- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
«Μπαμπά, δεν έχω χρόνο τώρα», η φράση που δεν πρέπει να ξαναπείς
Εμφανίσου στην πόρτα του μπαμπά σου, αγκάλιασε τον, και φτιάξε του καφέ. Έτσι, χωρίς λόγο.
Πόσο καιρό έχεις να πιεις έναν καφέ με τους γονείς σου;
Η μέρα είναι στο peak της, όταν χτυπάει το τηλέφωνο. Βλέπω στην οθόνη τα γράμματα «Μπαμπάς» και νιώθω ένα τσίμπημα ενοχής στην καρδιά μου. Πάλι δεν προλαβαίνω να το σηκώσω. Αυτή τη στιγμή περιμένουν πέντε e-mail τα οποία περιμένουν άμεση απάντηση, ένα άρθρο που πρέπει να ανέβει μέσα στα επόμενα τριάντα λεπτά (και που δεν έχω ακόμη αρχίσει να γράφω), και την ίδια στιγμή πρέπει να κανονίσω μία τηλεφωνική συνέντευξη. Πατάω απόρριψη – πραγματικά δεν έχω χρόνο. Ο μπαμπάς μου, όμως, επιμένει με νέα κλήση. Να έγινε κάτι; Απαντάω λίγο ανήσυχη «Μπαμπά μου; Όλα καλά;». Ευτυχώς, η φωνή του ακούγεται χαρωπή. «Έλα καρδούλα μου! Στη δουλειά, είσαι;». Κάθε φορά που κάνει αυτή την ερώτηση νομίζω πως ενδόμυχα ελπίζει ότι δεν θα είμαι. «Ναι, μπαμπά μου στη δουλειά είμαι και πνίγομαι. Έγινε κάτι;». Η φωνή του μπαμπά ακούγεται κάπως απογοητευμένη: «Όχι, ήθελα, απλά να δω τι κάνεις, γιατί δεν μιλήσαμε χθες και…». Τον διακόπτω λέγοντας κάτι του τύπου δεν έχω χρόνο, θα σε πάρω το βράδυ, φιλιά. Κάτι που όλοι λέμε με μεγάλη ευκολία στους γονείς μας. Το βράδυ, όμως, ξεχνάμε ότι το είπαμε, στο ενδιάμεσο έχουν προκύψει άλλες υποχρεώσεις ή και μικρά, αναπάντεχα προβλήματα.
Θυμήθηκα τον μπαμπά μου ξανά το επόμενο βράδυ. Ήμουν, όμως, κουρασμένη και δεν είχα καμία αντοχή να του εξηγήσω γιατί ούτε αυτή την Κυριακή θα προλάβαινα να έρθω για φαγητό. Την άλλη Κυριακή ίσως, βλέπουμε.
Κοιμήθηκα και όταν ξύπνησα, είχα ακόμη ένα πρόβλημα: το πλυντήριο είχε χαλάσει και όλο το μπάνιο είχε γεμίσει νερά! Και τώρα; Αμέσως ήρθε στο μυαλό ο μπαμπάς μου, γιατί ο μπαμπάς μου όλα ξέρει να τα φτιάχνει, ακόμη και τα πλυντήρια. Τον πήρα τηλέφωνο και τον πέτυχα πάνω στην πρωινή του ιεροτελεστία – τον αρωματικό ελληνικό καφέ του. Όσο τον θυμάμαι, τον ίδιο πάντα πίνει, απαραιτήτως τον Παπαγάλο τον Πράσινο, και μάλιστα την ίδια ακριβώς ώρα. Δεν σηκώνεται από το τραπέζι της κουζίνας -για κανένα λόγο!- πριν πιει και την τελευταία γουλιά.
