- CITY GUIDE
- PODCAST
-
13°
«To εξαίσιο πτώμα, πίνει καινούργιο κρασί»... Η πρώτη φράση που έμαθα κατά την πρόσφατη επίσκεψή μου στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο, προέκυψε από ένα παλιό αγαπημένο παιχνίδι των σουρεαλιστών: να τοποθετούν λέξεις τη μία δίπλα στην άλλη χωρίς να γνωρίζουν τις υπόλοιπες, δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο, τί άλλο; Σουρεαλιστικές προτάσεις.
H έκθεση «Προσεγγίζοντας το Σουρεαλισμό», που εγκαινίασε το Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου στις 30 Ιουνίου και θα διαρκέσει μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, φέρνει στην καρδιά των Κυκλάδων το δημοφιλέστερο καλλιτεχνικό κίνημα, μετά τον εμπρεσιονισμό. Μέσα από 100 περίπου εκθέματα, κολάζ, ζωγραφικά έργα, γλυπτά, κατασκευές, φωτογραφίες και αρχεία ξένων και Ελλήνων καλλιτεχνών, ξεδιπλώνονται τα χαρακτηριστικά του κινήματος που κατέχει αναμφισβήτητα την πιο ισχυρή θέση στο πεδίο των ανατρεπτικών αβανγκάρντ του 20ου αιώνα.
Αυθορμητισμός. Απόλυτη ελευθερία στην έκφραση. Παντοδυναμία του ονείρου. Παραδοξολογία. Αυτοματισμός της γραφής. Μπαίνοντας στην έκθεση, μου έρχονται στο μυαλό φράσεις-κλειδιά για την κατανόηση του ανατρεπτικού αυτού κινήματος διαμαρτυρίας, η ίδρυση του οποίου προέκυψε από την κοινωνική και πολιτισμική κρίση στο μεταπολεμικό Παρίσι. Το όνομα surealisme (sur- realisme) επινοήθηκε το 1917 από το Γάλλο ποιητή Apollinaire, από τις γαλλικές λέξεις sur (επάνω, επί) και réalisme (ρεαλισμός, πραγματικότητα). Με πνευματικό ηγέτη τον Andre Breton και συντρόφους του ποιητές και ζωγράφους, ο σουρεαλισμός σύντομα επεκτάθηκε εκτός ευρωπαϊκών συνόρων, ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας και ανατροπής των μέχρι τότε «καλώς κειμένων» στο χώρο του έμμετρου λόγου και των εικαστικών τεχνών, το οποίο έθεσε στον πυρήνα του προβληματισμού τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε «να αλλάξει τη ζωή».
Γιατί, αναμφίβολα ο σουρεαλισμός, έχοντας ως βάση το διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ, προέκυψε από την επιθυμία της επανάστασης ενώ η ιδέα της εξέγερσης κατά της παράδοσης, της οικογένειας, της κοινωνίας ακόμη και κατά του Θεού, είναι διάχυτη στα έργα των εκπροσώπων του. Κι ενώ πάντα θεωρούσα το κίνημα αυτό άρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχανάλυση- ο Breton επεδίωξε να γνωρίσει τον Freud το 1921- με έκπληξη άκουσα κατά την ξενάγησή μας, ότι ο Freud έλεγε ότι το 90% των σουρεαλιστών είναι «τρελλοί»!
Αυτοί οι… «τρελλοί» πρότειναν ωστόσο μια βαθιά τομή άμεσα συνδεδεμένη με τους ψυχαναλυτικούς συνειρμούς και τη φρουδική ερμηνευτική των ονείρων: τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από την ορθότητα του λόγου στην ψυχή, η οποία εκφράζεται με την αυτόματη γραφή, χωρίς την άσκηση ελέγχου από τη λογική.
Σήμερα ειδικά, που στη χώρα μας κάθε μορφή λογικής φαίνεται να έχει καταργηθεί και το «παράδοξο» επικρατεί, η έκθεση των σουρεαλιστών είναι πιο επίκαιρη από ποτέ! Όπως αναφέρει ο κ. Κυριάκος Κουτσομάλλης, Διευθυντής του Μουσείου: «Σε περίοδο βαθιάς κρίσης, όχι μόνο οικονομικής αλλά και πολιτιστικής, η αναδρομή σε ένα επαναστατικό κίνημα διαμαρτυρίας που αναδύθηκε ως ανάγκη αντίστασης στα δεινά του α’ παγκοσμίου πολέμου, προσφέρεται ως μια ευκαιρία αναθεώρησης. Η καταδυναστευόμενη από τον ορθό λόγο κοινωνία μας έχει ανάγκη από χαρισματικούς ηγέτες που να μπορούν να βάζουν σε παράλληλη πορεία τον κανόνα με τη συγκίνηση, το νου με το συναίσθημα.»
