Αρχειο

Τα free press αλλάζουν τον Τύπο και την πόλη

Ο Φώτης Γεωργελές θυμάται τις πρώτες μέρες της Athens Voice.

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ Guide Winter 2010
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είχα μόλις φύγει απ’ την προηγούμενη δουλειά μου. Τον ΚΛΙΚ FM τον είχαν αγοράσει οι Αυστραλοί και τον είχαν κάνει «μόνο επιτυχίες», δεν είχα καμία δουλειά εκεί. Στο ΚΛΙΚ και το ΜΕΝ είχε μπει ο ΔΟΛ και η συγκατοίκηση με τις Ειδικές Εκδόσεις του Τερζόπουλου δεν ήταν ανθόσπαρτη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα πληρώνει συνήθως ο διευθυντής, που βρίσκεται στη μέση. Ήταν καιρός να κλείσω την πόρτα διακριτικά πίσω μου. Ήξερα πως μετά από μια τέτοια αποχώρηση το επόμενο διάστημα είναι λίγο νευρικό. Αναγκαστικές κακίες, ατελείωτες εξηγήσεις, η πίεση των δικών σου που περιμένουν το επόμενο βήμα για να βρεθεί η παρέα ξανά όλη μαζί. Εγώ δεν ήξερα ποιο είναι το επόμενο βήμα. Αυτός ο κύκλος φαινόταν να ’χει κλείσει. Κι ας ήταν καλά αυτά τα έντυπα. Εκείνη την εποχή, στο ραδιόφωνο κάναμε 7 ξενόγλωσσα δελτία ειδήσεων την ημέρα, με όλες τις καινούργιες γλώσσες που μιλούσαν οι νέοι κάτοικοι της Αθήνας που έφταναν απ’ όλο τον κόσμο. Στο ΚΛΙΚ κάναμε φωτογράφιση τις τσιγγάνες της Αγίας Βαρβάρας, όταν κυριαρχούσε η λατρεία των μοντέλων και οι «απόλυτες Ελληνίδες σταρ». Σχόλια γράφαμε εγώ, ο Σταύρος Θεοδωράκης, η Μαλβίνα, ο Πρετεντέρης, ο Κούλογλου, ο Τέλλογλου, ο Πετρουλάκης. Όμως περιοδικό πια σήμαινε άλλο πράγμα, για όλο τον κόσμο. Αυτοί που ήθελα να μας διαβάζουν, δεν διάβαζαν περιοδικά. Στ’  αλήθεια, δεν διάβαζαν τίποτα. Έψαχνα να βρω πώς θα είναι ένα έντυπο χωρίς τη ροζ ελαφρότητα των περιοδικών ή τη γκρίζα ρουτίνα των πολιτικών εφημερίδων. Ένα νέο Μέσο που θα διαβάζουν αυτοί που δεν διαβάζουν, οι νέοι, οι γυναίκες, οι αυριανοί πολίτες της ελεύθερης πληροφόρησης του Διαδικτύου.

Μάζεψα τα πράγματά μου κι έφυγα για ν’ αποφύγω τις συζητήσεις. Νοίκιασα ένα σπίτι στη Νέα Υόρκη από μια Εβραία που δούλευε στο MTV και αποφάσισε να πάει λίγους μήνες να δει τη γη των πατέρων της στο Ισραήλ. Είχα μόνιμο τζετ λαγκ, ξύπναγα όταν κανονικά έπεφτα για ύπνο, πέντε η ώρα το πρωί κατέβαινα στη γωνία, έπαιρνα καφέ και μάφιν απ’ την καντίνα και κάπνιζα ένα τσιγάρο μαζί με τους Μεξικανούς εργάτες που ξεκίναγαν για τη βάρδια και τα κορίτσια που τελείωναν τη δικιά τους βάρδια της νύχτας. Έκανα όλη μέρα βόλτες στους δρόμους, αγαπούσα σιγά σιγά μια ακόμα πόλη, ως κάτοικος, όχι ως τουρίστας. Πάντα ένιωθα σημαντικές τις πόλεις, σαν το ντεκόρ όπου εκτυλίσσεται το έργο της ζωής μας. Κατά έναν περίεργο τρόπο, για πρώτη φορά, σε μια ξένη πόλη σκεφτόμουν πολύ τη δικιά μου πόλη, την Αθήνα, πρώτη φορά την ένιωθα δικιά μου.

