Αν υπάρχει ένας ηθοποιός που να έχει σημαδέψει το νέο ελληνικό σινεμά δεν είναι άλλος από τον Βαγγέλη Μουρίκη. Στο «Μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη δίνει ίσως την καλύτερη ερμηνεία του, σε μια καριέρα εξαιρετικών ερμηνειών. Και στην περίπτωσή του, αυτό λέει πολλά.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης παίζει μόνο στο σινεμά. Μοιάζει να μην τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο, και για τους θεατές και τους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου αυτή του η επιλογή δεν μπορεί παρά να καταμετρηθεί ως μια σπουδαία τύχη. Σπούδασε και ξεκίνησε να δουλεύει ως ηθοποιός στην Αυστραλία, όμως από τις αρχές του ’90 βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του ελληνικού σινεμά. Όπου και παραμένει μέχρι σήμερα. Ο ίδιος το βλέπει σαν κάτι παραπάνω από μια απλή δουλειά. Είναι ο δικός του τρόπος να ζει, ο τρόπος του να λέει την αλήθεια της δουλειάς του: «Το σινεμά είναι η κάμερα και στην κάμερα δεν μπορείς να κρυφτείς. Μπορεί να κατορθώνεις να λες ψέματα ακόμη και μπροστά σε 70 άτομα, αλλά η κάμερα δεν το σηκώνει. Θα σου πει “μάγκα, λες ψέματα, ξέχασέ το”».
Από σήμερα, ο Βαγγέλης Μουρίκης λέει τη δική του αλήθεια για μια ακόμη φορά στην οθόνη μέσα από το «Μικρό ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη. Εκεί είναι ο Στράτος, ένας πληρωμένος δολοφόνος, στην ουσία ένας άνθρωπος που προσπαθεί «να επιστρέψει μια χάρη σε κάποιον που του τη χρωστά. Κάτι πολύ συγκινητικό και ανθρώπινο, και για τη σημερινή κατάσταση σχεδόν ουτοπικό». Στην προσπάθειά του να κάνει ακριβώς αυτό θα βρεθεί αντιμέτωπος με έναν κόσμο που προσπαθούσε να κρατήσει έξω από το προσωπικό του, ερμητικά περίκλειστο σύμπαν και θα αναγκαστεί να πράξει με τρόπους που θα εκπλήξουν και τον ίδιο. Το φιλμ του Οικονομίδη έχει την πλοκή μιας γκανγκστερικής περιπέτειας και την υπαρξιακή οσμή ενός φιλμ που βουτά βαθιά σε σκοτεινά νερά. Κι έχει σαν οδηγό μας τον Βαγγέλη Μουρίκη, που δίνει στον Στράτο μια αλήθεια που δεν μπορείς να αγνοήσεις και τη δύναμη στην ταινία να χτυπά σαν γροθιά. Ή, ακόμη καλύτερα, σαν σφαίρα.
Μιλώντας με τον Γιάννη Οικονομίδη πριν λίγες μέρες μού έλεγε πως ένιωθε ότι σου χρώσταγε μια «δική σου» ταινία. Και πως από κάπου γεννήθηκε το «Μικρό ψάρι». Τι είναι αυτό που σας έχει φέρει τόσο κοντά; Μεγάλη κουβέντα. Είναι φοβερά συγκινητικό αλλά δεν με εκπλήσσει, γιατί ξέρω το χαρακτήρα του Οικονομίδη. Αυτό που μας ενώνει είναι το σινεμά. Ο κινηματογραφικός κόσμος του συνάντησε το δικό μου, την αντίληψη που έχουμε και οι δύο για το σινεμά. Κι αυτό βεβαίως πάει κι αλλού, σε πράγματα που μπορεί να μην αφορούν τον κινηματογράφο, τέμνονται και οι κόσμοι μας σε σημεία ακόμη κι αν ερχόμαστε από αλλού. Το κοινό μας σημείο είναι οι κινηματογραφικοί μας κόσμοι. Αυτός σαν σκηνοθέτης-σεναριογράφος κι εγώ σαν ηθοποιός αναζητούσαμε πάντα ήρωες που να είναι οχήματα μεταφοράς συναισθημάτων που με κάποιο τρόπο έμοιαζαν κοινά και στους δυο μας. Κάπως έτσι συναντηθήκαμε.
