Αρχειο

Tirbouson

Ένα γράμμα, ανωμάλως φουσκωμένο, μάλλον από ξεραμένα δάκρυα

Διογένης Δασκάλου
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Απλώς έσπρωξα λίγο την πόρτα. Έξω η ζέστη έλιωνε τα πάντα στο τίποτα, ενώ εδώ μέσα ριγώνανε οι γρίλιες το σκονισμένο, σχεδόν χωμάτινο απ’ την εγκατάλειψη πάτωμα. Μια ευχάριστη μούχλα τυλιγόταν με μια δροσιά που περισσότερο την έβλεπες παρά την αισθανόσουν. Τα άσπρα σεντόνια απλωμένα παντού. Στις καρέκλες, στα τραπεζάκια, στους καναπέδες ακόμη και στους καθρέφτες σκέπαζαν τα πάντα περιμένοντας κάποιος να τα τραβήξει. Κάτασπρο στο γκρι του μαύρου.

Ξαφνικά με τρόμαξα γιατί άθελά μου κλώτσησα ένα βιβλίο τσακισμένο μπρούμυτα και νόμιζα ότι ούρλιαξε κάτι που ζούσε μέσα του. Έσκυψα και βρήκα αυτό το κάτι μέσα του στις κεντρικές σελίδες. Ένα γράμμα, ανωμάλως φουσκωμένο, μάλλον από ξεραμένα δάκρυα. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και το ‘γλειψα. Και ναι, τα βουναλάκια του ήταν γεμάτα παλιοκαιρίσια αλμύρα. Ειδικά στο σημείο που έγραφε τα εξής: Ε... ναι λοιπόν! Έφυγε αυτός ο “ποιός να το ‘λεγε, ο πες και γέλα”. Έφυγε. Και τα πήρε μαζί του. Όχι αυτά που συνήθως μας τραπέζωνε στα απίστευτα ζουρφίξ που έτρωγε μαζί μας αλλά αυτά που τον τρώγανε από μέσα του τον ίδιον. Ε! Ναι. Ο χιουμορίστας, όπως τον προσφώναγε και η θεία Πέπη. Ε... ναι ντε! Αυτός. Ο χωρατατζής, ο άνθρωπος της παρέας ο “όπου γάμος και χαρά να κι ο κεφάτος πρώτος”. Έφυγε λίγο πιο πριν για να μην μας δει μετά όπως το συνήθιζε άλλωστε από πάντα. Πριν τελειώσει το γλέντι πρέπει να ξέρεις πού να πας και πότε να αποχωρήσεις σ’ ένα πανηγύρι. Τέτοια κι άλλα τόσα μας έλεγε γελώντας εκρηξιγενώς, μα εμείς χαμπάρι. Πάντα έτσι έφευγε. Πριν τελειώσει το καλό που το ‘φτιαχνε καλύτερο, άριστο, ονειρεμένο και πουφ! Άξαφνα γύρναγες κι ο εκλιπών απών. Η τέχνη της εμφάνισης, το σοκ της εξαφάνισης και πάντα άψογος, Δανδής, ευδιάθετος και ευθυτενής. Με το επίσημο ένδυμα μια πανοπλία σιδερένια ταυτόχρονα μαστιχωτή. Έφυγε λοιπόν και δεν μένει πια εδώ αυτός που το εδώ μας ήταν η ψυχή του. Ο τελευταίος άνθρωπος που θα σκεφτόσουν ότι πρέπει να πας να τον έβρεις, αφού ήταν ο άνθρωπος με τα μηδέν προβλήματα ο “νάδα στεναχώρια”. Όλοι όσοι τον φάγαμε, σ’ αυτό είμεθα σύμφωνοι 100%. Ποιοι; Εμείς. Οι αναποφάσιστοι της ηδονής. Ποιον; Αυτόν. Τον μηχανοδηγό μας.

Υ.Γ.: Είχα συγκινηθεί απ΄ την επιστολή αυτού του αγνώστου που πραγματικά κοκάλωσα χωρίς να νιώθω το παραμικρό. Έκατσα στο σκονισμένο φαλαινοκύμβαλο και πατώντας την πρώτη συγχορδία από μπουρμπουλήθρες μου ‘ρθανε στο νου τα λόγια του Marcel Duchamp: «εξανάγκασα τον εαυτό μου να στραφεί εναντίον μου, μπας και αποφύγω να συμμορφωθώ με τα γούστα μου».