Κάθε Τρίτη βράδυ σε κάποιο μετρό έβρισκα τη Village Voice. Ήταν μια πολύ ωραία και αστεία εφημερίδα. Ασπρόμαυρη κυρίως, μουτζουρώνεσαι για να την ξεφυλλίσεις, χαρτί για περιτύλιγμα, μισές σελίδες λίστες τα μαγαζιά της Ν. Υόρκης και οι άλλες μισές μικρές αγγελίες ροζ, του τύπου «λευκό ζευγάρι μέσης ηλικίας ψάχνει νεαρό μαύρο για να βάλει λίγο αλατοπίπερο στη ζωή του». Είχε όμως εκείνη την εποχή στην αρχή, ένα πολιτικό άρθρο πάντα. Ήταν τα χρόνια Μπους και οι Νεοϋορκέζοι ήθελαν να μεταναστεύσουν, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που τους συνέβαινε. Τα πολιτικά άρθρα ήταν γραμμένα έτσι που στη δικιά μας ελεύθερη και ηρωική χώρα ποτέ δεν θα μπορούσαν να δημοσιευθούν. «Πέντε ακόμα αμερικανόπουλα γύρισαν σε φέρετρο εξαιτίας του Ηλίθιου Εγκληματία που μας κυβερνά». Η Village είχε γίνει μετά από πολλά χρόνια free press. Άρχισα να σκέφτομαι το ενδεχόμενο. Όμως μέχρι τότε τα free press ήταν κυρίως subway press, έντυπα με μικρές ειδήσεις, ευκολοδιάβαστες, όσο κρατάει η διαδρομή του μετρό. Ανώνυμες ειδήσεις χωρίς υπογραφές, μικρές αγγελίες, διευθύνσεις. Όλη η λογική ήταν βασισμένη στο φτηνό, στο χαμηλό κόστος. Ό,τι σκεφτόμουν εγώ ήταν ακριβό, η παραγωγή δημοσιογραφικού περιεχομένου είναι πάντα ακριβή.

Περπατούσα στους δρόμους και σκεφτόμουν, ταξίδευα σε άλλες πόλεις και σκεφτόμουν. Ήταν σαν ένα θεωρητικό πρόβλημα που είχα βάλει στο μυαλό μου για να λύσει. Σε μια αίθουσα αναμονής, στο διπλανό κάθισμα, Έλληνας, ναυτικός, πάει να συναντήσει το καράβι στη Νέα Ορλεάνη. Εγώ ρωτάω για καράβια, ναύλα και μακρινά ταξίδια, αυτός ρωτάει για εφημερίδες. Δύσκολα, του λέω, κορεσμένη αγορά, πληθωρισμός, χιλιάδες τίτλοι κρεμασμένοι στα περίπτερα που πρέπει να διαφημίζονται στην τηλεόραση για να φανούνε, τα free press έχουν λίγα έσοδα άρα πρέπει να ’ναι φτηνές εκδόσεις για να επιβιώσουν, δεν υπάρχει χώρος για κάτι καινούργιο. Με κοιτάει απαθής, μπα, απαντάει, είναι μια θέση που έχει πάντα χώρο. Η κορυφή. Έχω μείνει άφωνος και τον κοιτάζω μέχρι που βάζει τα γέλια. Είπα κάτι; Ξαφνικά καταλαβαίνω, η λύση είναι το αντίθετο του κανονικού, αυτού που σκεφτόμουν μέχρι τώρα. Δεν είναι η αφαίρεση αλλά η πρόσθεση, δεν πρέπει να μειώνω αλλά να προσθέτω, περιεχόμενο, γνωστές υπογραφές, αισθητική περιοδικού, αξιοπιστία εφημερίδας, καλύτερο χαρτί, περισσότερα διαφορετικά σημεία διανομής. Αν είναι πολύ καλό, όλα τα μειονεκτήματα γίνονται πλεονεκτήματα.