Και κάπως έτσι προέκυψε και ο Στράτος, ο ήρωας στο «Μικρό ψάρι»; Ο Στράτος προέκυψε από μια διαδρομή ενός άλλου ήρωα που απασχολούσε το κεφάλι του Γιάννη, που ήταν παρόμοιος με αυτόν. Είχε γραφτεί μια πρώτη προσέγγιση, ένα πρώτο σενάριο, και στη συνέχεια αυτή η προσέγγιση μεταβλήθηκε, δημιουργήθηκαν νέα ερωτήματα που βρίσκονταν συνεχώς σε εξέλιξη και ροή κι από εκεί, από αυτή την αναζήτηση, γεννήθηκε ο Στράτος. Είναι ένας ήρωας τον οποίο θεωρώ πολύ ιδιαίτερο, όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, αλλά σε ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα. Για μένα είναι ένας καινούργιος ήρωας που έρχεται από κάπου φορτωμένος με πράγματα που μπορεί να μοιάζουν γνώριμα, μα που τα παρουσιάζει με εντελώς διαφορετικό τρόπο.
Αναμφίβολα μοιάζει ένας ήρωας καίριος, επίκαιρος… Ακριβώς, οι αναζητήσεις στο από κάτω μέρος του, η προσωπική του πορεία, τα στηρίγματα αυτής της πορείας έχουν να κάνουν με μια πραγματικότητα που είναι εν εξελίξει. Δεν απαντά σε προσωπικά, υπαρξιακά, ψυχολογικά ερωτήματα, αλλά σε πρακτικά προβλήματα, είναι ένας πρακτικός άνθρωπος, είναι άνθρωπος της πράξης. Από μια πράξη ξεκίνησε να δημιουργεί αυτή την ταυτότητα την οποία έχει, όχι «είσαι αυτός, λέγεσαι έτσι, κάνεις αυτό κι έτσι πας παρακάτω». Ο ίδιος δημιουργεί μια ταυτότητα που χωρίς να την έχει στο κεφάλι του συνειδητοποιημένη, την πλάθει μέσα από τις πράξεις του. Κι αυτό το βρίσκω πολύ ωραίο ζητούμενο για το σήμερα: οι πράξεις μας να δείχνουν ποιοι είμαστε. Γιατί σήμερα κρυβόμαστε πίσω από τίτλους και ιδιότητες και οι πράξεις λένε άλλα πράγματα. Ο Στράτος είναι οι πράξεις του.
Πράξεις που όμως για κάποιους μπορεί να είναι ηθικά προβληματικές. Ο Στράτος έχει μια ιδιομορφία. Τη στιγμή που αποκαλύπτεται στους άλλους, αποκαλύπτεται και στον εαυτό του. Δεν ξέρει τίποτα παραπάνω για τον εαυτό του, απ’ ό,τι ξέρουν οι θεατές. Είναι ένας άνθρωπος που έχει αρνηθεί τις κρίσεις και γι’ αυτό δεν κρίνει. Κάνει τη δουλειά του. Όταν έρθει όμως η στιγμή να το κάνει ξέρουμε ότι έχει όλα τα εφόδια της σωστής κρίσης, του δίκαιου ζυγιάσματος για να κάνει το βήμα που πάει παρακάτω. Και γι’ αυτό τον εμπιστευόμαστε, γιατί ξέρουμε ότι εκτελεί απλά μια αποστολή, δεν έχει πάρει μέρος στην κρίση αυτής της αποστολής. Κάπως έτσι τον αντιμετώπισα κι εγώ, κάπως έτσι αντιμετωπίζω όλους τους χαρακτήρες που υποδύομαι. Δεν κρίνω κανέναν. Αν υπάρχει κάτι μέσα σε έναν ήρωα που κάτι μου κάνει, που νιώθω ότι αξίζει να μπερδευτείς μαζί του, προχωράω. Δεν μου αρέσει να τους ψυχαναλύω ή να τους κοιτάζω απέξω. Δεν θέλω να είμαι ούτε αφεντικό τους, ούτε δούλος τους. Έχει σημασία να είσαι αυτός που παίζεις. Δεν μ’ ενδιαφέρει να ζυγίζω τις πράξεις τους.
