- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Βόλτα αποσυμπίεσης στο κέντρο
Για κάποιους ένα ποτό μετά τη δουλειά λειτουργεί ως το τέλειο μυοχαλαρωτικό, κάποιοι άλλοι προτιμούν την ανελέητη ταβανοσκόπηση, ενώ υπάρχει και η άλλη άποψη, η πιο αθλητική, που ψηφίζει το περπάτημα σαν τρόπο εκτόνωσης..
Για κάποιους ένα ποτό μετά τη δουλειά λειτουργεί ως το τέλειο μυοχαλαρωτικό, κάποιοι άλλοι προτιμούν την ανελέητη ταβανοσκόπηση, ενώ υπάρχει και η άλλη άποψη, η πιο αθλητική, που ψηφίζει το περπάτημα σαν τρόπο εκτόνωσης.. Τώρα τελευταία δε, που η μέρα μεγαλώνει, το περπάτημα και η “άσκοπη”, χωρίς συγκεκριμένο λόγο και προορισμό περιφορά στα στενά του κέντρου, γίνεται όλο και πιο ευχαριστη. Ειδικά μέρες σαν τη σημερινή, η βόλτα κρίνεται μάλλον απαραίτητη.
Αφετηρία μου η Χαριλάου Τρικούπη και μέχρι να συναντήσω την Πανεπιστημίου ο εγκέφαλος κάνει ακόμα reboot και οι εικόνες που δεχομαι είναι πιξελιασμένες. Φτάνοντας στην Πανεπιστημίου, η «εγκεφαλική επανεκκίνηση» έχει ολοκληρωθεί. Στρίβω δεξιά και στο «Αιγαίον» κοντοστέκομαι χαζεύοντας τη βιτρίνα με τους λουκουμάδες. Αμφιταλαντεύομαι λίγο, οι σιελογόνοι μου έχουν πάρει μπρος, στο τέλος όμως σκέφτομαι το καλοκαίρι που πλησιάζει και αποφασίζω να δείξω μία υποτυπώδη εγκράτεια. Στο Ιντεάλ παίζει Peter Mullan, όμως αποφασίζω να μείνω πιστή στο αρχικό μου σχέδιο κι να μην υποκύψω στη θαλπωρή της σκοτεινής αίθουσας.
Διασχίζοντας την Πανεπιστημίου στο ύψος της Αρσάκη, παρατηρώ ότι η πλατεία Σανταρόζα, γνωστή και ως 34 στους κόλπους των σκεϊτάδων, έχει πλέον μετατραπεί σε ησυχαστήριο τοξικομανών. Στα παγκάκια, είτε αραχτοί στα γρασίδια, ανενόχλητοι και ανέπαφοι από το βουητό της πόλης και τους περαστικούς, κάνουν αυτό που έχουν να κάνουν, παραμένοντας εγκλωβισμένοι στο δικό τους «θαυμαστό»κόσμο. Το στομάχι σφίγγεται από το θέαμα, είναι σχεδόν δίπλα μου, όσο και αν προσποιούμαι ότι δεν το βλέπω.
Φτάνοντας στη Σταδίου περνάω απέναντι και περπατάω τη Γεωργίου Σταύρου, το πλακόστρωτο που περνάει πίσω από την Εθνική Τράπεζα με κατάληξη την Αιόλου. Στο βάθος φαίνεται το Δημαρχείο που ξαφνικά μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές σα να απέκτησε πάλι ζωή και μία δόση λάμψης. Στέκεται εκεί, βλοσυρός παρατηρητής, επιθεωρώντας όσα συμβαίνουν κάτω από τη μύτη του, την πλατεία Κοτζιά. Σήμερα είναι μία παρέα νεαρών, γύρω στα 20 άτομα, μετανάστες από κάποια εξωτική χώρα-αν έπρεπε να διαλέξω θα διάλεγα Μπαγκλαντές, που παίζουν κάτι που μου θυμίζει κρίκετ. Χαζεύω για λίγη ώρα προσπαθώντας να καταλάβω τους κανόνες, δεν τα καταφέρνω και τα παρατάω μερικά λεπτά αργότερα. «Δεν είναι η μέρα να μάθω κρίκετ», σκεφτομαι.
Στην Αιόλου απολαμβάνω την άπλα και την άνεση ενός πραγματικού πεζόδρομου όπου οι πεζοί μπορούν να βολτάρουν ανενόχλητοι, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της. Είναι και η Σοφοκλέους, η ελληνική Wall Street που το επιβάλλει εξάλλου. Όλα εκεί γύρω είναι καθαρά τακτοποιημένα και ατσαλάκωτα, οι κάμερες και οι σεκιουριτάδες άλλωστε παρακολουθούν ανελλιπώς αποτρέποντας την όποια διάθεση για παρατυπία.
