Είχαν καιρό να με υποδεχτούν με τόση ευγένεια, και να φανταστεί κανείς ότι περνούσαν τις πιο δύσκολες στιγμές τους. Ο κύριος Δημήτρης, με κεφαλλονίτικες ρίζες και Κεφαλονίτισσα γυναίκα έκανε διακοπές στο νησί, όταν έμαθε για τις φωτιές στην Ηλιούπολη. Είδε στην τηλεόραση την φωτιά να πλησιάζει το σπίτι του. Είπε: «Δεν μπορεί... θα την προλάβουν», και λίγο αργότερα είδε στα δελτία ειδήσεων το σπίτι του να καίγεται. «Δεν μπόρεσα να το δω όλο... γιατί δεν είμαι και ο πιο ήρεμος άνθρωπος», μου λέει. Το επόμενο πρωί επέστρεψε με το καράβι στην Αθήνα. Δεν είναι η πρώτη φορά που η φωτιά εισβάλει στην μονοκατοικία της οδού Νεύτωνος, αυτή τη φορά όμως, δεν άφησε τίποτα πίσω της. Η εικόνα που αντίκρισε ο κύριος Δημήτρης περιγράφεται με δύο μόνο λέξεις. Ολική Καταστροφή!
Καμένα έπιπλα, βιβλία, άλμπουμ... κόποι και αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής που έγιναν στάχτη. Βουρκώνει... Μόνιμη κατοικία 5 ανθρώπων, αν η οικογένεια του κυρίου Δημήτρη δεν είχε φύγει για τις καλοκαιρινές της διακοπές στο σπίτι θα βρίσκονταν τα παιδιά και τα εγγόνια του. Ο Δημήτρης Λαμπίρης, σχεδιαστής επίπλων στο επάγγελμα, έχει βάλει την ψυχή του σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Το καταλαβαίνεις ακόμα κι από τα αποκαΐδια. Έπιπλα-αντίκες, πορσελάνινες κούκλες που ο καπνός τους έβαψε τα πρόσωπα, ένας καθρέφτης που λέει καλημέρα. Ένα πυροσβεστικό όχημα κάθεται από το πρωί έξω από το σπίτι αλλά τώρα είναι αργά... «Οι γείτονες μου είπαν ότι η πυροσβεστική άργησε να έρθει. Ήρθε μετά από μια ώρα... αλλά η ζημιά είχε γίνει» λέει. Ο κύριος Δημήτρης είναι κυνηγός, ψαράς και συλλέκτης παλιών αντικειμένων. «Ακόμα κι αν ήμουν εδώ δεν θα προλάβαινα να σώσω το σπίτι μου, θα προλάβαινα όμως να σώσω τα πράγματα που αγαπώ» λέει με δάκρυα στα μάτια. Όπως τα δόντια του καρχαρία από το ταξίδι του στην Αφρική ή την κυνηγετική του καραμπίνα που έγινε στάχτη.
Η θέα από το μπαλκόνι του τον πληγώνει. Από τη μια μεριά βλέπει στο βάθος θάλασσα κι από την άλλη... τα καμένα. Το δάσος ζωντάνεψε ξανά μετά τις φωτιές του 2007. Τότε που είχαμε θρηνήσει και θύματα. Αυτή τη φορά όμως φοβάται πως δεν θα τα καταφέρει... Ο λαιμός του στέγνωσε, στάχτες σαν νιφάδες χιονιού χορεύουν στο μπαλκόνι του. Αχ αυτή η μυρωδιά της φωτιάς... μία φορά αν τη βιώσεις σε στοιχειώνει για πάντα. Και ο κύριος Δημήτρης έχει ζήσει τρεις φορές μεγάλες φωτιές. «Ακόμα και σπίρτο να ανάψει δίπλα μου ξυπνάει αναμνήσεις» λέει φορτισμένος. Γύρω μας συγγενείς, φίλοι και συνάδελφοι της κόρης του καθαρίζουν το σπίτι. Είναι τόσο ευγενής, τόσο αξιοπρεπής, μας μιλάει, μας εξηγεί, μοιράζεται την ανησυχίες του, σαν να μας ξέρει χρόνια. Δεν οργίζεται, δεν τα βάζει με το κράτος, με τις αρχές, με τις κυβερνήσεις. Είναι αυτός και το πρόβλημά του. Τώρα ψάχνει λύσεις. Εξομολογείται ότι δεν θα το βάλει κάτω, νιώθει όμως πολύ μεγάλος για να ξεκινήσει από την αρχή. Η Βίκυ, η κόρη του, ήταν η μόνη που βρισκόταν στην Αθήνα όταν οι φλόγες τύλιξαν τη μονοκατοικία, και η πρώτη που αντίκρισε τα αποκαΐδια μιας ολόκληρης ζωής. «Όλα έγιναν τόσο γρήγορα λέει. Ήμουν στον Άλιμο, με πήραν τηλέφωνο οι γείτονες. Μέχρι να ρθω, όλα είχαν τελειώσει. Σκέφτομαι πολλά... Σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω εδώ, σκέφτομαι πώς θα το πω στα παιδιά, σκέφτομαι ακόμα και την ανεπανόρθωτη ζημιά για το περιβάλλον».
