Το πίστεψε κανείς πιο ακράδαντα από τον ίδιο; Μπορεί και ναι, όταν όμως τον περιθωριοποίησε ο Άνθιμος, κλονιστήκαμε όλοι, ακόμα και οι πιο οπτιμιστές του οπαδοί. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή είναι μια πόλη ιδιάζουσα, όπου εκατό χιλιάδες αποφασίζουν για λογαριασμό ενός εκατομμυρίου, και της οποίας η διαφεντεύουσα κάστα έμοιαζε να εξασφαλίζει τη διαιώνισή της, προτείνοντας για δήμαρχο το πιο λαμπερό, καλοχτενισμένο της παιδί. Έναν Παπαγεωργόπουλο, είκοσι χρόνια νεότερο. Επιπροσθέτως, εθνικοφρονέστερο, τακτικότερα εκκλησιαζόμενο, καταγόμενο από παλαιότερο τζάκι.
Τις τελευταίες μέρες, που έσκαβαν στο πρόσωπο του Γιάννη Μπουτάρη βαθύτερες ρυτίδες με το αγχώδες άγος τους και τα αποτρεπτικά μηνύματα που ερχόντουσαν από δεξιά και αριστερά, κυρίως από αριστερά, δεν έπαψα να θαυμάζω τη στόφα αυτού του ευγενούς αστού, τούτου του περπατημένου γερόλυκου, του μοναδικού Θεσσαλονικέα Ευρωπαίου ήρωα του «Time», δεν έπαψα να διερωτώμαι περί της κινητοποιού δύναμης που τον έκανε να ξεσπιτώνεται από το μποέμικο ρετιρέ του στη Λεωφόρο Νίκης, όπου το γαλάζιο είναι απέραντο, η μουσική πάντοτε κλασική και η χαβούζα της καθημερινότητας μοιάζει τόσο μακρινή, για να εμπλακεί σε μια μάχη φαινομενικά απέλπιδα, που την έδωσαν και την έχασαν τόσοι πολλοί: ο Φατούρος, ο Λαζαρίδης, ο Βούγιας, η Αράπογλου, ο ίδιος ο Μπουτάρης, τέσσερα χρόνια πριν. Ήταν αυτή η επίγνωση που έκανε μέσα μου να κατασταλάξει η πεποίθηση πως ο Μπουτάρης είναι το role model μου, ακόμα και αν έχανε συντριπτικά.
Τώρα όμως είναι απόβραδο Κυριακής, διασχίζω την πόλη ακτινωτά, κατεβαίνοντας από τα Κάστρα στην Κασσάνδρου, την Αγίου Δημητρίου, την Εγνατία, την Αγίας Σοφίας, και επιτέλους, την Τσιμισκή, ενώ η μπαταρία του κινητού μου έχει πέσει προ πολλού από τα αμέτρητα τηλεφωνήματα εδώ και εκεί, και αναπτύσσω στο έπακρο την ιδιότητα του ωτακουστή για να ενημερωθώ. Παντού άνθρωποι, παντού κινητά κολλημένα στο αυτί, «κερδίζει για τριακόσιους», θριαμβολογεί ο τάδε, «χάνει για πεντακόσιους» αποφαίνεται ο δείνα. Φτάνοντας στο εκλογικό κέντρο του Κώστα Γκιουλέκα, στην Παύλου Μελά, αποφασίζω πως το παιχνίδι έχει κριθεί οριστικά. Μια τεράστια εξέδρα με προβολείς που δεν εστιάζουν πουθενά, μια χούφτα ψηφοφόρων που καπνίζουν αλυσιδωτά, σε μια γωνιά παράμερα, ο βουλευτής Σταύρος Καλαφάτης παρηγορεί τους απαρηγόρητους, με δυο στωικούς ρασοφόρους να τον σιγοντάρουν εκ δεξιών.
Στο γωνιακό «Social», από τον τηλεοπτικό δέκτη, ο νέος δήμαρχος πραγματοποιεί την ηγετική του δήλωση, «υπόσχομαι να είμαι ο δήμαρχος που η πόλη στερήθηκε όλα αυτά τα χρόνια», και πλέον τα ρίγη μου είναι διαδοχικά καθώς βγάζω φτερά για το εκλογικό κέντρο της Κομνηνών με Τσιμισκή. Όπου γίνεται το έλα να δεις! Όπου τα τζάμια τρίζουν από τα ντεσιμπέλ των Ξύλινων Σπαθιών. Όπου το αντικαπνιστικό μέτρο καταστρατηγείται. Όπου κόσμος και κοσμάκης τσουγκρίζει ποτήρια και τα χαμόγελα είναι εκτυφλωτικά. Όπου κάποια στιγμή, ο κυρ Γιάννης βγαίνει από το γραφείο του, διαθέτοντας μια αγκαλιά για τον καθένα μας. Όπου, μια μοναχική κάμερα του Mega, εμφανώς απροετοίμαστη για αυτό που επρόκειτο να συμβεί, προσπαθεί να αιχμαλωτίσει αυτό που κανείς δεν μοιάζει να συνειδητοποιεί. Οπότε παραμένουμε έκθαμβοι, ξάγρυπνοι και περιχαρείς, ακόμα και δώδεκα ώρες μετά. Δευτέρα πρωί, 15ης Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη. Ο ήλιος λάμπει. Τα πρωτοσέλιδα γράφουν «ανατροπή». Ο Βιεϊρίνια καρφώνει τα αντίπαλα δίχτυα με συχνότητα μεγαλύτερη από αυτή που χτυπάει τατουάζ. Ο φραπές είναι δυνατός και γλυκός.
Καλημέρα, συμπολίτες. Όλα θα πάνε καλά.