Πάσχα με τη Γωγώ Τσαμπά
«Ό,τι όμως κι αν γίνεται, και ξύλο να πέφτει, εγώ συνεχίζω να τραγουδάω»
Στα «Αστέρια» της Γλυφάδας, πριν μερικούς μήνες, κάθομαι σε ένα τραπεζάκι δίπλα στην τζαμαρία παρέα με το φίλο μου Νίκο Τερζή. Έχουμε κάνει πολλά σουξέ μαζί. Το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο», «Όταν το τηλέφωνο χτυπήσει», «Γυμνός μες στην Ελλάδα», όλο τον πρώτο δίσκο του Σάκη Ρουβά με το «Πάρ’ τα» και «1992, μαζί αυτό το χρόνο μαζί εμείς οι δυο». Έξω βρέχει. Έχουμε έρθει εδώ για να συναντήσουμε τη Γωγώ Τσαμπά, την τραγουδίστρια των δημοτικών τραγουδιών που έχει ξεχωρίσει τόσο για τη φωνή της όσο και για την παρουσία της. Ακίνητη, ανέκφραστη θα έλεγε κανείς, με το μπλουτζίν και σιδεράκια στα δόντια, τραγουδάει με ένα μοναδικό τρόπο που σου τραβάει αμέσως την προσοχή.
Πέρσι, τέτοια εποχή, τρώγοντας τα υπέροχα φαγητά της μαμάς Αθηνάς, εξηγώ στη φίλη μου Έλενα Τσαγκαράκη πως δεν έχω συνδεθεί με το διαδίκτυο, ούτε έχω λάπτοπ, ταμπλέτα, έξυπνο κινητό. Όλα αυτά είναι δημιουργήματα του διαβόλου, το γράφει και η Αποκάλυψη. Η Έλενα με κοιτάει παιχνιδιάρικα, «τότε δεν θα έχεις δει τη Γωγώ Τσαμπά» μου λέει και μου βάζει να δω τα «Καγγέλια». Έπαθα σοκ. Δεν ήταν μόνο η τσαμπουκαλίδικη ρωμαλέα φωνή της. Ο ήχος του κλαρίνου μού έφερε αναμνήσεις από πανηγύρια στο χωριό του παππού, από δημοτικά την ημέρα του Πάσχα, αρνιά να γυρίζουν στις σούβλες, εγώ ντυμένος τσολιάς, δημοτικά της εποχής της χούντας, καλοκαίρια στα νησιά, η «Ιτιά», η «Παπαλάμπραινα», η «Γερακίνα», τραγούδια με στίχους περίεργους, έρωτες ντροπαλούς, γεμάτα φιλοσοφική διάθεση. Μια νοσταλγία με πλημμύρισε και μαζί μια επιθυμία να κάνω τραγούδια για την αγνή ελληνική ύπαιθρο. Πήρα τηλέφωνο τον Νίκο Τερζή και συμφώνησε. Κλείσαμε ραντεβού με τη Γωγώ. Θα ερχόταν από τον Ορχομενό, το μέρος που γεννήθηκε. Όπου και να τραγουδάει, όσο κουρασμένη κι αν είναι, επιστρέφει κάθε πρωί στον Ορχομενό. Δεν μπορεί να κοιμηθεί σε άλλο κρεβάτι εκτός από το δικό της. Της είπαμε το μέρος και το δρόμο, τα έβαλε στο GPS και μας πήρε τηλέφωνο πως σε λίγο θα ερχόταν.
Φορούσε μια πράσινη αθλητική φόρμα και μετά τις συστάσεις ζήτησε συγγνώμη για την καθυστέρηση. «Καλά, δεν χάθηκε ο κόσμος». «Α! Όχι! Εμείς στον κάμπο, άμα κάπου φταίμε, ζητάμε συγγνώμη!» Κάθεται και ζητάει νερό εμφιαλωμένο. Έχει δύο κινητά και ένα τάμπλετ. «Αυτά είναι δημιουργήματα του σατανά, το γράφει και η Αποκάλυψη» της λέω. «Έχω το κομποσκοίνι μου εγώ, δεν παθαίνω τίποτα» απαντάει. Στην παρέα μας προστίθεται και ο Αργύρης Παπαργυρόπουλος, μορφή της νυχτερινής διασκέδασης και ιδιοκτήτης των «Αστεριών». Μας ανακοινώνει πως τα «Αστέρια» περνάνε σ’ άλλα χέρια, τα έχουν αγοράσει κάτι Ιταλοί, ρωτάει το σκοπό της συναντήσεως. «Ποιος θα κάνει τους στίχους;» «Εγώ» απαντάω. Με κοιτάζει από πάνω ως κάτω. «Από πού είσαι;» «Γεννήθηκα στην Πάτρα από πατέρα Πόντιο και από μάνα Ρουμελιώτισσα» «Α, μπα, δεν κάνεις για να γράψεις στίχους για δημοτικά!» λέει με σιγουριά. «Θα σου φέρω εγώ κάποιον που γράφει καταπληκτικά» λέει στον Τερζή. «Α, για φέρ’ τον!» απαντάει ο Τερζής για να με πειράξει. Έχω γίνει μπαρούτι αλλά δεν θέλω να εκτεθώ. Με πιάνουν νευρικά γέλια. Επεμβαίνει η Γωγώ, «όχι, είναι καλός στιχουργός, το έψαξα στο Google!»
Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Σιγά-σιγά, μέσα από τις πρόβες και τις ηχογραφήσεις, έμαθα την ιστορία της ζωής της: «Ο πατέρας μου ήταν τραγουδιστής και ψάλτης. Τον παρακολουθούσα από 12 χρονών να τραγουδάει σε γιορτές και πανηγύρια. Άφησα το σχολείο στη Β΄ Λυκείου όταν πέθανε ο πατέρας μου και άρχισα να τραγουδάω. Τα παντελόνια τα φορούσα από μικρή γιατί έπαιζα μπάσκετ και ποδόσφαιρο και μετά τα καθιέρωσα και πάνω στην πίστα. Πριν από εμένα οι τραγουδιστές του δημοτικού φορούσαν κοστούμι και οι τραγουδίστριες φουστάνια. Ήμουν η πρώτη που βγήκα με μπλουτζίν, την εθνική μας φορεσιά, όπως τη λέω εγώ. Όπως ήταν φυσικό αναστατώθηκε η μικρή κοινωνία του Ορχομενού. Έτσι, όταν πήγα μια Κυριακή να κοινωνήσω, ο παπάς αρνήθηκε αν δεν έβγαζα πρώτα τα παντελόνια. Πήγα στο δεσπότη και διαμαρτυρήθηκα και ο δεσπότης ανάγκασε τον παπά να με κοινωνήσει.
»Στην αρχή καθόμουν και παρακολουθούσα τους παλιούς τραγουδιστές πώς τραγουδάνε. Μετά άρχισα να τραγουδάω σε γιορτές και πανηγύρια. Ο τραγουδιστής των δημοτικών είναι ένας περιπλανώμενος που με το κινητό στο χέρι προσπαθεί να κλείσει εμφανίσεις σε χορούς συλλόγων, σε μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, ακόμα και σε γάμους και βαφτίσια. Τη μια μέρα βρίσκεται στα Γιάννενα και την άλλη στη Λάρισα. Έχει συμφωνήσει την αμοιβή που θα πάρει αυτός και η ορχήστρα. Παλιά υπήρχε και η “χαρτούρα”, τα λεφτά που κόλλαγαν στο μέτωπο του τραγουδιστή όσοι πελάτες ήθελαν “παραγγελιά”. Σήμερα η χαρτούρα είναι σπάνια. Παλιά στα πανηγύρια πήγαιναν μεγάλοι άνθρωποι, τώρα έχει περισσότερη νεολαία που βρίσκει στα δημοτικά μια εναλλακτική διασκέδαση.
»Βγαίνω να τραγουδήσω γύρω στις δέκα. Εάν ο προηγούμενος τραγουδιστής έχει ανεβάσει το κοινό συνεχίζω να τους κρατάω το ενδιαφέρον. Αν το κοινό είναι πεσμένο αρχινάω τα τσάμικα, τα “καμπίσια” που λέμε εμείς, για να σηκωθούν να χορέψουν. Μου λένε πως είμαι σοβαρή όταν τραγουδάω, αλλά στην πραγματικότητα είμαι συγκεντρωμένη στο τραγούδι. Επίσης δεν θέλω να δίνω δικαιώματα. Δεν μου αρέσουν οι τσαχπινιές και τα κουνήματα. Στα πανηγύρια συμβαίνουν πολλά: παλιές έχθρες, έρωτες, παραξηγήσεις, καβγάδες. Ό,τι όμως κι αν γίνεται, και ξύλο να πέφτει, εγώ συνεχίζω να τραγουδάω. Είναι αυτό που λέω “ξύλο μετά μουσικής”! Αν σταματήσεις να τραγουδάς, το έχεις χάσει το παιχνίδι. Μου έχουν κλείσει τον ήχο, μου έχουν πάρει το μικρόφωνο, η κονσόλα έχει χαλάσει, εγώ, εκεί, τραγουδάω. Και σιγά-σιγά τους φέρνω με το μέρος μου.