Το θαύμα του Αϊ-Γιάννη
Η μυρωδιά της φωτιάς έχει εξαπλωθεί στη Λεωφόρο Καρέα. Στο δρόμο για το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, το χώμα καπνίζει ακόμα. Το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη είναι περικυκλωμένο από τις φλόγες, μέσα βρίσκονται 40 καλόγριες. Οι καμπάνες της μονής ηχούν ασταμάτητα. Η φωτιά όλο και πλησιάζει. Είναι η τρίτη φορά που το μοναστήρι απειλείται από τη φωτιά. Ξαφνικά ο άνεμος γυρίζει και το μοναστήρι σώζεται. Η φωτιά και ο άνεμος έπαιξαν πολλά παιχνίδια. Θαύμα, λένε οι μοναχές. «Δέντρα καμένα και το μοναστήρι ανέπαφο για τρίτη φορά», μόνο θαύμα μπορεί να είναι μου λέει η ηγουμένη με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Οι καλόγριες σκουπίζουν, οι πιστοί προσέρχονται στο μοναστήρι για να ευχαριστήσουν τον Άγιο Ιωάννη για το μεγάλο θαύμα. Και οι μοναχές βγάζουν κεράσματα. «Κοιμηθήκατε εδώ;» ρωτάω τη γερόντισσα. «Μα και φυσικά κοιμήθηκα εδώ! Μετά από ένα τέτοιο θαύμα θα ήταν προδοσία να φύγω. Ξέρετε... το μοναστήρι είναι σαν το καράβι. Στις φουρτούνες ο καπετάνιος εγκαταλείπει πάντα τελευταίος. Το μοναστήρι έχει γιορτή». «Πόσα χρόνια είστε εδώ;» ρωτάω μια μοναχή που προσφέρει λουκούμια. Γελάει... «Οι μοναχές δεν έχουν ούτε χρόνια ούτε ηλικία. Είμαστε κατά κόσμον νεκρές» μου λέει. «Παρακαλούσαμε τον Άγιο να δώσει αντίθετο άνεμο και τον έδωσε», αυτό είναι όλο. «Αυτά για εσάς μπορεί να ακούγεται παράλογα αλλά έτσι είναι...»μου λέει.
5 αδέλφια από τη Σχοινούσα
Στην οδό Παύλου Μελά, ο Χρήστος Κωβαίος και τα 4 αδέρφια του πάλεψαν με τη φωτιά και βγήκαν νικητές. Κατάφεραν να σώσουν το εστιατόριό τους και να περιορίσουν τη φωτιά στον βοηθητικό χώρο. Ψυγεία, πάγκοι, κλιματιστικά, όλα κάηκαν. Τουλάχιστον, όμως, η φωτιά δεν επεκτάθηκα στη σάλα. Τώρα, μετρούν τις πληγές της επόμενης ημέρας. Ένα παλικάρι που δουλεύει 5 χρόνια στο μαγαζί, ο Βασίλης, έφτασε πρώτος. Με αυτοθυσία, και όπλο του ένα λάστιχο, κατάφερε να περιορίσει την φωτιά πριν έρθουν τα αφεντικά του. «Για μένα ήταν αυτονόητο» μου λέει. «Είναι το μαγαζί που δουλεύω. Αν δεν υπήρχε μαγαζί δεν θα είχα δουλειά» μου λέει. Τώρα κάνει διακοπές στο χωριό του στην Αρχαία Ολυμπία! Αποφασισμένος να μην το βάλει κάτω στα δύσκολα, ο Χρήστος και ο Άγγελος Κωβαίος άνοιξαν κανονικά το «Μπαλκόνι στις Κυκλάδες», την επόμενη μέρα της πυρκαγιάς. Όταν η φωτιά έσβησε, φίλοι και θαμώνες του μαγαζιού βοήθησαν στο καθάρισμα. Το βράδυ, ο Χρήστος Κωβαίος δέχτηκε μάλιστα ένα τηλεφώνημα. Ένα ζευγάρι που παντρεύεται σε λίγες ημέρες ζήτησε να κάνει το τραπέζι του γάμου του στο μπαλκόνι του εστιατορίου για να τους στηρίξει μετά τη μεγάλη καταστροφή. Το τηλεφώνημα συγκίνησε τα 5 αδέρφια που τρέχουν το εστιατόριο. «Εμείς είμαστε από τη Σχοινούσα, ένα μικρό νησί που δεν είχε ρεύμα! Έτσι μεγαλώσαμε εμείς, στα σκοτεινά. Το ρεύμα ήρθε στο νησί το 1983. Όπως καταλαβαίνετε, έχουμε μάθει να μην το βάζουμε κάτω στα δύσκολα» λέει ο Χρήστος Κωβαίος.