Καταλαβαίνω ότι διασχίζω την Ευρυπίδου από τη μυρωδιά των μπαχαρικών. Φαντάζομαι χώρες στα βάθη της Ανατολής, καραβάνια που διασχίζουν τις ερήμους μέσα από αμμοθύελλες, μεταφέροντας τα πολύτιμα μπαχάρια τους, αυτά που φτάνουν μέχρι τα εδώ παντοπωλεία, και μου γαργαλάνε τα ρουθούνια κάθε φορά.
Εξακολουθώ να περπατάω στην Αιόλου, είδη σπιτιού, ρούχα, παπούτσια, εσώρουχα, λευκά είδη, καλάθια προσφορών, τιμές ΣΟΚ, στα δύο ζευγάρια το ένα δώρο. Ο παράδεισος των καταναλωτών, ειδικά όσων ασπάζονται το δόγμα της ποσότητας. Απέναντι, το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής μονίμως κλειδωμένο και υπό το άγρυπνο βλέμμα γνωστής εταιρίας σεκιούριτυ, δίπλα στην Εκκλησία της Παναγίας της Χρυσοσπηλιωτίσσης, έχουν δώσει χώρο σε παρελκόμενες εκκλησιαστικού τύπου επιχειρήσεις· κεριά, λαμπάδες, πλαστικά στεφάνια, εικονίσματα, τάματα και ό, τι άλλο χρειάζεται ένας χριστιανός κατά την επίσκεψη του στον Ιερό Ναό. Λίγο πιο κάτω, τα λουκέτα που επιφέρει η κρίση μετατρέπουν τα πρώην μαγαζιά σε νυν ασφαλές καταφύγιο για τους άστεγους.
Δεξιά στη Βορέου, ευτυχώς τα μαγαζιά είναι κλειστά και η κίνηση περιορισμένη, περπατάω στο στενό μικροσκοπικό πεζοδρόμιο και στο ύψος της Αβραμιώτου αντανακλαστικά στρίβω το κεφάλι μου αριστερά, το 6 D.O.G.S τα τελευταία δύο χρόνια έχει διαμορφώσει τον πολιτιστικό χάρτη της πόλης. Δε βλέπω πολύ κίνηση, οπότε συνεχίζω ακάθεκτη το περπάτημα. Στο πιλοποιείο του Πολυχρονόπουλου, χαζεύω τη βιτρίνα και προσπαθώ να αποφασίσω τι καπέλο θα φοράω αυτό το καλοκαίρι- μάλλον κάποιο με μεγάλο μπορ, καταλήγω.
Αισίως φτάνω στην Αθηνάς, το δρόμο που η άνοιξη επιλέγει για να κάνει τη θριαμβευτική της εμφάνιση, με τις αμέτρητες πασχαλιές σε όλο το μήκος, που ανθίζουν αυτη την εποχή. «Θέλουν λίγο ακόμα μέχρι να μωβίσουν», σκέφτομαι και νιώθω ένα δροσερό αεράκι να με χαϊδεύει.
Στην Πρωτογένους κάνω στάση στο Color, τη σκέιτ μπουτίκ που τα τρία τελευταία χρόνια έχει γίνει σημείο συνάντησης της ελληνικής σκέιτ αφρόκρεμας. Αφού τελειώσει το καθιερωμένο small talk με τον Βασίλη, χαιρετώ και συνεχίζω με κατεύθυνση τη Μιαούλη. Πάνω από το ντισκοκαφενείο Ψύρρα, από τα ανοιχτά παράθυρα στον πρώτο, ακούω το θλιμμένο κάλεσμα ενός Μπαντονεόν, η Εύα είναι πάνω και μεταδίδει το πάθος της για το αργεντίνικο Τάνγκο. Φτάνοντας στην πλατεία του Ψυρρή κοντοστέκομαι θαυμάζοντας την εντυπωσιακή δουλειά του Βασμουλάκη· όσες φορές και να κοιτάξω ο θαυμασμός παραμένει ίδιος.
Στο Β612, το πολύχρωμο υπόγειο στην Καραϊσκάκη που η Βασιλική επέλεξε να μεταφέρει τον πλανήτη του Μικρού Πρίγκηπα, αποφασίζω να μπω. Η Βασιλική σκάει χαμόγελο. “Θα πιεις ένα λικέρ”, με καλεί μάλλον παρά με ρωτάει. Δέχομαι χωρίς δεύτερη σκέψη. Απολαμβάνοντας το λικέρ Σέρι, συμφωνώ νοερά με το μικρό πρίγκηπα. Τελικά, “αυτό που κάνει την έρημο όμορφη είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι”.