»Μου έχει τύχει να είμαι συνέχεια στην πίστα για 6 ώρες! Δεν τρώω τίποτα πριν βγω και σε όλη τη διάρκεια πίνω μόνο νερό. Δεν κάθομαι ποτέ σε καρέκλα, είμαι συνέχεια όρθια, στο κέντρο, κοντά στο κλαρίνο. Όταν αρχίσουν να χορεύουν κάνω πιο πίσω για να μη με πατήσουν!»
Σαν νεράκι βγήκαν τα τραγούδια. Ο Τερζής ήταν στα κέφια του και εγώ άφησα τους στίχους για κλειστά δωμάτια και μικρά ανήλιαγα στενά και άρχισα να γράφω για κάμπους και βουνά, για έρωτες και λουλούδια. Πέρασα τρεις ιώσεις ανάμεσα σε τσάμικα και καλαματιανά, με το CD player τσίτα, με 40 πυρετό, να χορεύω και να λέω «Όπα! Γεια σου Ελλάδα!» και να γράφω στίχους για τσολιάδες και ήρωες του ’21. Το 1994 με τη Ρίτα Σακελλαρίου και το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» καθιερώσαμε το λαϊκό-χορευτικό και τώρα, το 2014, με το «Χορέψτε!», που είναι ο τίτλος του δίσκου, πιστεύω ότι θα καθιερώσουμε το δημοτικό-χορευτικό. Η Γωγώ τραγούδησε με το γνωστό ύφος της, αυτό το αποστασιοποιημένο στιλ, σα να μην τραγουδάει η ίδια αλλά κάποια άλλη φωνή από μέσα της. Δεν ήταν εύκολη στις επιλογές της. Είπε αρκετές φορές «δεν το λέω», αλλά ήταν συνεργάσιμη και καταλάβαινε γρήγορα. Γράψαμε και ένα τραγούδι με τίτλο «Με ξεγελάσαν τα βουνά», να το πει ντουέτο με τη Φιλιώ Πυργάκη, αλλά τελικά το είπε μόνη της. Ήταν η μόνη στιγμή που την είδα να βουρκώνει.
«Ο αγώνας μου είναι να μπει το δημοτικό τραγούδι σε όλα τα ελληνικά σπίτια. Γιατί το δημοτικό είναι κάργα Ελλάδα, είναι θρησκεία και ελευθερία. Έτσι το βλέπω εγώ. Δεν μπορεί όλη η Ευρώπη να ακούει κλαρίνο και στην Ελλάδα να το σνομπάρουμε».
«Πιστεύεις ότι η Ελλάδα θα τα καταφέρει;» τη ρωτάω. «Εδώ τα κατάφερε σε χειρότερες καταστάσεις, δεν θα τα καταφέρει τώρα; Θέλει όμως υπομονή για να φας γλυκό ψωμί, που λέμε και εμείς στον κάμπο».
Σάββατο του Λαζάρου τελείωσε ο δίσκος. Ήρθε από τον Ορχομενό και μας έφερε πεσκέσι παϊδάκια από προβατίνα. Ένιωθα μια θλίψη, σαν επιλόχειο μελαγχολία. Στην εποχή μας η χαρά ενός τραγουδιού κρατάει όσο αυτό δημιουργείται. Όταν γίνει, μπαίνει στο διαδίκτυο, που είναι δημιούργημα του σατανά, το γράφει και η Αποκάλυψη, κι από εκεί και πέρα είναι στη διάθεση του «χρήστη» να το παίρνει, να φτιάχνεται τσαμπέ. Τι να πεις όμως; Το τσάμπα και το Τσαμπά είναι θέμα τονισμού. Πάλι καλά που ο συγκεκριμένος δίσκος θα μπει στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» τη Μεγάλη Παρασκευή. Όσοι πιστοί προσέλθετε!
Κυριακή των Βαΐων κάθομαι και χαζεύω στον ΑΝΤ1 το «Your face sounds familiar». Βγαίνει ο Κώστας Δόξας και κάνει τη Γωγώ. Τόσο αστεία που κυλιέμαι στο πάτωμα από τα γέλια, εγώ που την έχω γνωρίσει και ξέρω ότι δεν έχει καμία σχέση με την επιτυχημένη καρικατούρα που παρουσίασε ο Κώστας. Είμαι σίγουρος ότι θα το είδε και θα στενοχωρήθηκε. Θέλω λοιπόν μέσα από αυτή τη σελίδα να της απευθύνω το εξής μήνυμα:
«Κορίτσι απ’ τον Ορχομενό / με το μπλουτζίν σου το στενό / άσε τα τηλεοπτικά / τραγούδα μας δημοτικά / και το κλαρίνο βοηθός / μέχρι ν’ αναστηθεί ο Χριστός!»