- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
«Παίζαμε σε μια ατέλειωτη σειρά από ξεφτιλισμένα μαγαζιά, σε ζόρικες νέγρικες αίθουσες χορού στον Νότο, όπου το ουίσκυ από καλαμπόκι το φέρνανε κρυφά απέναντι από τις σιδηροδρομικές γραμμές, οπότε, μπαμ, ξαφνικά σταμάταγε αυτό το μαγγανοπήγαδο και μας αγκαζάρανε σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο λευκών. Δεν είχαμε τις σωστές φορεσιές, τα σωστά ρούχα ή μηχανήματα –οι μάγκες στην ορχήστρα δεν είχανε καν τα πνευστά που έπρεπε και που χρειάζονταν–, ήμασταν όλοι ξεχαρβαλωμένοι, έχοντας διανύσει χιλιάδες μίλια άυπνοι, χωρίς πρόβες και χωρίς προετοιμασία, παρ’ όλα αυτά απαιτούσαν από μας να σκίσουμε».
Μοναξιά, εγκατάλειψη, δύσκολα παιδικά χρόνια, όλα διαγράφονται στο θλιμμένο της πρόσωπό καθώς τραγουδάει – και στις δικές της παύσεις, όταν μεσολαβούν τα σόλο των δεξιοτεχνών μουσικών της τζαζ που τη συνοδεύουν. Το βλέμμα της σαν να κοιτάει και να μη βλέπει, βαθύ και σκοτεινό, σαν να χάνεται, σαν να βυθίζεται σε έναν άλλο κόσμο, είναι άραγε από τη ζάλη της μέθης; Κατεβάζει τα βλέφαρα, γέρνει το κεφάλι, μισανοίγει το στόμα, σκάει πού και πού ένα μισό χαμόγελο, αυτό είναι όλο... κι όμως, έχει αυτό τον τρόπο να σε μαγνητίζει.
Πώς να τη σκεφτεί κανείς; Σαν γνήσιο παιδί του περιθωρίου που βρήκε συντροφιά στα ναρκωτικά, που στο αλκοόλ και τη βραχνή φωνή δοκίμασε να σβήσει τα πάθη μιας ζωής χαμένης; Ή σαν μία από τις μεγαλύτερες φωνές του 20ού αιώνα, μια τραγουδίστρια-θρύλο, τη μεγάλη κυρία που τραγούδησε τα μπλουζ πλάι στα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής; «Μερικές φορές είναι χειρότερο να κερδίζεις μια μάχη παρά να τη χάνεις» είχε πει… ίσως γιατί, παρά τα όσα πέτυχε, παρέμενε πάντα μια μαύρη σε μια κοινωνία λευκών, αταίριαστη στα φλας της δημοσιότητας, ευάλωτη στον έρωτα και στη γλυκιά ζάλη των ουσιών. Ίσως γιατί δεν κατάφερε να χαρεί τη δόξα της, ούτε να γευτεί τη ματαιοδοξία που κάθε ντίβα δικαιούται. Κι αν καθιέρωσε την παρουσία της στη σκηνή με γαρδένιες στολισμένες στα λαμπερά, μαύρα της μαλλιά και με φωνή που σε έκανε να ανατριχιάζεις, για αυτήν, τη μεγάλη Lady Day, το κόστος της επιτυχίας υπήρξε δυσβάσταχτο. Το σίγουρο είναι πως η μουσική την άγγιξε όσο τίποτα, από την αρχή ακόμα, όταν ως παιδί έκανε τα θελήματα στο μπουρδέλο της γειτονιάς, ανακαλύπτοντάς την, μέχρι το τέλος. «Μερικές φορές μ’ έκανε να νιώθω τέτοια θλίψη που έριχνα ένα κλάμα άλλο πράγμα. Κι άλλες φορές ο ίδιος ο παναθεματισμένος ο δίσκος [σ.σ. Μπέσι Σμιθ και Λούις Άρμστρονγκ, από τους αγαπημένους της] μ’ έκανε τόσο ευτυχισμένη που ξεχνούσα πόσο χρήμα, που είχα βγάλει με ιδρώτα, μου στοίχιζε η μουσική βραδιά στο σαλόνι».
Πέθανε το 1959, ζώντας μια ζωή στα άδυτα του ανδροκρατούμενου και αναδυόμενου κόσμου της τζαζ, μαθαίνοντας να μετράει υπομονετικά τα σημάδια της ζωής της, μιας ζωής σκληρής. Σίγουρα χωρίς αυτή δεν θα τραγουδούσε με τον ίδιο τρόπο, με εκείνο τον αξεπέραστο μελαγχολικό συρτό ήχο που κάνει τις λέξεις να ηχούν λίγο παρά πάνω, προσδίδοντάς τους ένα ειδικό βάρος, σαν να τις εννοεί κάθε μία ξεχωριστά. Όπως βεβαιώνει, άλλωστε, κι η ίδια… «Μου έχουν πει πως κανείς δεν λέει τη λέξη “πείνα” σε τραγούδι, όπως εγώ, ούτε τη λέξη “αγάπη”. Ίσως να ’ναι που θυμάμαι τι σημαίνουν τούτες οι λέξεις»...
* Τα αποσπάσματα είναι από την αυτοβιογραφία της «Η κυρία τραγουδάει τα μπλουζ», εκδ. Άγρα