Πώς χτίζεις έναν τόσο αμφίσημο χαρακτήρα; Είχαμε κάνει πολλές πρόβες, αλλά αυτό που προσπαθούσαμε ήταν να προσεγγίσουμε έναν κόσμο κι όχι έναν ήρωα, αυτός ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με ένα σωρό ανθρώπους σε διαφορετικά πόστα κι αυτό που ήθελα να μάθω ήταν αρχικά σε τι νερά κολυμπάει. Και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να δούμε πώς αυτός ο ήρωας μπορούσε στην ουσία να γίνει καθρέφτης αυτών των πραγμάτων και πώς μπορεί να παίρνει αυτή την ιστορία και με κάποιο τρόπο να την πηγαίνει πιο κάτω. Μιλούσαμε με τον Γιάννη για όλους τους ρόλους στο φιλμ και με αυτό τον τρόπο αφήναμε χαραμάδες για να περνάει ο Στράτος. Φτιάχναμε τον κόσμο των άλλων ηρώων και στις λεπτές γραμμές των ανοιγμάτων, πέρναγε αυτός. Ήταν κάτι που με τρέλαινε. Κάθε πρωί που πήγαινα στις πρόβες δεν ήξερα ποια έκπληξη με περίμενε. Πάντα έψαχνα τις τρύπες στους χαρακτήρες των άλλων για να περάσω το δικό μου ήρωα. Ήταν σαν ο Στράτος να έψαχνε συνέχεια τη μόνιμη απόδραση. Και δεν ήταν λίγο κάτι τέτοιο για ένα χαρακτήρα που από τα δεκαοχτώ του ήταν στη φυλακή.
Και πώς αφήνεις ένα χαρακτήρα σαν τον Στράτο πίσω; Δύσκολα. Περιττό να σου πω ότι τελειώσαμε τα γυρίσματα τον Απρίλιο του ’13 και ήταν σαν να μην είχα ακούσει το cut τον Νοέμβρη ή και τον Δεκέμβρη.
Είσαι από τους ηθοποιούς που επιμένουν να κάνουν μόνο σινεμά. Η μεγάλη οθόνη είναι το κόλλημά μου. Είναι άλλος κόσμος. Πετάγεται το φως από μια τρύπα και σου φτιάχνει έναν κόσμο που κανονικά δεν θα έπρεπε να είχες γνωρίσει ποτέ. Κι εκεί είναι η έκπληξη, κάτι άλλο από αυτό που συναντάς στη ζωή. Μια ολοκληρωμένη ιστορία που, αν είναι και πετυχημένη η ταινία, σε ρουφάει. Και γι’ αυτό είμαι και θεατής. 3-4 φορές την εβδομάδα, θα με βρεις στην αίθουσα. Ακόμη κι αν δεν μου αρέσει η ταινία, θα με αφήσει να οδηγηθώ στις δικές μου σκέψεις η φαντασία του άλλου ανθρώπου, οι εικόνες, τα όσα θέλει να πει. Και μπορώ να το πω με βεβαιότητα, ο κόσμος που δεν πάει σινεμά χάνει.
