Αρχειο

Τα παΐδια του Κάιν

Κολοκύθια με ρίγανη

Στέφανος Τσιτσόπουλος
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την προηγούμενη Κυριακή διάβαζα εν παραλλήλω το μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Κάιν» του Νίκου Παναγιωτόπουλου και περιοδικό γευσιγνωσίας ένθετο σε κυριακάτικη εφημερίδα.

Βρες τη λογοτεχνία, βρες και τη δημοσιογραφία έτσι όπως μπλέκονται γλυκά ουρανίσκοι, προϊόντα και παρατηρήσεις περί του lifestyle του πελτέ και των δέκα γιδοτυριών που πρέπει να δοκιμάσει κανείς πριν πεθάνει.

«[…]έχει ένα αίνιγμα να λύσει, και νιώθει πως αν δε το λύσει θα σκάσει: πότε ξεκίνησε αυτή η τρέλα με το φαγητό

«Το γίδινο βούτυρο είναι χιονάτο και η μυρωδιά του, έντονη και χαρακτηριστική, σε ταξιδεύει σε μαντριά. Αν κλείσεις δε τα μάτια, μέχρι που ακούς και τα κουδούνια των κατσικιών και σκοντάφτεις πάνω στις καρδάρες με το γάλα»

«Όταν νιώσει πως έχεις απολαύσει το φαγητό του με την ψυχή σου, ένα δάκρυ κυλά από τα μάτια του»

«Θυμάται τον “τσελεμεντέ” στα χέρια της μάνας της με το σαχλό σκίτσο στο εξώφυλλο -ένα άχαρο σωσίβιο στον ωκεανό της διατροφικής καθημερινότητας, το μοναδικό της δεκανίκι στο κάτεργο της κουζίνας. Πότε τρύπωσαν οι συνταγές σε κάθε έντυπο, από πού ξεφύτρωσαν τα ειδικά έντυπα με συνταγές, τα γυαλιστερά ένθετα με τις λαχταριστές φωτογραφίες, οι τηλεοπτικές εκπομπές με τους αφράτους παρουσιαστές σταρ, οι γευσιγνώστες, οι κριτικοί, οι ορδές των γκουρού της γαστρονομίας, που ανέλαβαν να οδηγήσουν τις στρατιές των πεινασμένων πιστών στη γη της επαγγελίας;»

«[…]παράγει πελτέ τριπλής συμπύκνωσης, ένα γευστικό σονέτο που μπορεί να μερώσει και τον πιο δύστροπο γευσιλάτρη»

«Λακέρδες, λικουρίνοι, σκουμπριά, χταπόδια, όλα έχουν τη χάρη τους, αλλά τα καπνιστά μύδια σε λάδι μπορεί να σε κάνουν να τραγουδάς από τη χαρά σου… Μεγάλα, ζουμερά, με την αίσθηση του καπνίσματος να σε γαργαλάει τσαχπίνικα είναι άφθαστα σε γεύση»

«Ήταν την εποχή που οι ραδιοφωνικοί σταθμοί αρχικά, και τα τηλεοπτικά κανάλια ύστερα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, η βιομηχανία της πληροφόρησης πήρε τα πάνω της, δίνοντας τροφή στα έντυπα, την ίδια ώρα που η πείνα του κοινού αποδεικνυόταν ακόρεστη. Ναι, τώρα είναι σίγουρη πως κάπως έτσι έγινε: τα έντυπα αυξάνονταν και πεινούσαν για ύλη, τα περίπτερα πάχαιναν, οι πεινασμένοι αναγνώστες αυξάνονταν, κι όσο κάθονταν και ξεφύλλιζαν τα περιοδικά πάχαιναν, οι τηλεπερσόνες αυξάνονταν, μαζί και η περιέργεια των τηλεθεατών, τα γυμνά λυμφατικά μοντέλα αυξάνονταν, τα σάλια των αναγνωστών έτρεχαν, τα γυμνασμένα αγόρια αυξάνονταν, τα μάτια των αναγνωστριών γυάλιζαν, τα μπαρ και τα εστιατόρια όπου σύχναζαν οι ιέρειες και οι διάκονοι της δημοσιότητας πολλαπλασιάζονταν, οι τηλεθεατές ζήλευαν κι ανέτρεχαν στα περιοδικά για να εντοπίσουν τα in στέκια, οι διαφημίσεις των εστιατορίων αυξάνονταν μαζί με εκείνες των γυμναστηρίων και των κέντρων αδυνατίσματος, πάντα στη δεξιά σελίδα, απέναντι από τις συνταγές που πρότειναν οι τιμημένοι σεφ και τις φωτογραφίες πιάτων φορτωμένων με πρωτάκουστα υλικά…»

«Οι ντομάτες, το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, τα λοιπά λαχανικά και αρτύματα ενώνονται σε ένα ισορροπημένο σύνολο που γυρεύει απλώς να ζεσταθεί και να κάνει παρέα με παξιμάδια και ξινομυζήθρα»

«Σε άλλα πατάρια στρογγυλοκάθονται οι γραβιέρες που τις χαϊδεύουν καθημερινά για 40 ημέρες με θαλασσινό αλάτι μέχρι να φτάσουν στην ωριμότητά τους»