- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
Συγγραφέας, επιμελητής κειμένων, μαχητικός κλικτιβιστής, φανατικός πότης, τρελός σινεφίλ και καναλάρχης! Το τελευταίο τεκμηριώνεται από την εμπλοκή του στο διαδικτυακό ραδιόφωνο Amagi. Μετά την Αθήνα, η παρέα εκπέμπει κι από τη Θεσσαλονίκη. Ας τον γνωρίσουμε καλύτερα.
Είσαι πολυπράγμων, κύριε: στήνεις το Amagi Radio, φτιάχνεις δηλαδή μια σοβαρή ιντερνετική φωλιά λόγου, παρέας και μουσικής, μεταφράζεις, διορθώνεις αλλά και γράφεις βιβλία –by the way, τι απέγινε η «Ζα Ζα»;–, δηλώνεις φανατικός Άρης και πυρπολείς τα social media με εξτρεμιστικές ατάκες περί πολιτικής. Ερώτηση: πώς αυτοπροσδιορίζεσαι και τι δουλειά δηλώνεις πως κάνεις; Στο μπλοκάκι λέω «Συγγραφέας - Επιμελητής εκδόσεων» (το «Συγγραφέας» το έχω βάλει με αραιά, να κάνει μπαμ), αλλά το τελευταίο τιμολόγιο για είσπραξη πνευματικών δικαιωμάτων δεν θυμάμαι πότε το έκοψα - πάντως είχαμε δραχμές τότε. Η «Ζα Ζα» έμεινε, φυσικά, στο ράφι. Εδώ και πολλά χρόνια, τα καινούργια βιβλία κρατάνε τρεις, άντε τέσσερις, μήνες μάξιμουμ - και πολύ τούς είναι (της «Ζα Ζας» συμπεριλαμβανομένης). Οπότε φτάνει τόσο, όλα καλά.
Η θηριώδης έμπνευσή σου να πυρπολήσεις το συντακτικό και τη γλώσσα που τόσο αγαπάς σκαρφιζόμενος την ατάκα «έλεος κάπου», κοτσάροντάς την παντού, έτυχε τρελής αναπαραγωγής στα social media. Τι θα πει «έλεος κάπου» και προς ποιους το απευθύνεις; Η αλήθεια είναι ότι σπανίως σκαρφίζομαι κάτι από μόνος μου: έτοιμα τα παίρνω. Έχει πιο πολλή πλάκα έτσι. Το «έλεος κάπου», ας πούμε (για να μην πω για το: «Ναι, αλλά να βάλουμε και λίγο ψυχούλα μέσα» κλπ. κλπ.), το άκουγα δώθε-κείθε, με εκνεύριζε αρκετά (πάντα σε περιόδους κρίσης οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για μικροπράγματα που τους ενοχλούν), και είπα να το χαλάσω με την κατ’ εξακολούθησιν αναπαραγωγή του. Γενικά στα SM, που προσφέρουν πελώριους καθαρούς τοίχους για να γράφουμε τα δικά μας συνθήματα, ασκούμαστε με γενναιοδωρία στην ανέξοδη σαχλαμάρα, με εμένα πρώτο και καλύτερο. Πολλές φορές αισθάνομαι Μπόζο, ιδίως όταν μου λένε «Κάνε πάλι Αγγελίες, ή τον Γείτονα, ή την Εξώλης», αλλά γενικά στο τέλος υποκύπτω στην κολακεία. Είμαι πολύ έλεος κάπου τύπος.
Έχεις δηλώσει κατά καιρούς πως είσαι αναρχοφιλελεύθερος, τα έχεις χώσει στον Τζήμερο αποκαλώντας τον «white collar χρυσαυγίτη», και θεωρείς πως στην Ελλάδα ζούμε ένα κακοπαιγμένο «Game Of Thrones», όπου δεν υπάρχει κανένα «έλεος κάπου» και καμιά ελπίδα. Είναι παροδικό mood η απαισιοδοξία σου ή καθώς χρονιά βγαίνει - χρονιά μπαίνει κάτι θα αλλάξει; Ναι, εντάξει, για τον Τζήμερο τι να λέμε, με θλίβει όλο αυτό, και αναρωτιέμαι γιατί κάποιος δικός του δεν τον αγαπά, δεν τον πονάει, να του δώσει καμιά συμβουλή. Γιατί δεν είναι μόνο η αυταρχική, ψευτοφιλελεύθερη «ιδεολογία», είναι και ο δελαπατριδισμός, αυτός ο χειροποίητος μεσσιανισμός - θλίψη μεγάλη. Και καθαρή αποστροφή.
