Αρχειο

Τρεις βδομάδες στην Επίδαυρο

Φέτος η ζωή μού έκανε ένα δώρο.

Σταμάτης Κραουνάκης
ΤΕΥΧΟΣ 134
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Φέτος η ζωή μού έκανε ένα δώρο. Κύλησαν τα χρόνια προς τα πίσω, και με κάλεσαν οι φίλοι μου απ’ το παρελθόν εδώ στην ιαματική, επί της αύρας, κατοικία να γιορτάσω τους βωμούς και τα ιερά. Χωρίς τον Αριστοτέλη και την, σαν στο σπίτι μου, άνετη πανσιόν του, στο Γιαλάσι, τίποτα δεν θα ’ταν έτσι. Από ’δω σου γράφω, φωνούλα μου γλυκιά, καθώς ο Στέφανος μου φέρνει το δεύτερο καφέ της μέρας δέκα το πρωί της Τετάρτης, 19 Ιουλίου.

Περνάνε οι μέρες στη «Μουριά», στ’ «Ακρογιάλι» στο λιμάνι. Τα προεόρτια και τα μεθεόρτια των παραστάσεων της Μικρής και της Μεγάλης Επιδαύρου, οι καλλιτέχνες και οι ντόπιοι σε ζύμωση, μυρίζουν οι πορτοκαλιές τη νύχτα αποθεώνοντας τα νυχτολούλουδα, το άστρο του θεού Ασκληπιού. Τους γιάτρευαν τους άρρωστους στην Επίδαυρο με τη φωνή, «λέει». Ο ιερέας! Στις κάτω κερκίδες οι άρρωστοι, στις πιο ψηλές οι συγγενείς τους, και ο ιερέας με τη φωνή τους γιάτρευε, παρακινούμενος του θεού στο Ασκληπιείο. Χιλιάδες χρόνια λειαίνονται τα μάρμαρα. Στον Λεωνίδα στο Λυγουριό η ιστορία είναι ασπρόμαυρη στους τοίχους, μ’ αφιερώσεις, η Ελένη Παπαδάκη, ο Κουν, η Κάλλας, η Παξινού, η Άννα Συνοδινού πεντάμορφη, η Καρέζη πιτσιρίκα, και τα χιλιάδες ανέκδοτα…τ ι παράστημα ο Μάνος Κατράκης ο μέγας. Η Παξινού κοιμόταν σε ράντζο στο δωματιάκι δίπλα στο Ασκληπιείο, ο Κουν στο «Ξενία», που φέτος είναι θεοσκότεινο. Του βγήκε παθητικό του πλειοδότη, κι άλλα τέτοια κουλά ειπώθηκαν, πάντα υπάρχει κάτι να στη σπάει, μέσα στην τόση ομορφιά, σ’ αυτή τη χώρα μας. Και οι πικροδάφνες αριστουργήματα παραισθητικά μεγάλες, έξοχες κυρίες των τιμών στην υποδοχή της Μεγάλης Επιδαύρου. Οι καλοί φύλακες μ’ αφήνουν ν’ ανέβω με τ’ αμάξι ως το θέατρο. Φρενάρω. Δακρύζω. Στη μικρή Επίδαυρο –την αρχαία τη λένε οι ταμπέλες– τον κύριο Χρήστο Λαμπράκη που εκπαίδευσε τους ντόπιους, στην αυτοεκτίμηση, τον λένε «μπαρμπα Χρήστο» όσοι τον «αγαπήσανε» για το «καλό που έκανε στον τόπο τους». Εξαιρετικά εκπαιδευμένοι κι ευγενέστατοι οι άνθρωποι του Μεγάρου, που δανείστηκε και το Φεστιβάλ, μ’ επικεφαλής τον μειλίχιο κύριο Στάμο Τζωρτζάκη στο πλευρό μας, με χιούμορ και χαϊλίκι, όσες μέρες στήναμε τα «Χορικά» στη μικρή Επίδαυρο. Τι θέατρο είν’ αυτό θεέ μου, τι αριστούργημα. «Με ψαλμούς ιερούς και ψαλτάδες των βωμών τις γιορτές, να δοξάζουν», «την έφυγα κανονικά» στις πρόβες. 