Τώρα θέλω να γυρίσω στην Ελλάδα. Ραντεβού, τράπεζες, γραφεία, επενδυτικοί σύμβουλοι. Ενθουσιάζονται φυσικά, ιδίως στο σημείο που εξηγώ ότι θα είναι μια ακριβή έκδοση, με πολλούς δημοσιογράφους, γνωστές υπογραφές, ακριβό χαρτί, μεγάλο τιράζ και θα ’ναι τσάμπα. Η θεωρία «το αντίθετο του κανονικού» δεν πείθει κανέναν.

Όμως εγώ έχω βρει μια λύση στο πρόβλημα και είμαι ευτυχής, έχω τη θεωρία, τα υπόλοιπα είναι απλώς επαλήθευση.

Μετά όλα αρχίζουν να δένουν με μαγικό τρόπο. Όσοι πρέπει να ’ρθουν σ’ αυτή την περιπέτεια έρχονται, χωρίς δισταγμό, η ιδέα ότι θα είναι μια ανεξάρτητη προσπάθεια, μόνοι μας στο πέλαγος, είναι το μεγαλύτερο κίνητρο. Σ’ ένα τραπεζάκι στου Jimmy στη Βαλαωρίτου γίνονται οι συσκέψεις, μέχρι να ’ρθουν το μεσημέρι οι αθλητικοί και με τις πλάκες τους να μας παρασύρουν. Έχω βρει τα γραφεία, είναι ακριβώς όπως πρέπει και όπου πρέπει, αλλά ανήκουν σε αυστηρό ίδρυμα, είναι δύσκολο. Έχω γράψει όμως στην «Καθημερινή» ένα άρθρο για την Κυψέλη της παιδικής μου ηλικίας και η πρόεδρος του Ιδρύματος, που είναι στην Κυψέλη, το ’χει διαβάσει και δέχεται να με δει. Ογδοηκοντούτις, αυστηρή, παλιά Αθηναία. Εφημερίδα είπατε; Μάλιστα. Τέτοιους καιρούς; Μάλιστα. Και αθλητικά ποιος θα σας γράφει; Ο Πανούτσος, ψελλίζω ξαφνιασμένος. Δεν είναι λίγο γαύρος αυτός;

Η Χαριλάου Τρικούπη αρχίζει να ζωντανεύει, ένα μεταχειρισμένο φορτηγάκι βάφεται κόκκινο, τα stand κόκκινα. Ο Μηνάς είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ντιζάινερ στο εξωτερικό, έργα του υπάρχουν από τη Ν. Υόρκη μέχρι το Τόκιο. Θα φτιάξει τα σταντ. Θα σχεδιάσεις τίποτα φοβερό, περίεργο; Χερουλάκια, απαντάει. Χερουλάκια; Τα παιδιά στα Έβερεστ πρέπει να σκεφτούμε, δεν πρέπει να κουράζονται, πώς θα τα κουβαλάνε, πώς θα τα πιάνουν, πρέπει να βάλουμε χερουλάκια. Κάπως έτσι συνέβαιναν όλα, με μια δεύτερη σκέψη, μια λεπτομέρεια που τα ’κανε όλα καλύτερα, όλα βολικά, πιο τρυφερά για όποιον ερχόταν κοντά μ’ αυτή την εφημερίδα. Ο Μηνάς ήταν και ο νονός της στήλης του Λαζόπουλου απ’ το πρώτο τεύχος. Είχε πολύ κακή σχέση με το κινητό του, το ξέχναγε, ξεφορτιζόταν συνέχεια. Βρε παιδιά, έλεγε, περίεργο πράγμα μ’ αυτό το τηλέφωνο, ένας Άραβας της Αλ Κάιντα με παρακολουθεί, όποτε το κοιτάω στο καντράν εμφανίζεται ένας Χαμήλ Μπατάρ. Η χαμηλή μπαταρία, ο Χαμήλ Μπατάρ, έγινε η στήλη του Λάκη, οι τηλεφωνικές συνομιλίες-σχόλια, για ό,τι συνέβαινε κάθε βδομάδα.

