Πλήρωσε όσο θες «Μεγάλε Λεμπόφσκι»
Βρέθηκε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας μέχρι που αποφάσισε να καταργήσει τον τιμοκατάλογο.
Άδεια τραπέζια, ελάχιστη πελατεία και το ταμείο μείον. Ο Όντρεϊ Λεμπόφσκι, ιδιοκτήτης καφέ – μπαρ στην Πράγα, έβλεπε την επιχείρησή του να πνέει τα λοίσθια. Έπρεπε να κάνει κάτι. Και όπως επιβεβαιώνει το ρητό «η πενία τέχνας κατεργάζεται». Μάζεψε τους τιμοκαταλόγους του μπαρ, τους έσκισε και ζήτησε από τους πελάτες να αποφασίζουν μόνοι τους για την τιμή των προϊόντων και υπηρεσιών του.
«Όχι μόνο είχα χάσει τους παλιούς θαμώνες μου, αλλά δεν κατάφερνα να προσελκύσω νέους πελάτες. Και ξαφνικά ήρθε η ιδέα. Σήμερα το μπαρ είναι πάντα γεμάτο, σφύζει από ζωή», δήλωσε ο 42χρονος Τσέχος στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων AFP.
Το μπαρ ονομάζεται «Μεγάλος Λεμπόφσκι» από την ομώνυμη κινηματογραφική ταινία των αδελφών Κοέν. Ακόμα και το επίθετό του, ο Όντρεϊ το δανείστηκε από το αγαπημένο του φιλμ. Στο μπαρ εκτός από ποτά και καφέ ο Όντρεϊ διαθέτει προς πώληση αναμνηστικά σχετικά με την ταινία, όπως αφίσες και βιβλία.
«Το συγκινητικό είναι ότι το αντίτιμο που αφήνουν οι πελάτες είναι πολύ κοντά στις πραγματικές τιμές. Βέβαια δεν είναι λίγοι αυτοί που αφήνουν λιγότερα», διευκρινίζει ο Όντρεϊ.
Η ασυνήθιστη επιχειρηματική ιδέα του Όντρεϊ Λεμπόφσκι ξεκίνησε τον Αύγουστο. «Έρχομαι στο μπαρ τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα», λέει ο Αμερικανός φοιτητής, Άνκατ και προσθέτει, «μου άρεσε η ιδέα της κατάργησης του τιμοκαταλόγου και γι’ αυτό προσπαθώ να μην ξεφεύγω από την κανονική τιμή του ποτού».
Παρεμπιπτόντως, η μπύρα στον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» κόστιζε 80 λεπτά και το αγαπημένο κοκτέιλ του κινηματογραφικού ήρωα (white Russian) κόστιζε 3 ευρώ και 28 λεπτά.
Αν στην Τσεχία αυτή η νέα τάση συναλλαγής έχει ζωή πέντε μηνών, στο Βερολίνο τα μπαρ και οι χώροι εστίασης εφαρμόζουν αυτό το σύστημα για περισσότερο από μια δεκαετία.
Από τα πρώτα του είδους είναι το «Μπερλίν Βάινρεϊ». Δημιούργημα του Βαυαρού, Γιούργκεν Στουμπφ, ο οποίος μετακόμισε το 1996 στο ανατολικό Βερολίνο. Στο μπαρ προσέφερε κρασί δικής του παραγωγής από τον μικρό αμπελώνα των γονιών του. Κάθε Πέμπτη βράδυ καλούσε τον Αργεντινό γείτονά του να μαγειρεύει για τους πελάτες. «Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε εάν και πόσο θα έπρεπε να τους χρεώνουμε και γι’ αυτό το αφήσαμε στην δική τους κρίση. Η ιδέα έπιασε και όλη ξαφνικά στην πόλη μιλούσαν για εμάς», λέει ο Γιούργκεν – σήμερα ιδιοκτήτης τριών εστιατορίων στο Βερολίνο.
Η ιδέα φαίνεται να αρέσει στους Έλληνες αν κρίνω από τον ενθουσιασμό με τον οποίο μιλούσε μια κυρία στο λεωφορείο, χτες. Έλεγε ότι πήγε στην Κορσική σε ένα εστιατόριο με τελείως οικογενειακή ατμόσφαιρα, ελάχιστα πιάτα στο μενού και καθόλου κατάλογο. «Και μη νομίζεις ότι δεν τους συμφέρει», την άκουσα να λέει στη φίλη της, «από τακτ και μόνο αφήνεις σχεδόν τα ίδια που θα πλήρωνες ένα υπήρχε τιμοκατάλογος».