image

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ


Ο φοίνικας, το πιθάρι, η θάλασσα, τα τζιτζίκια, τα νυχτοπούλια ανάμεσα απ’ τα κεφάλια μας. Γιατί πετάνε χαμηλά τα νυχτοπούλια; Το λιμάνι της «μικρής» τα ’χει όλα, ΑΤΜ για λεφτά, σουβλάκια Διόνυσος θεϊκά, μας βγάλανε παλικαρίσια την πρόβα της Τρίτης, ενώ η Κατερίνα τράβηξε τρία ξενύχτια στα φώτα για να γίνουμε ένα με το τοπίο χωρίς πολλά-πολλά, φώτισε το φοίνικα και το πιθάρι, και κάτι μοβ στις κολόνες.

Δυο υπέροχα βράδια έζησα με τη Σπείρα στη «μικρή», ήρθαν και ο συνάδελφος Νίκος Ξυδάκης με τον Άγγελο τον Μεντή στην πρόβα της Τετάρτης, για να δουν το χώρο για τη δική τους παράσταση που ’ναι μεθαύριο, κι έτσι είχαμε υπέροχο κοινό στην πρόβα, ανθρώπους που ζούμε και δημιουργούμε μαζί στην πόλη, στην πολιτεία, στα φεστιβάλ της. Ας κρατάνε οι χοροί.

Κατά τ’ άλλα, η Γιούλα έβαζε σιτρονέλες αυτοκόλλητες στα παιδιά, εναντίον του κώνωπα του ανωφελή και της σκνίπας, εμένα μου την έπεσε ενώ καθόμουν στο μάρμαρο τζίτζικας τεράστιος στο σημείο τζι μου, μεγάλος σαν μπιφτέκι. Μεγάλο γέλιο. Γλυκάναμε όλοι, τα παιδιά ήταν πανέμορφα. Τραγούδησαν όμορφα.

Η Νόνικα έκλαιγε το Σάββατο, ήταν μια κούκλα, μπήκαμε αγκαζέ στο θέατρο, χειροκροτηθήκαμε από την πάνω κερκίδα, άλλους επίσημους δεν είχαμε. Φίλοι πολλοί απ’ την Αθήνα, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, κολλητοί μας. Μια «μεγάλη συγκίνηση».

Απαγορεύεται ρητώς δια τους καλλιτέχνας το ξενύχτι, το μπάνιο, τα τηγανητά, η ηλιοθεραπεία. Ο καλλιτέχνης τις μέρες που προετοιμάζεται για την ιερή επικοινωνία του με το σύμπαν οφείλει να μένει άδειος από την εμπειρία της καθημερινότητας.

