- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Δεδομένου ότι λογοτεχνικές συναθροίσεις δεν αποτελούν την πιο κοσμοβριθή δραστηριότητα σε αυτή τη χώρα, η πρόσφατη ελληνική τουρνέ του Χρήστου Τσιόλκα εξέπληξε. Δυόμισι ώρες κράτησε το κοινό του καθηλωμένο στον κήπο του ES στη Θεσσαλονίκη μιλώντας φιλότιμα, σπαστά ελληνικά με πρόδηλη αγωνία να εκφραστεί ο 48χρονος συγγραφέας, σε μια ξεχωριστή εκδήλωση την οποία παρουσίασε η A.V.
Αφορμή της περιοδείας του σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πάτρα, η κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Μπαρακούντα» (μτφ. Άννα Παπασταύρου, εκδ. Ωκεανίδα). Στο νέο αυτό βιβλίο, οι θεματικές της οικογένειας, της κοινωνικής τάξης και της σεξουαλικότητας, τις οποίες εξερεύνησε και στο περίφημο «Χαστούκι», επανέρχονται στο επίκεντρο της προβληματικής του μέσα από το πρόσωπο του Ντάνι Κέλι, ενός κολυμβητή με αξιώσεις πρωταθλητισμού τον οποίο παρακολουθούμε σε δύο παράλληλες χρονικές καμπές: στην εφηβική περίοδο της υπόσχεσης, και στην ενήλικη απόπειρα διαχείρισης της απόλυτης διάψευσης, όταν ο πρωταγωνιστής γίνεται «ένα χρέος που δεν μπορεί ποτέ να εξοφληθεί». Πώς κατόρθωσε ο Τσιόλκας να μετατρέψει έναν τέτοιο χαρακτήρα σε ουμανιστικό σύμβολο που μιλά στην ψυχή του κάθε αναγνώστη; Οι απαντήσεις ακολουθούν.
Πέρασαν 5 χρόνια από το «Χαστούκι», ένα βιβλίο το οποίο απέσπασε υποψηφιότητα για βραβείο Booker και έγινε τηλεοπτική σειρά. Πόσο άλλαξε η ζωή σας έκτοτε πώς διαλέξατε το επόμενο θέμα σας; Χάρη στο «Χαστούκι», απόκτησα για πρώτη φορά στη ζωή μου οικονομική ελευθερία. Ταυτόχρονα βρέθηκα αντιμέτωπος με τη φωνή της αμφιβολίας, εκείνη που υποσκάπτει την επιτυχία με ένα επίμονο: δεν είσαι αρκετά καλός. Υποχρεωτικά πέρασα από μια διαδικασία εσωτερικής περιδίνησης – ποιος είμαι, γιατί γράφω, πώς θα κατορθώσω να απευθυνθώ πλέον σε όλους αυτούς τους καινούργιους αναγνώστες με τον πιο γλαφυρό τρόπο, αλλά και με πίστη απέναντι στον εαυτό μου; Από την πρώτη στιγμή που πήρα την απόφαση να γίνω λογοτέχνης έγραφα για εμένα τον ίδιο. Και πήγα να το χάσω αυτό. Τότε άκουσα τη φωνή του Ντάνι, ενός δεκατετράχρονου παιδιού. Είχα θελήσει να είναι κολυμβητής, γιατί το ξέρω καλά το νερό. Έρχομαι από ένα κράτος που είναι ταυτόχρονα ήπειρος και νησί. Έχοντας θέσει επιπλέον πολλές φορές στον εαυτό μου το ερώτημα εάν είμαι Έλληνας ή Αυστραλός, καταλήγω στο ότι πατρίδα μου είναι το νερό.
Υποκινούμενος από το μότο «είμαι ο πιο δυνατός, ο πιο γρήγορος, ο καλύτερος», ο Ντάνι αποκόπτεται από το περιβάλλον του για να εισέλθει σε έναν κόσμο προνομίων ο οποίος θα του διαστρεβλώσει ανεπανόρθωτα τον ψυχισμό. Αναρωτιέμαι: είναι αναπόφευκτες τέτοιες μεταλλάξεις σε συνθήκες ακραίου ανταγωνισμού ή τις επιβάλλει ο ίδιος στον εαυτό του; Καθώς δεν είμαι ούτε πολιτικός ούτε οικονομολόγος, έχω την ελευθερία να πετάω πέτρες στο νερό, να θέτω ερωτήματα δίχως να υποδεικνύω τις λύσεις. Ο Ντάνι Κέλι ανταλλάσσει ένα σύμπαν οικείο με κάτι ολότελα ξένο. Κατόπιν όλα είναι αλλιώτικα. Η γλώσσα, το ύφος, το ήθος, η κουλτούρα. Και στο πάθημά του προσωποποιείται ο μύθος της ισότητας στην Αυστραλία – σε όλο το δυτικό κόσμο, αν θέλετε. Υπήρξαμε μια κοινωνία ευκαιριών που τα τελευταία 15 χρόνια μετατράπηκε σε μια βάναυση κοινωνία νικητών και χαμένων. Αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνει ο Ντάνι.
