Πολιτικη & Οικονομια

Αλέξιος και Μενεγάκη

Μεσαιωνικό πολιτικό ρομάντζο

35183-103893.jpg
Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
123250-276373.jpg

Τω καιρώ εκείνω, ο μάγιστρος Αλέξιος ο Πρωτηφοράς ήτο πολλά σκοτισμένος. Όλα του εξίνιζαν και όλα του εβρωμούσαν. Μάταια η κυρά Θεανώ τού καθάριζε μήλα και τού έστυβε χυμούς δια να καρδαμώσει. Ο Αλέξιος είχε διαρκώς αδυναμίες και κομμάρες. Και στις εκπομπές όπου πήγαινε τον έπιανε λιγοθυμιά και γύρευε να φάγει σερμπέτια και σοκολάτα, λες και ήτο ο Αύγουστος Κορτώ.

Και τα πρωινά, όταν εξεπόρτιζε από το σπιτικόν του, ο μικρός Ερνέστος έβγαινε εις το παραθύρι και του φώναζε: «Άστα λα βικτόρια σιέμπρε, κομαντάτε!». Και ο Αλέξιος δεν του ανταπαντούσε «άστα σιέμπρε», όπως παλαιά, μόν’ του έλεγε να σιωπήσει, δια να μην τους ακούσει κανείς και τους περάσει για τίποτε αριστεριστάς.

Και ένα πρωί, εσηκώθη από την κλίνη του πιο άκεφος από ποτέ. Και μετά βίας εμουρμούρισε μιαν καλημέραν εις τους οικείους του και έπειτα πήρε την στράτα δια το παλάτι. Ήτο πλέον άνοιξη και ο ήλιος έλαμπε. Μέλισσες πετούσαν πάνω από τα ολάνθιστα χωράφια και γενικώς έξω ήτο χαρά Θεού. Μα εις την ψυχή του Αλέξιου, μονάχα σκοτεινιά και ομίχλη.

Εντέλει έφτασε εις του Μαξίμου. Εκεί ήτο ήδη ο Καρανίκας, ο πρωτοσύμβουλός του. Είχε στρωθεί βολικώς σ’ ένα πολυθρόνι −στη λεγόμενη «στάση του Καρανίκα»− και εκρυφοκοίταζε κάτι, ενώσω με το άλλο χέρι ρύθμιζε τις δουλειές του. Μόλις είδε τον Αλέξιο, παράχωσε αυτό που έκανε και έσπευσε να τον προϋπαντήσει.

«Τι έχεις σύντροφε και φίλε μου παλαιέ;» τον ερώτησε. «Γιατί είσαι έτσι μούρτζουφλος και νταουνιασμένος; Μην και έπεσαν οι γαλέρες σου έξω;»

Και ο Αλέξιος άνοιξε εις τον Καρανίκαν την καρδίαν του. Τού είπε δια τους πρόσφυγες όπου βουλιάζουν στην λάσπη. Και δια τους Σκλαβούνους και τους Σκιπετάρους που έχουν κλείσει τα σύνορα. Και για τους Αλαμανούς και τους Φράγκους που τον έχουν βρει μικρό και αθώο και τον εξαπατούν. Τού είπε δια την Βελκουλέσκα της Βλαχίας και για τους άλλους τροϊκανούς, που μία έρχονται και μία φεύγουν ωσάν τα χελιδόνια. Και δια τον Αχμέτ, τον παραγιό του Σουλτάνου Ταγίπ, που τις προάλλες τον έβαλε να μοιράζει άνθη εις τις τσούπρες σαν να ήτο κανένας κλαρινογαμβρός. Και δια την Ζωή την Νευρική που τού την έχει φυλαγμένη και βγαίνει στους Παπαχελάδες και ρίχνει το φαρμάκι της. Και δια τον Τσιριάκον που ούτε τα κορδόνια των υποδημάτων του δεν ξέρει να δέσει, μα που όλοι τον νομίζουν καταλληλότερο για μάγιστρο. Και δια την Φώφην που έχει τους ποταμίσιους στο ψηστήρι δια να κάμουν κολεγιά μπας και τού τσιμπήσουν και άλλα ψηφαλάκια. Και δια τον Ψυχάρη τον Δόλιο, με τις γάτες του. Τού είπε και τι δεν τού είπε…

Και ο Καρανίκας σε μία στιγμή εξανέστη: «Τσίλαρε αδελφέ, τι είναι τούτα που μου τσαμπουνείς; Πού είναι ο Αλέξιος που γνώριζα κάποτε; Που τρώγαμε αντάμα τυροκαυτερές στα καπηλειά και πίναμε μπυρόνια και το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη του;»

Και ο Αλέξιος αναστέναξε βαθιά. Και ο Καρανίκας τον πήρε από το χέρι και τον έβαλε καθίσει πλάι του. «Άκου Αλέξιε», του είπε. «Άπαντες περνούν μια δύσκολη φάση. Όμως ο κόσμος έχει προχωρήσει, μαν, είμαστε πια στον Μεσαίωνα! Όπερ σημαίνει πως υπάρχουν τρόποι δια να φτιάχνει η διάθεσις! Όχι, όχι, δεν ομιλώ δια τον μπάφον και τα συναφή θυμιάματα. Για κάτι ακόμη καλύτερο ομιλώ!»

Και ο Καρανίκας τού φανέρωσε ένα θαυμαστό γυαλί, ίσα με μιάμιση παλάμη μεγάλο. Και έπειτα το άγγιξε απαλά με το δάχτυλό του και αμέσως φανερώθηκε μία μεγαλοκοπέλα με χρυσαφένια μαλλιά, που εκακάριζε όλο χάρη. Και γύρω της είχε κάτι αργόσχολους που χαζολογούσαν ξέγνοιαστοι. Και είχαν και έναν μάγειρο που εφούρνιζε γιουβέτσια και παστίτσια. Και λέξη δεν ακουγόταν για στενάχωρα πράγματα. Μονάχα για ρούχα μιλούσαν και για ζώδια και για τον έναν και τον άλλο σαλτιμπάγκο και για τα παπούτσια που θα φορεθούν πολύ φέτος την άνοιξη και το καλοκαίρι.

«Κούκλα είναι και σήμερα η Ελένη μας!» είπεν ο Καρανίκας λάμποντας από χαρά. «Δες τι ωραία μποτάκια φορεί! Σπεύδω να της το γράψω δια να χαρεί!»

«Νεράιδα πρέπει να είναι» εψιθύρισε ο Αλέξιος. «Δεν εξηγείται αλλιώς…».

Και ως δια μαγείας, όσο έβλεπε την Ελένη να σαχλαμαρίζει, οι έγνοιες και οι σκοτούρες έφευγαν από πάνω του. Και μήτε για τους πρόσφυγες έσκαγε πια, μήτε για την χώρα που επήγαινε κατά διαόλου, μήτε για τίποτα. Και το χαμόγελο ξαναγύρισε στο μούτρο του. Και μια ευδαιμονία γλυκερή σαν πετιμέζι απλώθηκε στα σωθικά του.

Και από την ημέρα εκείνη, ο Αλέξιος ο Αγραβάτωτος, δεν έχανε την Ελένη, μα την έβλεπε καθημερινώς και αδιαλείπτως. Διότι μία ζωή έχει ο άνθρωπος και είναι κρίμα να την ξοδεύει με μιζέριες. Και έτσι κυλούσε η άνοιξη εις το Θέμα της Ελλάδος.

Αμήν και γιόλο.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