image

ΑΛΕΞΗΣ ΒΕΡΟΥΚΑΣ, Γκαλερί «ΜΑΡΙΝΑ ΚΕΑΣ», ΒΟΥΡΚΑΡΙ, ΤΖΙΑ


Σ’ έναν από τους τελευταίους «επί Κολωνώ», λένε, ο Αλέξης Μινωτής, υπερήλιξ, υπερέβη το ωράριο της πρόβας κατά 20 λεπτά και κάποιος, παντοτινά ανώνυμος, του χορού, τον επέπληξε. Γύρισε και του είπε «εγώ κάνω πρόβα 60 χρόνια και είκοσι λεπτά. Να φύγεις! Δεν κάνεις γι’ αυτή τη δουλειά!». Άλλη μια φορά στο ίδιο έργο, είχε παίξει με βαριά φορεσιά και με 40 βαθμούς θερμοκρασία. «Ανησυχούσα» είπε μετά το τέλος της παράστασης «μήπως όταν παίζω τη σκηνή του ύπνου, αφήσω αποτύπωμα ιδρώτα στο χώμα κι αυτό προκαλέσει θυμηδία στο κοινό». Τον καθησύχασαν πως όχι. Γέλασε. «Χα, χα αυτό σημαίνει ηθοποιός. Να μπορείς να επιβληθείς ακόμα και στους ιδρωτοποιούς αδένες σου». Πολλά τέτοια ανέκδοτα απ’ τη ζωή της Μεγάλης Επιδαύρου μας είπε ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στο τραπέζι μετά τα «Χορικά». Συμπλήρωνε ο Σαρηγιάννης, έριχνε κι άλλα στο τραπέζι η θεά Ναυσικά, η γυναίκα του Κώστα Γεωργουσόπουλου, που είχα τη χαρά να κάθομαι δίπλα της και ν’ ακούω ακόμα κι αυτά που δεν ακούνε οι άλλοι. Η κυρία Ναυσικά, δασκάλα όλα της τα χρόνια, ξέρει καλά πότε λέγονται τα ελληνικά και πότε όχι. Λατρεύω το συνταρακτικό της υποδόριο χιούμορ. «Πού ειν’ αυτή η σκατόφατσα να τη συγχαρώ». Είναι η Βικτωρία μας, της Σπείρας; «Ναι, ξέρω εγώ γιατί τη λέω έτσι, είμαι δασκάλα εγώ. Καταλαβαίνω». Τι καταλαβαίνετε, κυρία Ναυσικά μου; Δεν τη ρώτησα κι εγώ. Γιατί καταλαβαίνω κι εγώ. Πως το μόνο που μετράει είναι να ’σαι «σκατόφατσα», λουσμένος την αθωότητά σου, σ’ αυτή τη δουλειά του καλλιτέχνη, να ’σαι στη σκηνή απαλλαγμένος από τα καθημερινά, ασφαλής με τα εργαλεία της τέχνης σου, εκτεθειμένος στο άπειρο. Να ’σαι διαβαστερός. Να μην ησυχάζεις ότι «το ’χεις». Ποτέ δεν «το ’χεις». Είναι άπιαστο «αυτό» που επικοινωνείς, μέσα απ’ αυτά τα κέντρα ενέργειας που «γιάτρευαν τους αρρώστους».

Μας θυμήθηκα όλους το ’79, στην ίδια παραλία στη «Μουριά» της Δήμητρας που σκίστηκε να μου βρει υποβρύχιο η γλυκιά μου, και που η μάνα της Δήμητρας έφτιαχνε τη σκορδαλιά που λάτρευε η Παξινού. Μας θυμήθηκα όλους. Την Αλεξάνδρα (Παντελάκη), τον Νίκο (Μαστοράκη), τον Πέρυ (Περικλή Καρακωνσταντόγλου), τη Νινή (Βοσνιάκου), τον κύριο Λαζάνη, τον Διονύση Φωτόπουλο, τον Κουν, τον Γιώργο τον Αρμένη, τον Μίμη Κουγιουμτζή, που λείπει. Τη Λίνα, που κατέβηκε να με δει και σκοτωθήκαμε. Τον πατέρα μου, που ζούσε και φίλαγε τον Μίκη που ήταν μαζί στο ΕΑΜ. Μας θυμήθηκα όλους τότε. Εμείς κωλόπαιδα, με μια γλώσσα «νααα», ονειρευόμασταν πως θα τα κάνουμε «πολύ καλύτερα».