«Μπαμπά, κάτι έγινε με το πλυντήριο, όλο το μπάνιο έχει γεμίσει νερά!», φωνάζω πανικόβλητη και πριν προλάβω καν να ολοκληρώσω τη φράση μου, ακούω ανακουφισμένη εκείνο το «έρχομαι». Μέσα στην επόμενη μία ώρα ο μπαμπάς μου είχε εμφανιστεί με την κόκκινη, μεταλλική εργαλειοθήκη του, μου είχε φτιάξει το πλυντήριο και πρωινό για τον δρόμο όσο εγώ έκανα μπάνιο. Μου το έδωσε μαζί με ένα φιλί, λέγοντάς μου ότι πρέπει πάντα να τρώω πρωινό, αλλά βιάστηκα να φύγω, σχεδόν τον τράβηξα έξω από το διαμέρισμα, με αυτά κι με αυτά είχα αργήσει εξωφρενικά! Τον αγκάλιασα στα γρήγορα και έφυγα σαν την τρελή.
Ύστερα, σταματημένη σε ένα κόκκινο φανάρι, πέρασε από μπροστά μου το παρελθόν… Ένας νέος μπαμπάς με το τρίχρονο κοριτσάκι του σκαρφαλωμένο στους ώμους του. Θυμήθηκα ότι κι εγώ όταν ήμουν μικρή, ήθελα συνέχεια να είμαι σκαρφαλωμένη στους ώμους του μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου, ο πιο δυνατός, ο καλύτερος, ο πιο έξυπνος, όμορφος και τρυφερός μπαμπάς του κόσμου, πάντα εκεί να με παρηγορεί και να με φροντίζει. Ο μπαμπάς σε αυτό το κόκκινο φανάρι μου τον θύμισε – το χαμόγελό τους έμοιαζε. Τόσο χαρούμενος γιατί απλά είχε την κόρη του στους ώμους. Έβαλα τα κλάματα, εκεί στη μέση της Κηφισίας, χωρίς καλά-καλά να ξέρω το γιατί.
Ξημέρωσε Σάββατο. Είχα ξυπνήσει, πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Είχα άγχος να προλάβω! Να τον προλάβω, πριν φτιάξει τον καφέ του.
Μου άνοιξε την πόρτα αγουροξυπνημένος, με εκείνο το αξιολάτρευτο ύφος του και τα μαλλιά του ανακατεμένα. Του τα ανακάτεψα ακόμη περισσότερο με το χέρι μου και του έσκασα ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο. «Καλημέρα μπαμπά μου!». Με κοίταξε σαστισμένος, μη μπορώντας να συγκρατήσει ένα τεράστιο χαμόγελο: «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα, καρδούλα μου; Δεν σε περίμενα!». Τον αγκάλιασα σφιχτά, και του είπα πως σήμερα θα του έφτιαχνα εγώ τον καφέ του. Και όση ώρα το έκανα, όρθια μπροστά στο μπρίκι, ο μπαμπάς μου δεν σταμάτησε να με κοιτάζει. «Μπαμπά, τι με κοιτάς; Ξέρω να φτιάχνω καφέ, εσύ μου έμαθες, θυμάσαι;». Κι ο καλόκαρδος μπαμπάς μου, εκείνος που πάντα φροντίζει, σηκώθηκε βουρκωμένος, μου χάιδεψε το κεφάλι, και άρχισε να μου φτιάχνει πρωινό, λέγοντας μόνο: «Είμαι πολύ χαρούμενος που είσαι εδώ». Και δεν ξέρει ότι κι εγώ είμαι χαρούμενη που είναι εδώ, που είμαι μαζί του και πίνουμε καφέ σε αυτή τη μικρή κουζίνα. Αχ, μπαμπά μου, δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα…
Αν έχετε κι εσείς μπαμπάδες σαν τον δικό μου, μπαμπάδες μόνους και τρυφερούς, μην πατάτε απόρριψη στην κλήση τους. Εμείς, τα πολυάσχολα παιδιά, μπορεί να μην έχουμε χρόνο, εκείνοι, όμως, έχουν μπόλικο. Έχουν άδειες μέρες και μία μόνο σκέψη στην κάθε ώρα τους: «τι να κάνει το παιδί μου, το εγγόνι, το ανίψι μου;». Μην τους αφήνετε με την απορία. Σηκώστε το τηλέφωνο, εμφανιστείτε στην πόρτα τους, πάρτε τους αγκαλιά και φτιάξτε τους καφέ. Έτσι, χωρίς λόγο.