Το πρώτο μέρος της έκθεσης, περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα είκοσι περίπου ξένων καλλιτεχνών που συγκρότησαν το κίνημα ή προσχώρησαν στην πορεία σ’ αυτό. Ήδη από τον πρώτο όροφο του Μουσείου, ο ορισμός του σουρεαλισμού στον τοίχο μου δίνει ξεκάθαρα το στίγμα του τί θα επακολουθήσει:
«Αυτοματισμός καθαρά ψυχικός με τον οποίο προτείνουμε να εκφράσουμε είτε προφορικά είτε γραπτά είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο την πραγματική λειτουργία της σκέψης.»
Δίπλα ακριβώς, στέκομαι με δέος μπροστά σε ένα αντίτυπο του Μανιφέστου του Σουρεαλισμού, το βιβλίο που το 1924 αποτέλεσε τη βάση του κινήματος. Θυμάμαι πως ο σουρεαλισμός άρχισε όταν ο Breton με τον Soupault πειραματίστηκαν σε μια γραφή μεταβλητής ταχύτητας δημιουργώντας με τα κείμενα αυτά το έργο «Μαγνητικά Πεδία» το 1919.
Επόμενη στάση μου μπροστά στο «Φυτό της ερήμου» του Man Rαy, που χρησιμοποιείται ως σήμα κατατεθέν της φετινής έκθεσης και στο Σχέδιο για τον «Μαγικό Αυλό» του πάντα πληθωρικού Salvador Dali- όπου μια κάμπια μεταμορφώνεται σε… αυλό! Όπως προσπερνάω το έργο του Max Ernst «Αριζόνα», μαθαίνω πως οι σουρεαλιστές διακρίνονται σε δύο μεγάλα ρεύματα: στους ζωγράφους που υπηρετούν την αυτόματη γραφή όπου το χέρι δρα ελεύθερα πάνω στον καμβά, όπως ο Ernst, ο Miro και ο Andre Massonκαι στους πιο «περιγραφικούς» ζωγράφους όπως ο Dali και ο Magritte, στα έργα των οποίων η σκηνή μεν είναι εξωπραγματική αλλά ο χώρος, τα αντικείμενα και οι ανθρώπινες μορφές έχουν αποδοθεί ρεαλιστικά.
Προχωρώντας, εντυπωσιάζομαι από την ευρηματικότητα του Marcel Duchampπου συνέθεσε το έργο « Κουτί σε Βαλίτσα» για να μεταφέρει τα έργα που δεν μπορούσε να αποχωριστεί και γοητεύομαι από το διάσημο «Βιολί του Ingres» του Man Ray, φωτογραφία που απεικονίζει ένα βιολί σχηματισμένο στην πλάτη μιας γυναίκας. Επόμενος σταθμός ο αγαπημένος μου De Chirico, που έχει φιλοξενηθεί ξανά το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Άνδρου. Ο γεννημένος στο Βόλο Ιταλός ζωγράφος που με την πρώιμη ζωγραφική του επηρέασε τους σουρεαλιστές, συνεργάστηκε μαζί τους το 24 και το 28 για να έρθει κατόπιν σε πλήρη ρήξη με τον Breton, μη θέλοντας να ενταχθεί σε κίνημα. «Ανένταχτος» θεωρείται και ο Joan Miro - εκπροσωπείται στην έκθεση με δύο έργα- καθώς με την ιδιότυπη «γραφή» του, υπήρξε κίνημα από μόνος τους.
Στις σκάλες που χωρίζουν τους ορόφους του Μουσείου, κοντοστέκομαι πολλή ώρα μπροστά στις φωτογραφίες των σουρεαλιστών: Προσπαθώντας να αναγνωρίσω τα πρόσωπά τους, μεταφέρομαι νοερά στα σπίτια των Breton και Eluard, ή στα παρισινά cafe, όπου γίνονταν οι ζωηρές συζητήσεις τους για την επικαιρότητα, τη φύση του καλλιτέχνη κα.
Στον κάτω όροφο, παρακολουθώ με προσοχή τα έργα του Χιλιανού Roberto Matta, των Ηans Bellmer, ΥvesTanguy και Francis Picabiaόπου διακρίνοντας τις μεγάλες διαφορές τους, μαθαίνω από το κείμενο του Νάνου Βαλαωρίτη στην έκδοση της έκθεσης ότι : «Κατά τον Breton δύο είναι τα κριτήρια για να κριθεί ένα έργο σουρεαλιστικό. Αν είναι προϊόν του αυτοματισμού, με την απουσία κάθε ελέγχου και λογικής, και δεύτερον αν χαρακτηρίζεται από πνευματικότητα. Αυτή η δύσκολη έννοια ξεχωρίζει τα έργα που είναι απλώς πλαστικά από εκείνα όπου υπάρχει ένα έστω υποδόρειο πνευματικό στοιχείο.»
Από τις καλύτερες στιγμές της έκθεσης, τα έργα των δύο βασικών Βέλγων εκπρόσωπων του σουρεαλισμού, οι «Εστιάδες» του Paul Delvaux και ο «Θεραπευτής» του Rene Magritteπου αποδίδει με τον πιο σχηματικό τρόπο- ένα ακέφαλο σώμα- το ρήγμα με τη λογική.