Η αρχαία πόλη είναι μέσα στη θάλασσα, εκεί που βουτάς μπορεί να τραβήξεις κάνα λυχνάρι, κάνα ακροκέραμο, κάνα τούβλο. Έχει πλάκα που συναντιούνται οι παίζοντες στα έργα «μεγάλης» και «μικρής» Επιδαύρου αργά στο «Ακτίς» του Λευτέρη, που ξημερώνεσαι για ανταλλαγές, κουτσομπολιό και φλερτ. Και εξαιρετικό γιαούρτι «δωδώνηηη»!!!

image

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ


Αχ, αυτά τα φλερτ των «περιοδειών», της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας η λύπη. Απ’ την άλλη ο κόσμος. Οι ταξιδιώτες, οι εκδρομείς που «πρέπει να τους επιστρέψεις» ανεβασμένους. Οι τεχνικοί, ένας άλλος κόσμος που ζει κι αυτός την αγωνία ενός ανεβάσματος. Οδυνηροί κριτές ενίοτε. Δεύτερη βδομάδα, δεν έχω δουλειά, κάθομαι για τον Μαστοράκη που σκηνοθετεί το «Όνειρο Καλοκαιριάτικης Νύχτας» στο «Τέχνης» και απολαμβάνω τη συντροφιά του μεταφραστή Γιώργου Δεπάστα, της Αλεξάνδρας που δεν έχουμε ταίρι όταν συναντιόμαστε, το τι λέει το απύλωτο στόμα μας, που είμαστε υγροί, πολύ συγκινημένοι, που ο Νίκος μας σκηνοθετεί στο «Τέχνης» το «Όνειρο», κι είμαστε και στις 3 του πρόβες «απίκο». Ο Νίκος έκανε ένα ποίημα. Μαγεία!

«Ο Έρωτας είναι σαν θέατρο» είπε με επική λύπη η αμαζόνα Κάτια Γέρου, πριν γίνει Τιτάνια. Μάγεψε εμάς τους φίλους του. Μάγεψε και το κοινό. Ο Παναγιώτης Παναγόπουλος ως Θίσβη, όλα τα λεφτά!! Τα πιτσιρίκια του «Τέχνης», φυσήξανε. Να πάει και το χειμώνα να το δούνε όλοι.

Το «Παρά θιν αλός» έχει πίτσες λέω στον Κωστή, ξενυχτάει, να παραγγείλουμε, «θα τους κρατήσει στην πρόβα μέχρι αργά». Στις 3 τη νύχτα πέσαν πάλι τα φώτα. Θυμώσαν οι θεοί. Γενική συσκότιση. Η οικογένεια των θεάτρων στα εκτός έδρας είναι σκληρή και απογειωμένη. Έτοιμη για όλα. Απαστράπτουσα! Αλέξανδρος Μυλωνάς, Αγάθων στις «Θεσμοφοριάζουσες». Εμπειρία! Τζαμάσια! Σκηνή διαμάντι.

Είδα και τους «Πέρσες» της Λυδίας. Αγχώθηκα. Ήταν κι ο φίλος μου ο Στέφανος που ’παιξε και στα δικά μας, στα κρουστά. Με τον υπέροχο συνάδελφο Τάκη Φαραζή. Ώρες στο δωμάτιο. Παραμονή πρεμιέρας. Ξανά τις ατάκες. Τις εντάσεις. Το κείμενο. Με κίτρινες. Με ροζ υπογραμμίσεις. Υπερπαραγωγή. Κόπος πολύς. Καλλιτέχνης ταγμένη η Λυδία. Είχα δει μια υπέροχη «Άκληστη» που ’χε σκηνοθετήσει παλιά. Ρίσκαρε εδώ τα «κεκτημένα» της στην έρευνα της ρωγμής. Σίγουρα η ρωγμή, η ραγισματιά, είναι η αιτία της κάθε τέχνης. Αλλού μ’ έψησε, αλλού όχι. Αναγκαστικά θυμήθηκα τους «Πέρσες» του Κουν, την επίκληση για το φάντασμα του Δαρείου, με τη μουσική του Γιάννη Χρήστου, απλή, υπόκωφη, απόλυτα από μέσα, από τα έγκατα, τις υστερικές κραυγές του χορού, την οδύνη της καταρράκωσης της έπαρσης μιας κοσμοκρατορίας. Κι εδώ που τα λέμε μωράκι μου, μην κοιτάς που είναι η Σαλαμίνα σήμερα. Τότε στη ναυμαχία την τσακίσαν την Αμερική του Τότε! Τα ελληνάκια με το «ίτε παίδες» την ξεφτιλίσανε την Αυτοκρατορία.

