Εσείς; Κλείσατε κάπου; Ναι. Βεβαίως και κλείσαμε… το δάχτυλο στην πόρτα, τον πατέρα μας στο τρελάδικο, τη μάνα μας στο γηροκομείο και κλείνουμε επίσης το Ξεχνάω – Ξεχνώ, Γυρνάω - Γυρνώ κι αυτό το καλοκαίρι και κυρίως ασκόπως. Άδικος κόπος έτσι κι αλλιώς να κλείσουμε κάπου. Κάπου που πήγαμε κι άλλες φορές και βαρεθήκαμε και μετανιώσαμε; Κάπου… που δεν ξαναπήγαμε τάχα; Γιατί; Γιατί τάχα; Κι άντε να τα ‘χα! Αλλά πες ότι τα ‘χω. Γιατί να τα χάσω; Να ξαναφάω και πάλι τη φόλα πως τάχα ο χαμένος τα παίρνει όλα; Για να ‘μαι ο χαμένος εγώ πλάι σε μένα που τα ‘χω εδώ και χρόνια χαμένα; Σε ποια παραλία; Με ποια κουβαδάκια με ποια αισιοδοξία, με ποιο φτυαράκι να σκάψω στην άμμο να βρω ποια ουσία; Ναι το δηλώνω, κοιτώ και δεν βλέπω «τα ‘χω χαμένα», όπως έλεγε η παλιά αοιδός η Γεωργιάδη η Στέλλα. Ανάσκελα ζεύγη ηλιοκαμένα, ηλικιωμένα, χαρακωμένα, χαροκαμένα σε “joop” πετσετάρες με κινητάρες και ταμπλετάρες και μούγκα στη «Στρούγκα» στο νέο beach bar λέγοντας έξυπνα για τον Ζαν Λικ Γκοντάρ. Και να τα τζιν bulldog και τα μοχίτος, νάτα και πιάσε και νάτα παρ’ τα και φερ’ τα και μια απελπισία σαν αόρατη μπέρτα.
Και άξαφνα πέρα ως πέρα μια ιαχή στον αέρα, «Πείνασαααααα». Λοιπόν, παιδιά, τι λέτε; Ψάρι ή κρέας; Μαγεία και φέτος με αισθήματα ωραία μα πού να ‘ναι άραγε η μπάλα nivea; Λοιπόν τα κατάφερα; Είμαι απ’ αυτούς που γλίτωσαν και άφησαν πίσω τους άλλους; Θα πιω φέτος μπάφους; Θα βλέπω σε τρανς τους ατελείωτους μπάλους; Σ’ αυτό το νησί που ζούνε για πάντα; Θα πιούμε μπύρες, θα αγκαλιαστούμε σε κάποιες μπαλάντες; Θα πιούμε τσίπουρα, θα γίνουμε ζάντες; Θα μας φαίνονται έντεχνες και οι Λα Μπάντες; Μόνο στον ύπνο μου. Εκεί στην άκρη, στις κοιλάδες του REM κάτι σαν να αχνοφέγγει και να στραφταλίζει, γλυκιά χαρακιά την ψυχή μου να σκίζει. Κοιτάζω εμένα και είμαι μικρός μεσ’ τον μπαχτσέ. Τότε που ήταν μία η Ζωή, ένα το μεσημέρι, ένας ο έρωτας, μία η εκδρομή, ένα το όμορφο το χελιδόνι, μία η άνοιξη η ακριβή, δεν ήταν πάμπολλες ούτε οι κούκλες ούτε οι σούπερ οι προσφορές, φτηνές, πλαστικές, στη λάσπη σαν μέδουσες σάπιες, φριχτές. Πριν φυλακίσει τον δυόσμο ο KORRES, πολύ πριν η σιέστα γίνει πουρές. Τότε που ακόμη το νιώθαμε όλοι πως η Ζωή δεν είν’ δοκιμή κι ότι ήτανε μία! Δεν είχε plan B. Μισό καλό σύκο και σάπιο το άλλο μισό έγινε κι αυτό το καλοκαίρι. Πού είναι το πάθος κι ας είναι λάθος; Καμία σημασία δεν έχουν, το ξέρω, το ξέρεις, το ξέρει, το τώρα σ’ αυτά.
Τι είπατε; Αν κλείσαμε κάπου; ΟΧΙ. Ποτέ δεν κλείναμε από πριν. Ούτε και πριν. Πόσο μάλλον τώρα, που είναι μετά. Πολύ μετά. Άλλωστε το ξέρουμε όλοι. Ωραίο είναι αυτό που έρχεται στην ώρα του. Κακά τα ψέματα. Αρκεί ένας έρωτας απ’ το πουθενά έστω και για μία ώρα. Κι ας είναι Τρίτη χαράματα σ’ ένα καυτό Διδυμότειχο μέσα στα καλαμπόκια. Αγκαλιά στο πρώτο φως να στάζουμε και να γλιστράμε μέσα στο αδαμάντινο σάλιο μας και στον βελούδινο ιδρώτα, στα πολυπόθητα απόκρυφα υγρά μας και στα δάκρυα της πιο ακριβής και πολυπόθητης ηδονής. Έχετε μήπως κάποιο νούμερο για κράτηση κάπου εκεί σ’ αυτήν την περιοχή; Για να κλείσουμε επιτέλους και μεις, εγώ και ο εαυτός μου, κάπου. Γιατί όπως λέει και ο δάσκαλος Νίκος Εγγονόπουλος στην Καυχησιολογία υπό βροχήν: «ας βουρτσίσουμε τα λασπωμένα παντελόνια μας, ας θίξουμε τις άρπες των φρεάτων, ας οδηγήσουμε τους γύφτους προς τη θάλασσα, ας δρέψουμε τα στήθη των ευμορφοτέρων μας κοριτσιώνε».