «παλαβρή» έκθεση ζωγραφικής, με έγχρωμα αλλά και ασπρόμαυρα έργα, με χρήση της πλέον σπάνιας ζωγραφικής τεχνικής, όπου πίσω από διαφανείς επιφάνειες πλέξιγκλας και γυαλιού αλλά και μεθόδων ξυλογραφίας και χαλκογραφίας στα τυπώματά του, συστήνουν για δεύτερη φορά στην πόλη έναν Γερμανό εικαστικό με βαθιά γνώση της παράδοσης, την οποία επανατοποθετεί σε μια ανανεωτική εικονογραφική διάσταση.

Είπα «παλαβρή έκθεση» συγκεράζοντας τις λέξεις «παλαβομάρα» και «Απόστολος Παλαβράκης», όπως είναι το ονοματεπώνυμο αυτού του τεράστιου θεσσαλονικιού curator, που όσο κι αν τα τελευταία χρόνια μεγαλουργεί στο Ντόρτμουντ, ποτέ δεν έκοψε γέφυρες με την πόλη. Να άλλος ένας νεωτερικά αθεόφοβος άνθρωπος, να ένας μύστης της σκέψης του Μπένγιαμιν, να μια έκθεση που επιμελήθηκε και επειγόντως πρέπει να δεις. Θρησκευτικά και μυθολογικά σύμβολα, μορφές στυλιζαρισμένες, υπερρεαλιστικές, αποσπασμένες από την ιστορική ή κοινωνική τους διάσταση, καρτουνίστικες φιγούρες, εικονογράμματα υπαρκτά ή πλασματικά, συνθέτουν εικόνες απόκοσμες, όνειρα ρευστά και κοινωνικοπολιτικά τοπία περίπλοκα, όπως οι αλγόριθμοι του ψηφιακού κόσμου ή τα δίκτυα της χλωροφύλλης μέσα στα σπλάχνα των φυτών.

Σε αντίθεση με την Αθήνα και τη μελαγχολία του κατεστραμμένου και καμένου κέντρου, η Θεσσαλονίκη προσφέρεται για μοναχικές περιηγήσεις σαν αυτές που κάνω αυτές τις δύσκολες μέρες. Το μόνο μου παράπονο είναι πως δεν κατάφερα να βρω ούτε στο “Public” ούτε στο “Metropolis” το σάουντρακ του “Tinker, Tailor, Soldier, Spy”. Κι έτσι μόνο στο κεφάλι μου παίζει η μουσική του τέλους, όταν μπαίνει το “La mer” σε εκτέλεση Ιγκλέσιας κι έχουν οι βόλτες μου μουσική και νότες για να ρολάρω σαν σκίουρος μέσα σε τέτοια κρύα. Α γεια σου!