Ήταν απόγευμα και νύχτωσε. Τόση ώρα κάθισα απέναντι στον Γιώργο Λαζάνη στη βεράντα του Αριστοτέλη. «Μην κουράζεσαι, μίλα μου με τα μάτια» του είπα. Δίπλα η Μάρω, η γυναίκα του, που γνωριζόμαστε απ’ όταν ήταν κορίτσι. Η υπέροχη Μάρω. Τότε και τώρα. Και η Όλγα η Παυλάτου, εκεί. Κορίτσι κι αυτή, δίπλα στο δάσκαλο. Δημόσιες σχέσεις. Ο Κουν φώναζε: «Έπιασε βροχή, τα όργανα. Τι κάθεστε; ».

«Ιππείς» Αύγουστος ’79. Μουσική Μίκη. Λαζάνης σκηνοθεσία. Αρμένης Αλλαντοπώλης, Μόρτζος στον Κλέωνα. Σταμάτης μουσική διδασκαλία, θυμάμαι τον Οδυσσέα Ελύτη με το λευκό του σορτσάκι και μια μικρούλα .Τον Βασίλη Φωτόπουλο που μ’ έλεγε «μικρό Διόνυσο» και γέλαγε με εκατό πυγολαμπίδες μες στα μάτια του. Που με ’ριξαν τελευταία στιγμή μ’ ένα σανδάλι κι ένα ρούχο στην ορχήστρα να διευθύνω τη μουσική μ’ ένα νταούλι που το ’χα κάνει πολυόργανο, με τον Γιάννη το Μπαχ να παίζει τούμπα στη μέση, στη θυμέλη. Κι ανάψαν τα τσιγάρα! Τότε επιτρεπότανε το κάπνισμα. Κανείς δεν σκέφτεται εμάς τους καπνιστές. Που τι τραβάμε μ’ αυτή την απαγόρευση. Έχω πιάσει τον εαυτό μου να λέει «Σταμάτα, βρε Αλέξη μου», όταν ο Κωστάλας ανακοινώνει γλυκά κι ευγενικά την Απαγόρευση.

Που λέτε τότε, το ’79, έπιασε βροχή δυο ώρες πριν απ’ την πρεμιέρα κι έγινε της πουτάνας. Ο Κουν φώναζε. Οι τεχνικοί τρέχανε. Δέκα χιλιάδες θεατές με τα εισιτήρια στο χέρι, στα ταμεία. Μπήκαμε όλοι με τάβλες κι αδειάζαμε την ορχήστρα του θεάτρου απ’ τα νερά. Έφερε ο Διονύσης Φωτόπουλος φορτηγά με χώμα και άχυρα, γίναν όλα λάσπη και μπήκανε οι Ιππείς με μπότες και έξοχα αλογοκέφαλα του Διονύση, τρία μέτρα οι πήδοι, και σκάγανε στη λάσπη, ο Ρήγας, ο Παπαματθαίου, ο Χαλκιάς, ο Καρακωνσταντόγλου, ο Καπελώνης, ο Μουστάκης, ο Νίνης, ο Παντελής Παπαδόπουλος. Ας βαστάνε οι χοροί.