Το πρώτο φύλλο θα κυκλοφορούσε τέλη Σεπτέμβρη. Όλα ήταν έτοιμα, ο Πανόπουλος δεν έστελνε στήλη, δεν θα βγει έλεγε, θα βγει τέλη Οκτώβρη για να ’ναι κι αυτή Σκορπιός. Έξαλλοι εμείς που καθυστερούσε. Κάθε βδομάδα κάτι συνέβαινε, μια αναποδιά, η εφημερίδα κυκλοφόρησε όποτε ακριβώς είχε πει. Έκτοτε αντιμετωπίζω με περισσότερη σοβαρότητα τα ζώδια.

Τη δεύτερη βδομάδα καταλάβαμε ότι η εφημερίδα θα γινόταν αυτό που έγινε. Την Τετάρτη το βράδυ, όταν κατεβήκαμε να υποδεχθούμε το φορτηγό που έφερνε τις εφημερίδες, είδαμε στο πεζοδρόμιο της Χαριλάου Τρικούπη μαζεμένο κόσμο, παρέες που περίμεναν κι αυτοί. Σ’ ένα μήνα τα βράδια της Τετάρτης είχαν γίνει κάτι σαν πάρτι, αυτοκίνητα παρκαρισμένα στο πεζοδρόμιο, μουσική απ’ τα παράθυρα, κόσμος, παρέες, γελούσαν, περίμεναν, έπαιρναν εφημερίδες μόλις έφτανε, έφευγαν. Ο Σταμάτης έγραφε τραγούδι για «την πόλη που έχει για πυξίδα μια εφημερίδα». Ο Λάκης είχε κάποτε πει ότι αν έκανε κάτι πραγματικά πολύτιμο η ATHENS VOICE ήταν που μας βοήθησε να δούμε την Αθήνα πρώτη φορά με άλλο μάτι και να την αγαπήσουμε. Οι ζωγράφοι έκαναν το εξώφυλλό της ένα Μέσον από μόνο του και την πήγαν στο Μουσείο Μπενάκη, οι σκεϊτάδες πάρκαραν μια μέρα τις σανίδες στον τρίτο όροφο και δεν ξανάφυγαν, τα γκρουπ της νέας ελληνικής σκηνής τη χρησιμοποίησαν σαν δίκτυο. Η ATHENS VOICE, περισσότερο από εφημερίδα, έγινε ένα μέσο για να βρίσκονται και να επικοινωνούν οι πολίτες αυτής της μεγάλης πόλης.

Τώρα, 6 χρόνια μετά, όταν θυμάμαι εκείνες τις μέρες της N.Y. σκέφτομαι ότι η «λύση» στο πρόβλημα ήταν σωστή. Σ’ αυτή τη χώρα δεν μπορούμε να περηφανευόμαστε για πολλά πράγματα ότι τα κάνουμε καλύτερα από τις άλλες χώρες. Η ελληνική εκδοχή, όμως, του free press είναι καλύτερη. Όχι μόνο η ATHENS VOICE πια, και οι άλλες εφημερίδες και οι εβδομαδιαίες και οι καθημερινές, είναι καλύτερες από τις αντίστοιχες ξένες. Αλλάξαμε το μοντέλο. Καμιά φορά, το αντίθετο του κανονικού είναι η λύση.