Είναι, βέβαια, εποχή για καιροσκόπους αυτή, γεννημένους από τη μήτρα της Άνω και της Κάτω Πλατείας, για αρρωστημένους ναζί, για Τζήμερους, για σκληροπυρηνικούς λαϊκιστές, για Σώρρες, για φουλ ψεκασμένους, για μια ακόμη πιο συντηρητική Αριστερά, για έναν νεοπαλαιοπασικό ΣΥΡΙΖΑ, για μια «λαϊκή» Δεξιά που θα έχει κάναν Βορίδη ή κάναν Άδωνι αρχηγό αύριο-μεθαύριο και θα γελάμε - και, φυσικά, για ακόμη περισσότερη ωμή βία, και για ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους, που θα τη χειροκροτούν αυτή τη βία με λύσσα. Κι από την άλλη, βέβαια, βλέπεις τους αρχηγίσκους του Κέντρου να κάνουν με τρομερή αναίδεια τη μια μισή κίνηση μετά την άλλη, αλληλοαναιρούμενες όλες τους, και σε πιάνει πιο πολλή απελπισία. Για να μην πούμε για τις θνησιγενείς μεταρρυθμίσεις και τα συμπαρομαρτούντα.
Τίποτε δεν γίνεται, τίποτε δεν θα γίνει. Μόνο καινούργιους φόρους θα σκαρφίζονται, μέχρι να μας σιχαθεί και η αγία Τρόικα, να μας μουντζώσει και να σηκωθεί να φύγει. Μου αρέσει μία εικόνα: του καβουριού που είναι μες στον κουβά, μαζί με καμιά εικοσαριά ακόμη, και πάει να φύγει, και τα άλλα το τραβάνε πίσω με τις δαγκάνες τους. Οκέι, σε μας κανείς δεν θέλει καν να φύγει από τον κουβά. Φυσικά και είμαι απαισιόδοξος, το ποτήρι δεν είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο, είναι μισοσπασμένο και λερό. Και η φάση είναι αυτοκτονία με τη μία.
Επειδή έχω μπερδευτεί με το μια πάνω, μια κάτω: μένεις στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα; Στο Αρσακλή. Γύρισα προ τεσσάρων ετών στη Θεσσαλονίκη, μετά από είκοσι τρία χρόνια στην Αθήνα, έμεινα πρώτα κοντά στο Χαριλάου που μου είχε λείψει πολύ, και έναν χρόνο τώρα εδώ. (Δεν το λέω Π@νόρ@μ@, μου αρέσουν τα ντόπια τοπωνύμια). Δεν βγαίνω από το σπίτι παρά σπάνια, και δεν κατεβαίνω ποτέ κέντρο, αλλά έχουμε ωραία θέα. Μια χαρά.
Αθήνα πάω μία φορά τον μήνα, για τον Αμάγκι και για βόλτα. Τα λέμε με τα παιδιά του σταθμού (ή έστω τα πίνουμε), κάνουμε μίτινγκ με τη Μαρία την Τσάκος που έχουμε το μαγαζί μισό-μισό (ή έστω πηγαίνουμε στον Μπαρμπα-Γιάννη για φαΐ), αυτά. Είμαστε σε ένα σπίτι του ’20 στα Εξάρχεια -μια γειτονιά-ζόμπι που απορεί κανείς πώς και ζει ακόμα, αλλά νά που εξακολουθεί να ζει τελικά-, οπότε μου αρέσει διπλά, γιατί επί τόσο πολλά χρόνια αυτή ήταν η γειτονιά μου.
Μπουτάρης ή Καμίνης; Μιας και διακτινίζεσαι και στις δύο πόλεις. Τον Καμίνη τον εκτιμώ τρομερά, τον κυρ Γιάννη τον αγαπάω κιόλας. Πολύ. Τους λόγους τούς ξέρετε. Στις προηγούμενες εκλογές, που χάσαμε, ανεβοκατέβαινα με φανέλα «Πρωτοβουλία» με τα τρένα Αθήνα - Θεσσαλονίκη σαν τρελός. (Εγώ που δεν είχα πάει στη ζωή μου σε πολιτική συγκέντρωση). Αλλά, όσο περνάει ο καιρός και πάμε προς τις δημοτικές, στενοχωριέμαι, και στενοχωριέμαι πολύ, γιατί ξέρω πως η δουλειά και των δύο θα πάει στράφι, οι δήμοι θα αλωθούν από Μαύρη κι Άραχλη Συντήρηση. Ξανά. Είναι όπως με μας στην μπάλα: μέχρι πριν 2-3 χρόνια κάναμε τρομερή πορεία σε Ελλάδες και Ευρώπες, και τώρα είμαστε έτοιμοι να πέσουμε. Ε, ο ΑΡΗΣ είναι πρωτοπόρος σε αυτά, και δείχνει τον δρόμο. Και η Αθήνα κι εμείς τον βλέπουμε: είναι κατηφορικός και αδιέξοδος, κι έρχεται καταπάνω μας, και θα μας φάει.
*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό SOUL