Το δεύτερο σκέλος της έκθεσης προσεγγίζει το υπερρεαλιστικό κίνημα στη νεοελληνική τέχνη με εικαστικές και λογοτεχνικές αναφορές.
Ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, γιος του Ανδρέα, μας μίλησε για την πορεία του ελληνικού υπερρεαλισμού που ξεκίνησε από τον πατέρα του. Όπως ανέφερε, η μεταξική Ελλάδα δεν άφηνε πολλά περιθώρια για ριζοσπαστικές ιδεολογίες και έτσι μέχρι το 1935 οι πληροφορίες για τον σουρεαλισμό έφταναν στην Ελλάδα μέσα από άρθρα. Λίγους μήνες πριν την έκδοση της ποιητικής του συλλογής «Υψικάμινος» που πυροδότησε έντονες αντιδράσεις το 1935, ο Ανδρέας Εμπειρίκος έδωσε στη Λέσχη Καλλιτεχνών την περίφημη «Περί Σουρεαλισμού» διάλεξη όπου χρησιμοποιεί για πρώτη φορά και τον όρο «Υπερρεαλισμός». Στη διάλεξη παρίστατο και ο Οδυσσέας Ελύτης που γράφει κατόπιν στα «Ανοιχτά Χαρτιά» : «.. ο σπόρος έχει πέσει και σε λίγο μέσα στη χρυσή σκόνη της άνοιξης που έφτανε, άρχισαν να μετεωρίζονται και να στίλβουν παράξενα ονόματα και όροι πρωτάκουστοι: το υποσυνείδητο, η αυτόματη γραφή, το hazard objectif, τα collages, η μέθοδος paranoiaque critique, το merveilleux κ.α»
Καθώς χαζεύω την πρόσκληση από την πρώτη εικαστική εκδήλωση του υπερρεαλισμού στην Αθήνα το 36 στο διαμέρισμα του Εμπειρίκου, με έργα των Ernst, Brauner, Tanguy και φωτογραφικά κολάζ του Ελύτη, ο Λεωνίδας Εμπειρίκος, μας παρουσιάζει πολύτιμο αρχειακό υλικό που ανακαλύφθηκε σε μια αποθήκη της οικογένειας. Συγκινημένος σταματά μπροστά σε κάτι μικρά χαρτάκια με ζωγραφιές, τις οποίες έκανε καθημερινά ο πατέρας του για το μικρό «Λεωνιδάκι» του….
Ο Εμπειρίκος, όπως μαθαίνουμε επίσης, ήταν στενός φίλος με τον Ελύτη και τον Καλαμάρη (Νικόλας Κάλας), αλλά και ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής. Όταν σταμάτησε την ψυχανάλυση, έγινε δεινός φωτογράφος, όπως φαίνεται και από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του που φιλοξενούνται στην έκθεση.
Κατόπιν η Ιουλίτα Ηλιοπούλου παίρνει το λόγο και μας ξεναγεί στα ζωγραφικά έργα και κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη καθώς τα υπερρεαλιστικά του ποιήματα ήταν λίγα σε αριθμό. Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά: «Η τελειομανία του Ελύτη στα ποιήματά του, που ερχόταν σε αντίθεση με την αυτόματη γραφή, δεν του επέτρεψε να ενταχθεί στον σουρεαλισμό. Ως γνωστόν, ο Ελύτης κατέστρεφε όποιο έργο δεν θεωρούσε τέλειο». Και στον κατάλογο, συμπληρώνει: «Ο Ελύτης υπερασπίζεται συχνά σε κείμενά του τον υπερρεαλισμό, περισσότερο κάτω από το πρίσμα της δυναμικής που προσεκόμισε και λιγότερο των καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων που επέφερε.»
Από τα έργα του Ελύτη ξεχωρίζω «Το Πιάνο», ένα ασπρόμαυρο κολάζ γυναίκας γυμνής καθισμένης σε πιάνο μέσα σε νερό.. ενώ εξίσου με εντυπωσιάζουν τα έργα του Νάνου Βαλαωρίτη, του Νικόλα Κάλας (Νίκος Καλαμάρης), των ζωγράφων Μάριου Πράσινου, Γεράσιμου Στέρη και Mayo (Αντώνη Μαλλιαράκη) και του Νίκου Εγγονόπουλου, του κατεξοχήν Έλληνα υπερρεαλιστή ζωγράφου που εκπροσωπείται στην έκθεση με πολλά έργα.
Στα εγκαίνια της έκθεσης χαιρετισμό απηύθυναν ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης και ο δήμαρχος της Άνδρου Γιάννης Γλυνός ενώ ανάμεσα στους προσκεκλημένους ήταν η κυρία Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, οι συλλέκτες Γιώργος Οικονόμου, Marion Meyer, Αντώνης Κομνηνός, Σωτήρης Φέλιος και οι καλλιτέχνες Νάτα Μελά, Αλέκος Φασιανός, Κώστας Δικέφαλος, Βαγγέλης Μουστάκας, Μαρία Φιλοπούλου, Στέφανος Δασκαλάκης και άλλοι.