Πώς ξεκίνησε αυτό το κόλλημα με το σινεμά; Πέρα από τα παιδικά κολλήματα όλων μας –με ήξεραν όλοι στους κινηματογράφους της γειτονιάς μου–, η πρώτη μου ταινία ήταν στην Αυστραλία, τη δεκαετία του ’80 που σπούδαζα σε δραματική σχολή. Ήταν μια μεγάλη παραγωγή, αλλά παρότι μου έφερε μια αναγνωρισιμότητα, ατζέντηδες και θα μπορούσε να μου ανοίξει δρόμους στη «βιομηχανία», προτίμησα να ασχοληθώ με άλλα, έκανα πολλά αβάν γκαρντ πράγματα, φιλμ με εικαστικούς, με πειραματικούς κινηματογραφιστές, πράγματα τα οποία σε βοηθούν να ανακαλύψεις τις δικές σου πλευρές, το τι είδους σινεμά σου αρέσει, τι θέλεις να κάνεις, αλλά δεν σε βοηθούν να χτίσεις μια καριέρα.
Προφανώς δεν σε ενδιέφερε να μείνεις και να δουλέψεις εκεί. Ως ένα σημείο ο κινηματογράφος έχει να κάνει με τη γλώσσα και η γλώσσα σου είναι η γλώσσα που μιλάς, η μητρική σου. Και μια κουβέντα να πεις, ένα «ναι», έχει μεγάλη σημασία να βγαίνει από κάπου, είναι ένα κύτταρο που σε έχει ορίσει με κάποιον τρόπο. Σε μια ξένη γλώσσα μπορείς να συνεννοείσαι, με τη δική σου επικοινωνείς. Άλλο πράγμα είναι να πεις «yes» κι άλλο να πεις «ναι». Αναρωτιόμουν τι από τα δύο τελικά με ενδιέφερε. Μπορεί τότε ούτε καν συνειδητά, αλλά «σωματικά», μέσα στο στομάχι μου, αλλά κάπως έτσι γύρισα στην Ελλάδα.
Και υποθέτω δεν το έχεις μετανιώσει. Δεν ξέρω αν είχε να κάνει με την τύχη ή με τις επιλογές, αλλά από την αρχή δούλεψα τις περισσότερες φορές με ανθρώπους που καταλαβαινόμαστε. Ο τρόπος με τον οποίο οι περισσότεροι δουλεύουμε εδώ δεν είναι ο τυπικός ενός ηθοποιού που λέει τα λόγια του και μετά φεύγει. Άνθρωποι σαν τον Νίκο Γραμματικό ή τον Γιάννη Οικονομίδη με τους οποίους έχω κάνει από τέσσερις ταινίες δεν σε βλέπουν απλά σαν ηθοποιό. Στις ταινίες τους είσαι συν-δημιουργός, κάνεις μαζί τους ό,τι κάνεις. Κι όχι μόνο εσύ, αλλά όλο το συνεργείο. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος μαζί σου στο ίδιο ταξίδι.
Νιώθεις δικαιωμένος από το ταξίδι στο ελληνικό σινεμά μέχρι τώρα; Από τις αρχές του ’90 που έμπαινα εδώ στα πράγματα, πίστευα απόλυτα ότι κάτι θα γίνει. Έβλεπα ότι υπάρχει ένα δυναμικό που θα πάει τα πράγματα μπροστά και να λοιπόν που δεν έχω πέσει έξω. Πιστεύω στη δύναμη των ανθρώπων, στη θέληση, πιστεύω ότι έχουμε τη δύναμη να κάνουμε πράγματα κι όχι μόνο στο σινεμά. Και νομίζω ότι ήρθε επιτέλους η ώρα της έκφρασης. Κι ο Στράτος στο «Μικρό ψάρι» κάνει ακριβώς αυτό. Εκφράζει κάτι που ήταν για καιρό καπακωμένο. Ήρθε η ώρα να το κάνουμε όλοι. Η ώρα της έκφρασης όχι με τον τρόπο της μαγκιάς ή των εγώ, αλλά με την έννοια της επικοινωνίας, να πάμε παρακάτω.
Φωτό: Χρήστος Χουλιάρας