Εμείς στις «Θεσμοφοριάζουσες» έχουμε δεκαοχτώ κούκλες, και μια η Αννούλα με το ακορντεόν της, δεκαεννιά. Τις λατρεύω όλες που με τραγουδάνε στο θέατρο της Μεγάλης. Της Επιδαύρου. Χτες βράδυ, την ώρα που πήγαινα στην πρόβα, κι έλιωνα με τα σι ντι που μου χάρισε ο Νίκος Τριβουλίδης με μουσικές «φεύγα», μέσα στις πορτοκαλιές ήρθα μούρη με μούρη με το τζιπ της Ελευθερίας που κατέβαινε για να τραγουδήσει στον Ξυδάκη στη Μικρή. Αλληλοκορναριστήκαμε και τραβήξαμε στη δουλειά μας, αγχωμένος εγώ που είχα στήσει τον Χατζάκη στο Άβατον, γιατί είχα ανέβει για ντους και με πήρε ο ύπνος ο μεσημεριανός, ο ιαματικός.

Αυτή είναι η ζωή των καλλιτεχνών τα καλοκαίρια στα θέατρα. Αν συνάδει η φύση και το σύμπαν ευνοεί και γεμίσουν οι κερκίδες, θα έρθει στο τέλος της γιορτής των ιαμάτων και η παράσταση.

Έχουμε λυσσάξει με τον Χαραλαμπόπουλο, που γελάμε πολύ να τραβάμε βίντεο εδώ και 5 μήνες με τις κάμερές μας, για να φτιάξουμε το make off της παράστασης. Ο Βασίλης παίζει τον Ευριπίδη που θέλουν να τον σκοτώσουν οι γυναίκες γιατί τις «κράζει» στα έργα του. Φυσάει ο Μπίλυ! Και ο Αρμένης, μνημειώδης Μνησίλοχος – μου επιτρέπετε –, στέλνει το μήνυμα «της χαραγμένης του κραυγής». Με πλούτισε ο Γιώργος φέτος. Θα ’ρθουν πλήθη να τον χειροκροτήσουν. Μου ’πε γιατί ακούγεται έτσι το νυχτοπούλι της Επιδαύρου. «Ψάχνει την καλή του». Χτες, τρία περιστέρια ερωτοτροπούσαν στις παρόδους για ώρα. Την ώρα που ερωτροπεί ο Σκύθης με την Ελαφίνα, μπήκε ένα μαύρο σκυλί, κάθισε, κοίταγε, διέσχισε και έφυγε απ’ την άλλη ήσυχο. Όλα κανονικά. Απόψε έχω «γενική». Φιλί.


ΣΑΒΟΥΑΡ ΒΙΒΡ

Σε καμαρίνια μετά από πρεμιέρα που δεν σ’ άρεσε αυτό που είδες.

Τι λες:

1. Ουάου! (με γροθιά και την κάνεις με πλαϊνά πηδηματάκια)

2. Δεν έχω λόγια (και την κάνεις με πλαϊνά)

3. Δεν βρίσκω λόγια (χειραψία και τζους)

4. Καλέ, πώς μαύρισες έτσι. Μπράβο!

Τι δε λες:

1. Μα τι μου λέγανε, μια χαρά είναι.

2. Εμένα πάντως μου άρεσε.

3. Μόνη σου ξεβάφεσαι;

4. Τι κάνεις; Είσαι καλά;


Υ.Γ. 1 Ευχαριστώ τον Τάκη, τον Στεργιόγλου και τη Φρόσω για το ταξίδι μαζί τους. Την Έρση και τον Σωτήρη για όλα μας. Στον Αριστοτέλη και στη Λευκή, ένα μεγααααάλο φιλί!

Υ.Γ. 2 Οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και κέντρων εστίασης μαζικής είναι τα αληθινά βαρόμετρα μιας «επιτυχίας».

Υ.Γ. 3 Χωρίς τον κύριο Λούκο, όλα θα ’ταν μια απ’ τα ίδια.

Υ.Γ. 4 Ο Χρήστος Λούλης ήταν εξαιρετικός Ξέρξης και η σκηνή του η καλύτερη.

Υ.Γ. 5 Περιμένω Μουτούση με Βογιατζή στην Αντιγόνη.

Υ.Γ. 6 Κλείσε εισιτήρια για Μνούσκιν.

Μάκια


(Φωτό άνοιγμα: ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ)