Ταξίδι... με τον Γιάννη Ξανθούλη
«Βάζω πράγματα που δεν τόλμησα να κάνω, αλλά τα παρατηρούσα με μια αρρωστημένη έλξη»
Το κείμενο που θα διαβάσετε δεν είναι ακριβώς συνέντευξη. Θυμίζει περισσότερο ταξίδι, με οδηγό το συγγραφέα, από την Αθήνα στο Τριφύλλι της Λάρισας (το χωριό του ήρωα στο τελευταίο του βιβλίο «Ο γιος του δασκάλου») μέσω Κουάλα Λουμπούρ.
Πριν μπούμε... στο αυτοκίνητο η σύζυγός του μου έδωσε για το δρόμο κουραμπιέ και μελομακάρανο. «Μας αρέσουν, γι’ αυτό τα φτιάχνουμε όλο το χρόνο» λέει. «Αν θέλεις έχουμε και κόκκινα αυγά» παρεμβαίνει ο συγγραφέας και πίνει μια γουλιά τσάι, ρίχνοντας μια φαρμακερή ματιά στο μαγνητοφωνάκι. «Τι το θες αυτό; Εδώ ήρθες για να περάσουμε καλά κι όχι για να με κατασκοπεύσεις». Ακριβώς εκείνη τη στιγμή έπρεπε να το καταλάβω πως για την πορεία της διαδρομής δεν θα είχα κανένα λόγο, αλλά προσπάθησα να κάνω το καθήκον μου.
«Ωραίο το βιβλίο σας, οι σκηνές όμως του ήρωα στη Γαλλία μού φάνηκαν λίγο εκτός κλίματος» τον τσιγκλάω. «Γνωρίζω πολλούς που σπούδαζαν στη Γαλλία Ιστορία της Τέχνης, Κοινωνιολογία και κάτι άλλα πιο ασαφή πράγματα ή στην Ιταλία Αρχιτεκτονική – ήταν πολύ στη μόδα τότε. Μετά γνώριζαν κάτι άλλα πρόσωπα, καθόλα συμπαθέστατα και ερωτικά ύποπτα, και αποκόμιζαν εμπειρίες. Όλοι αυτοί κατόπιν έγιναν ΚΚΕ εσωτερικού και μετά πέρασαν σε άλλα... Έτσι τον έστειλα στη Γαλλία – πιστεύω πως ταίριαζε στο πνεύμα του αντιήρωα.
Γι’ αυτό διάλεξα και για το εξώφυλλο του βιβλίου μια φωτογραφία του ηθοποιού Χορστ Μπούχολτς – άλλη εμμονή μου αυτή. Πέθανε ο καημένος και, ξέρεις, είχε την ίδια ηλικία με τον Μάτεσι, αλλά εκεί τελειώνουν οι ομοιότητες. Τι φοβερός ήταν ο Μάτεσις! Γελούσα πολύ μαζί του. Ήταν τόσο έξυπνος. Θυμάμαι, τότε που δουλεύαμε για τον Μαρίνο έγραφε εξαιρετικά νούμερα, αλλά ταυτόχρονα μας έπρηζε με τον Φόκνερ. O Φόκνερ και ο Φόκνερ. Από αυτόν είχε επηρεαστεί και έγραψε το θεατρικό “Προς Ελευσίνα”. Το είχα διαβάσει και θυμάμαι που του είπα “Σαν γιαπωνέζικο τσαγερό είναι”. Τόσο ελλειπτικό. “Μπαίνει η γειτόνισσα κρατώντας ένα κάνιστρο με λεμόνια. Ποιος κλαίει εδώ μέσα;” Το χειρότερό μου. “Δεν πιστεύω πως το έχεις γράψει εσύ αυτό” του έλεγα και με αγριοκοίταζε. Ήξερε όμως πως δεν το έκανα από χαιρεκακία, είχα εκδηλώσει ήδη το θαυμασμό μου για τα άλλα που είχε γράψει. Μου είχε δώσει να διαβάσω ένα ανέκδοτο θεατρικό του με τίτλο “Τραβεστί” και πρωταγωνίστρια την Τριανταφυλλίτσα Ιβάνοβνα. Απίστευτα αστείο!
Ο Μπούχολτς, λοιπόν, μου άρεσε πολύ σαν φάτσα, ήταν πολύ ιδιαίτερη. Αν και συνηθισμένη, είχε κάτι. Μοιάζει και πολύ με τον εκδότη της Διόπτρα, ίσως γι’ αυτό έβγαλα και το βιβλίο μου εκεί. Γι’ αυτό, λοιπόν, η Γαλλία. Και, ξέρεις, γνωρίζω πολλούς που έχουν μια σύζυγο Φλοράνς κάπου παρατημένη στο Μπορντό. Έτσι κι ο ήρωας είχε μια Φρανσουάζ φίλη, αλλά και όλες τις υπόλοιπες Φρανσουάζ τις έλεγε γιατί δεν θυμόταν το όνομά τους. Φρανσουάζ Ι, Φρανσουάζ ΙΙ. Σαν την Αμαλία Μεγαπάνου-Καραμανλή που αναφέρεται ως X-husband και XX- husband. Μάλλον, είμαι πολύ μικροαστός και δεν μπορώ να τα καταλάβω όλα αυτά ή μπορεί τελικά να τους θαυμάζω και ο θαυμασμός να λειτούργησε αναδρομικά. Άσε δε όλοι αυτοί που έχουν ένα γιο στην Ελβετία, στη Φινλανδία... ο Παπανδρέου στη Σουηδία. Τι άχαρη αυτή η κόρη! Θα μου πεις, η νόμιμη κόρη είναι χαριτωμένη; Φυσικά και όχι. Και τι επώνυμο... Νίμπλουμ! Έχω ένα φίλο που συνέχεια λέει: “Να είναι καλά αυτή η Νίμπλουμ να φάει αυτής της παλιογυναίκας, της Μαργαρίτας, τη σύνταξη” και πεθαίνουμε στα γέλια».
Δεν είναι μόνο ότι οδηγεί μέσα από παρακαμπτήριους δρόμους, αλλά παριστάνει και κάθε πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Όλα αυτά με μια σκανδαλιάρικη αθωότητα και ύφος ιδανικό για να διδαχτεί σε σχολή ζεν. «Στο σπίτι μας», θα μου εξηγήσει βλέποντας την έκπληξή μου καθώς πετάγεται από το ένα θέμα στο άλλο, «με τη μαμά μου μιλούσαμε πάντα με δευτερεύουσες προτάσεις. Αλλά μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μια χαρά». «Και ο πατέρας σας;» «Δεν μιλούσε καθόλου. Βουβαινόταν, αλλά μάλλον από μέσα του μας γαμοσταύριζε. Όταν πέθανε η μητέρα μου ανέπτυξε μια απίστευτη φλυαρία. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα έζησε μαζί μας. Πέθανε στα 97 του, φάτσα στην Ακρόπολη».
«Η ιστορία του αυτόχειρα στο βιβλίο σας είναι αληθινή;» «Ναι, και με είχε σοκάρει πάρα πολύ. Συνέβη στο τάγμα 646 του Έβρου, όπου ήμουν τηλεφωνητής. Με έστειλαν ως επικίνδυνο κομουνιστή γιατί δούλευα στο συγκρότημα (σ.σ. Λαμπράκη) – εκεί ξεκίνησα το ’69 να γράφω. Όμως παράλληλα με ενέπνευσε και το βιβλίο “Η δεύτερη νιότη της Τζιν Μπρόντι”, που έγινε θεατρικό με την Ρεντγκρέιβ και ταινία με τη Μάγκι Σμιθ. Η ηρωίδα ήταν μια δασκάλα με φασίζουσα νοοτροπία. Λάτρευε τον Φράνκο και τον Μουσολίνι. Στο τέλος οι μαθήτριές της την προδίδουν με το χειρότερο και τον καλύτερο τρόπο. Αυτή τη σχέση δασκάλου με μια κάστα μαθητών ήθελα να περιγράψω. Την παρατηρούσα να αναπτύσσεται πολύ στην επαρχία. Με απωθούσε, αλλά και τη ζήλευα».
«Έχω την εντύπωση πως σε όλη σας τη ζωή αυτά τα δύο συναισθήματα σάς καθοδηγούσαν». «Κυρίως η απώθηση. Τα βιβλία μου πάντα ξεκινούν από αυτή. Βάζω πράγματα που δεν τόλμησα να κάνω, τα απέφευγα, αλλά τα παρατηρούσα με μια αρρωστημένη έλξη. Λίγο η ζωή που δεν έζησα, αλλά με μια εγκληματική προσέγγιση». «Και γιατί ως τόπο καταγωγής του ήρωα βάλατε το Τριφύλλι;» «Έμαθα να οδηγώ πριν από λίγα χρόνια, σε μεγάλη ηλικία δηλαδή, και τρελαίνομαι να παίρνω το αυτοκίνητο και να διασχίζω την Ελλάδα. Έτσι γνώρισα και τη Θεσσαλία. Έχω απίστευτες εμπειρίες από εκεί. Για παράδειγμα, από τα Φάρσαλα. Τι πόλη κι αυτή. Ξέρεις πως δεν έχουν ξενοδοχείο; Είχα πάει να παρουσιάσω ένα βιβλίο μου και με έβαλαν να κοιμηθώ σε ένα μέρος όπου γίνονται δεξιώσεις γάμων. Εκεί είχε και ένα δωμάτιο για να κοιμούνται οι συμπέθεροι, αν ερχόντουσαν από άλλο μέρος. Αυτό το κέντρο φωτιζόταν μ’ ένα πράααασινο ψυχρό φως – κάτω απ’ αυτό έμοιαζα με Βασίλισσα του χιονιού».
«Υπάρχει μια τρυφερότητα, μια ποιητική διάθεση όταν περιγράφετε την επαρχία. Κάτι που δεν συμβαίνει όταν μιλάτε για την Αθήνα». «Δεν μ’ αρέσει καθόλου πια. Περπατάω πολύ, με το κεφάλι πάντα σκυμμένο κάτω, γιατί έχω πέσει δύο φορές. Είναι μια βρομερή πόλη. Την αγαπώ, αλλά με ενοχλεί, όπως την έχουν κάνει. Βέβαια και η επαρχία έχει καταστραφεί, με εξαίρεση κάποιες πόλεις, όπως η Πρέβεζα». «Μα η Πρέβεζα είναι γνωστή περισσότερο γιατί αυτοκτόνησε εκεί ο Καρυωτάκης, επειδή δεν την άντεχε». «Ο ποιητής αυτοκτόνησε γιατί ήταν ζαβός και όχι για την πόλη. Εντάξει, τότε μπορεί να ήταν χάλια. Πάντως αυτό το βλέμμα που λες, δεν κρύβει κάποιου είδους νοσταλγία. Εγώ ζούσα πάντα σε ένα φαντασιακό κόσμο. Στην εφηβεία μου, λόγω μιας αρρώστιας, δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι με αποτέλεσμα να απομονωθώ και να δημιουργήσω ένα δικό μου κόσμο. Μικρός δεν αγαπούσα καθόλου τον Έβρο, γενέθλιο τόπο μου. Δεν τον ήξερα κιόλας, τώρα τον ανακαλύπτω».
«Σας έτυχε ποτέ να έρθουν αναγνώστες που αναγνώρισαν τον εαυτό τους σε κάποιο βιβλίο σας;» «Μου συνέβη και είναι κάτι που με τρομάζει πολύ. Στο δεύτερο θεατρικό έργο που είχα γράψει για την Αλίκη Γεωργούλη “Λόξα και δόξα”, έπαιζα κι εγώ. Περιμένοντας ανάμεσα από δύο παραστάσεις, ήταν ένα ζευγάρι που δεν έφευγε – καθόταν και με κοιτούσε επίμονα. “Όλοι οι τρεεελοί σε εσένα έρχονται, τι περιμένουν αυτοί, και δεν μπορώ να βγω έξω ούτε με το βρααακί” μου έλεγε η Γεωργούλη. Τέλος πάντων, τους ρώτησα αν θέλουν κάτι. “Ήρθαμε να σας πούμε πως τώρα είμαστε μια χαρά” μου απαντούν. Μπράβο σας απαντώ κι εγώ, τι να πω; Είχαν διαβάσει το βιβλίο μου “Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας” και ήταν απόλυτα πεπεισμένοι πως το έγραψα γι’ αυτούς. Ένας άλλος, συγγενής μας αυτός, νόμιζε πως ήταν η ηρωίδα στο “Τρένο με τις φράουλες”, και δεν ξέρω αν έχει συνέλθει ακόμα.
Τώρα που είπα συγγενής, η πιο μυθιστορηματική περίπτωση ήταν ένας που ζούσε κάπου μεταξύ Νέας Ιωνίας και Φιλαδέλφειας. Είχε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας, με μια τρέλα περίεργη. Όταν πήρε το εφάπαξ το έκλεισε κι άνοιξε ένα εργοστάσιο με χριστουγεννιάτικα παιχνίδια. Εμείς, όπως και όλη η επαρχία, ερχόμασταν καλοκαίρι στην Αθήνα και σουρνόμασταν από συγγενή σε συγγενή. Σ’ αυτό το εργοστάσιο περνούσα ατέλειωτες ώρες. Ξέρεις τι σημαίνει να σκάει έξω ο τζίτζικας και εγώ να είμαι μέσα στην Άαααγια νύχτα δίπλα σε καμήλες, Παναγίες και Χριστούς; Μετά αυτός αποτρελάθηκε, το γκρέμισε κι έφτιαξε ένα σπίτι λαβύρινθο. Για να το διασχίσεις έπρεπε να περπατάς λοξά. Η γυναίκα του ήταν παχιά και χρειαζόταν να τη σπρώχνει γιατί σφήνωνε. Τα πούλησε όμως όλα κι έφτιαξε ένα φωτογραφείο. Βασικό μοντέλο ήταν η γυναίκα του, που η κακομοίρα από τη στεναχώρια της είχε χάσει τα μαλλιά της. Την ξυπνούσε τέσσερις η ώρα τα χαράματα, της έδινε να κρατάει κάτι μεγάλα ψάρια και της έβγαζε φωτογραφίες. Αυτός, όπως καταλαβαίνεις, θα μπορούσε να γίνει ήρωας βιβλίου. Την ηρωίδα μου Πελαγία στο “Δεσποινίς Πελαγία”, την έβαλα να δουλεύει στη φάμπρικα με τα χριστουγεννιάτικα».
«Στα βιβλία σας έχουν πάρα πολύ ενδιαφέρον οι δεύτεροι ρόλοι». «Α, ναι. Μου αρέσουν περισσότερο τα δεύτερα πρόσωπα. Όπως ο Δανιήλ σ’ αυτό το βιβλίο». «Λόγω στρατού αυτό το βιβλίο σας δείχνει πολύ συγγενικό με “Το τανγκό των Χριστουγέννων”». «Το τανγκό είχε εκδοθεί το 2003. Όσοι μιλούν γι’ αυτή τη συγγένεια είναι γιατί βγήκε πρόσφατα η ταινία». «Μείνατε ευχαριστημένος με την κινηματογραφική απόδοση;» «Ναι, αλλά έπρεπε να τελειώσει σ’ εκείνη την καταπληκτική σκηνή με τον Στάνκογλου να ανασαίνει κολλημένος στον τοίχο. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε μετά να τους βγάλει γέρους. Σαν τέρατα, με το μακιγιάζ, ήταν λες και είχαν σταφυλόκοκκο! Αλλά είχε τόσο ωραία μουσική, φωτογραφία και καλές ερμηνείες».
Μπορεί να σας φάνηκε στρωμένο το ταξίδι, αλλά είχε πολλές στάσεις, που παρέλειψα, σε ταινίες, παραστάσεις, πρόσωπα και όλα αυτά συνοδευμένα με χρονολογίες, βραβεία, κριτικές. Από τον «Κήπο των Φίντσι Κοντσίνι» μέχρι τις ταινίες του Λουί Μαλ, και την ταινία «Μηχανικά πιάνα» με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη, που δεν παίχτηκε ποτέ («άαααστα αυτά, Γιάννη, είναι παρελθόν»). Από την Γκλέντα Τζάκσον μέχρι την Ντομινίκ Σαντά και την Κυβέλη, που έκλαιγε με γαλλικό τρόπο (βουβό κλάμα με σουφρωμένο στόμα).
Μέχρι και αναφορά στον Έβερτ είχε, που σύμφωνα με τα λεγόμενα δασκάλου του αντί να γράψει Ιαπωνία έγραψε Η Απωνία. Αυτόν τον θυμήθηκε όταν μου έδειξε το βιβλίο του «Το πεθαμένο λικέρ», που μεταφράστηκε στα ιαπωνικά. («Τι κατάλαβαν από αυτό οι Ιάπωνες, θα σε γελάσω. Ποιος ξέρει, μπορεί όσοι το διάβασαν να γλίτωσαν το χαρακίρι».) Είχε και αναφορές σε ταξίδια, στο γιο του που δουλεύει γιατρός στη Νορβηγία («και συνέχεια τον ρωτάω αν πήγε στο πρεσβυτέριο. Όλο σε πρεσβυτέρια δεν πήγαιναν οι ήρωες του Μπέργκμαν;»).
Λίγο πριν τελειώσουμε τον ρώτησα αν θέλει να φωτογραφηθεί. «Εγώ είμαι σαν τους βρικόλακες. Φαίνεται μόνο το είδωλό μου στις φωτογραφίες. Θα δούμε…» και άνοιξε την πόρτα... του αυτοκινήτου για να κατεβώ.
Περπατώντας τραγουδούσα τους στίχους από ένα τραγούδι της Κουμνιώτη. «Μεθυσμένο λεωφορείο έτσι είναι η ζωή/ ξεκινάς για Σενεγάλη και σε πάει για Δελχί».