Όταν το μέλλον που ονειρεύτηκε για τον εαυτό του κομματιάζεται, ο Ντάνι αναπτύσσει μια ψυχοδομή όπου την οργή μπορεί να συναγωνιστεί μόνο η ντροπή. Και τότε ακριβώς το «Μπαρακούντα» παίρνει την πιο ενδιαφέρουσα τροπή του, καθώς ο χαρακτήρας παύει να αυτοπροσδιορίζεται από τον πρωταθλητισμό και μετατρέπεται σε σύμβολο της ανθρώπινης συνθήκης. Τι θέλατε να εκφράσετε τοποθετώντας τον σε μια τόσο ακραία κατάσταση; Και πάλι θα στρέψω το ερώτημα στον εαυτό μου. Αναρωτιόμουν ο ίδιος: τι πάει να πει επιτυχία; Τι σημαίνει να κερδίσεις και να χάσεις τα πάντα; Πώς διαχειρίζεται κανείς το χάσμα ανάμεσα στο θρίαμβο και την καταισχύνη; Το αίσθημα της ντροπής δεν μου είναι άλλωστε καθόλου ξένο, έχω κάνει μάχες μαζί της από μικρός λόγω της σεξουαλικότητάς μου. Ήθελα να εντρυφήσω σε αυτά τα θέματα, αλλά όχι με τρόπο αναφορικό και εσωστρεφή. Το κολύμπι ήταν το αφηγηματικό εύρημα, καθώς ο αθλητής έχει κάτι που δεν διαθέτω. Περνά τη γραμμή και ξέρει πως είναι πρώτος. Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί ποτέ να έχει αυτή την επίγνωση, όσους επαίνους και αν κερδίσει. Και αν αμφότεροι ζουν με τον καθημερινό φόβο του ότι μπορεί να τα χάσουν όλα σε μια στιγμή, μέσα από τον Ντάνι θέλησα να απευθυνθώ σε εμένα και στις ρομαντικές μου βλέψεις, σύμφωνα με τις οποίες το γράψιμο οφείλει να είναι πάνω από όλα. Δεν είναι όμως σημαντικότερο από το σύντροφό μου. Ούτε από τους φίλους και την οικογένειά μου.
Σημαντικότερο βοήθημα αναρρίχησης του Ντάνι στον κόσμο των ανθρώπων είναι το διάβασμα, ενώ ολόκληρο το βιβλίο σας λειτουργεί και σαν μια γενναιόδωρη φιλοφρόνηση προς τη μεγάλη κλασική λογοτεχνία, προς τον Σέξπιρ, τον Ντίκενς και τον Γκράχαμ Γκριν. Ζήσαμε για δυο-τρεις δεκαετίες στην Αυστραλία την επιβολή του μεταμοντερνισμού και του αυτοαναφορικού μυθιστορήματος. Δεν είμαι ενάντιος σε οποιοδήποτε λογοτεχνικό κίνημα, όταν ωστόσο αναλογίζομαι τη δική μου σχέση με το διάβασμα επιστρέφω πάντοτε σε αυτά τα έργα, στις «Μεγάλες Προσδοκίες» και στα βιβλία που έχουν να πουν κάτι για τον άνθρωπο. Όχι για τον Έλληνα ή τον Αυστραλό, τον γκέι ή τον στρέιτ, αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο.
Το τσαλάκωμα μετατρέπει τον Ντάνι σε αξιαγάπητο χαρακτήρα. Πρέπει να παραιτηθεί κανείς από τις απώτερες φιλοδοξίες του για να γίνει καλύτερος άνθρωπος; Η ταπεινοφροσύνη είναι σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας ενηλικίωσης για τον καθένα μας. Η εξιλέωση, η συγχώρεση, η πίστη, αυτά είναι τα θέματα που στέκουν στο επίκεντρο των βιβλίων μου. Προσωπικά δεν έχω πια πίστη, διατηρώ όμως το χριστιανικό ήθος. Κάποια στιγμή έπαψα να πιστεύω στον Θεό και έβαλα στη θέση του τον κομμουνισμό, όμως τη δεκαετία του ’90 ξεθώριασε και αυτός, μετατράπηκε σε μια νεκρή ρητορική. Στη θέση όλων αυτών επιδίωξα να καταδείξω τα κοινά που έχουμε όλοι οι άνθρωποι: τη συμπόνια, την αλληλοβοήθεια. Αυτό είναι συνοπτικά το «Μπαρακούντα»: μια ιστορία για το πώς μπορείς να γίνεις καλός άνθρωπος.
Φωτογραφία: Κώστας Αμοιρίδης